Κωνσταντινούπολη-Αθήνα: καταθλιπτικές συγκρίσεις
Σελίδα 1 από 1
09032011
Κωνσταντινούπολη-Αθήνα: καταθλιπτικές συγκρίσεις
Την τελευταία φορά που είχα επισκεφθεί την Κωνσταντινούπολη (τον Δεκαπενταύγουστο του 2007, για να πάρουμε με τη Μικέλα Χαρτουλάρη συνέντευξη από τον νομπελίστα Ορχάν Παμούκ) έσκαγε ο τζίτζικας. Ο συνδυασμός ζέστης και υγρασίας σε σκότωνε, η πόλη όμως έλαμπε, έδειχνε πως είναι γεννημένη για να ζει καλοκαίρι, με τα βαποράκια της, τα τζαμιά της, τους αυτοσχέδιους ψαράδες στη γέφυρα του Κεράτιου, τους τουρίστες της, το απίστευτο έμφραγμα των δρόμων της.
Τώρα ο συνδυασμός κρύου και υγρασίας σού τρυπούσε τα κόκαλα. Ο σκοπός ίδιος, η συνέντευξη με έναν άλλο Τούρκο συγγραφέα που μερικοί θεωρούν ισάξιο του Παμούκ, ο ζωτικός χώρος ίδιος, το Πέρα· κι όμως όλα είναι ίδια κι όλα διαφορετικά. Συνεχές ψιλόβροχο που δεν έλεγε να σταματήσει, ομίχλες που δεν σε άφηναν να δεις την άλλη πλευρά της πόλης. Πάλι τα τζαμιά, τα βαποράκια, οι αυτοσχέδιοι ψαράδες που επέμεναν να στέκονται πάνω στη γέφυρα ξεπαγιάζοντας. Οι τουρίστες λιγότεροι, η κίνηση των αυτοκινήτων το ίδιο απαράδεκτη.
Αυτή τη φορά, όμως, έπιανες κάτι διαφορετικό στον αέρα, κάτι που δεν είχε σχέση μονάχα με τις διαφορετικές κλιματικές συνθήκες.
Το συνειδητοποίησα σχετικά γρήγορα. Ο κόσμος, παρά τη συνεχή βροχή, γέμιζε τους δρόμους. Και χαμογελούσε. Και διασκέδαζε. Και γέμιζε τα εμπορικά καταστήματα και τα φαγάδικα και τα βιβλιοπωλεία. Και ψώνιζε. Και ζούσε. Όλοι μαζί, νέοι και γέροι, αστοί και χωριάτες.
Η σύγκριση με την Αθήνα συντριπτική, σε βάρος βεβαίως της Αθήνας. Σίγουρα η Τουρκία δεν είναι η Πόλη, και η Πόλη δεν εκπροσωπεί την Τουρκία. Όμως, περπατώντας αυτόν τον χειμώνα του 2011 στην Ιστανμπούλ, έχεις την αίσθηση μιας χώρας που αναπτύσσεται, μιας χώρας που αισιοδοξεί, μιας χώρας σίγουρης για τον εαυτό της, μιας χώρας που περιμένει τα καλύτερα.
Το εντελώς ανάποδο, δηλαδή, από ό,τι συμβαίνει στην Αθήνα, από ό,τι συμβαίνει στην Ελλάδα.
***
Σε όλη την Πόλη βλέπω μονάχα τρεις πολιτικές γιγαντοαφίσες. Την πιο εντυπωσιακή τη βλέπω μόλις το καραβάκι της γραμμής μάς αποθέτει στο Σκούταρι, την ασιατική πλευρά της πόλης. Ο Ερντογάν, προφίλ, χαιρετάει τα πλήθη, κι από κάτω μια θάλασσα από ανθρώπους και κόκκινες σημαίες. Βάζω τη Στέλλα Χρηστίδου, την πολύ καλή μεταφράστρια του συγγραφέα που ήρθαμε να δούμε, να μου μεταφράσει: Εκατομμύρια Τούρκοι -λέει το σλόγκαν της αφίσας-, μία μόνο γροθιά.
Παρατηρώ ότι όπου βλέπω την εικόνα του Ερντογάν βλέπω και το έμβλημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
***
Ο συγγραφέας μας ονομάζεται Μουρατχάν Μουνγκάν. Στην Ελλάδα κυκλοφορούν αρκετά βιβλία του: Ένα θεατρικό (Τα ελάφια και οι κατάρες, Εξάντας), ένα αυτοβιογραφικό αφήγημα (Τα αερικά του παρά, Scripta), δύο νουβέλες (Το τέλος της Πόλης, Καστανιώτης), τέσσερα μυθιστορήματα (Σαράντα δωμάτια, Σαράντα δωμάτια και τρεις καθρέφτες, Άλαλα παραμύθια, Τσαντόρ, το πρώτο από τον Εξάντα, τα τρία επόμενα από τον Καστανιώτη). Ειδικά το Τσαντόρ (κυκλοφόρησε πριν από μερικούς μήνες σε μετάφραση του φίλου του Πέτρου Μάρκαρη) έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον: κάποιος που λείπει χρόνια από την πατρίδα του επιστρέφει και αναζητεί την οικογένειά του, τους φίλους του, τη χώρα που ήξερε. Τίποτα όμως δεν είναι ίδιο, όλοι είναι φοβισμένοι, κρύβονται, λένε ψέματα -ακόμα και η μάνα του κάνει πως δεν τον αναγνωρίζει. Και οι γυναίκες είναι όλες κρυμμένες πίσω από τσαντόρ και μπούρκες.
Ο εκνευρισμός του ήρωα ξεπερνάει τις εύλογες ανησυχίες για τον θρησκευτικό φανατισμό στον οποίο γλιστράει η χώρα του. «Ξαφνικά θυμήθηκε τα λόγια κάποιας που είχε γνωρίσει στο εξωτερικό, λόγια στα οποία δεν είχε δώσει τότε σημασία. Η γυναίκα ήταν πολιτική πρόσφυγας και ο Ακμπάρ είχε αποδώσει σ' αυτό τα λόγια της. «Το τσαντόρ ανοίγει τον δρόμο που οδηγεί στην μπούρκα» του είχε πει η γυναίκα. «Το τσαντόρ δεν είναι μόνο η αθώα, παραδοσιακή μαντίλα που φορούσαν οι μανάδες και οι γιαγιάδες μας. Είναι η γέφυρα στα μυαλά μας. Από τη στιγμή που το να σκεπάζεις το κεφάλι σου γίνεται θέμα ηθικής, θα έχει και συνέχεια· μαύρη, κατάμαυρη συνέχεια. Το να σκεπάζεσαι δεν έχει τέλος. Το τέλος έρχεται με το σάβανο».
Στο Πέρα, με τους χιλιάδες που ανεβοκατεβαίνουν τον κεντρικό δρόμο, δεν βλέπεις τσαντόρ ούτε μπούρκες. Δεν βλέπεις καν τις παραδοσιακές μαντίλες. Αυτές τις βλέπεις, άφθονες, στην αγορά: είναι τα λαϊκά στρώματα και οι γυναίκες που ήρθαν από τα χωριά στη μεγαλούπολη. Πού και πού, ναι, βλέπεις και κάποιο τσαντόρ, όπως βλέπεις και άντρες με την ιδιαίτερη εκείνη αξυρισιά των φανατικών μουσουλμάνων. Αλλά είναι σταγόνες στον ωκεανό.
Εξακολουθεί να μας είναι μυστήριο ο ισλαμισμός του Ερντογάν. Ο ισλαμικός μπαμπούλας, που θα πλημμύριζε όλη την Τουρκία, αποδείχθηκε αποκύημα της φαντασίας της Δύσης. Ο ισλαμιστής Ερντογάν, με τη σύζυγο που φοράει την παραδοσιακή (μεταξωτή) μαντίλα, αποδείχθηκε πιο οραματιστής, πιο δημοκράτης και πιο ευρωπαϊστής από τους διάφορους κεμαλιστές που κρατούσαν την Τουρκία σε μια κολοβή όσο και άκρως διεφθαρμένη δημοκρατία.
Ρωτάω τον Μουνγκάν. Τον θυμάμαι, πριν από μερικά χρόνια, εξαιρετικά ανήσυχο με την προοπτική της ανόδου του Ερντογάν στην εξουσία. Το ίδιο ανήσυχοι ήταν και οι άλλοι συγγραφείς που είχα γνωρίσει. Έχεις δίκιο που δεν καταλαβαίνεις, μου λέει αυτή τη φορά ο Μουνγκάν, τίποτα δεν είναι άσπρο και μαύρο, η τουρκική πραγματικότητα είναι τόσο σύνθετη, που μπερδεύει ακόμα και τους Τούρκους. Τα πράγματα έχουν σήμερα μια δυναμική που κανείς δεν ξέρει πού θα καταλήξουν. Κι επειδή το κόμμα του Ερντογάν αποτελείται από διάφορες, συχνά αλληλοσυγκρουόμενες μεταξύ τους δυνάμεις, άλλοτε μπορεί να υπερισχύει ο φιλοευρωπαϊσμός, άλλοτε ένας υπέρτατος εθνικισμός, άλλοτε μια φιλολαϊκή πολιτική κι άλλοτε μια λαϊκίστικη πολιτική.
Καταλαβαίνω και από κουβέντες με άλλους ανθρώπους ότι ο Ερντογάν έχει καταφέρει να κερδίσει την ανοχή των διανοουμένων αλλά όχι και την υποστήριξή τους. Όλοι όμως παραδέχονται ότι ο άνθρωπος αυτός έχει δυνατή προσωπικότητα, ότι ως προς τη δυναμική του είναι κάτι σαν νέος Κεμάλ και ότι στα χέρια του η Τουρκία αλλάζει.
***
Μου κάνει εντύπωση η νέα γενιά των Τούρκων. Καλοντυμένοι, καλοζωισμένοι, όμορφοι. Αυτοί έχουν ήδη μπει στην Ευρώπη, δεν τους ξεχωρίζεις από τους Έλληνες ή τους Ισπανούς. Αν η Τουρκία είναι, περισσότερο πλέον από την Ελλάδα, η χώρα με τις δύο ψυχές, την ανατολική και τη δυτική, οι νέοι των καλών συνοικιών της Πόλης βρίσκονται ήδη από την εδώ μεριά. Το ακούς στις μουσικές των ντισκοτέκ τους, το βλέπεις στα εστιατόρια όπου συχνάζουν, το διαβάζεις στα βιβλία που αγοράζουν.
Ο Μάρκαρης, που ως γεννημένος στην Κωνσταντινούπολη ξέρει από αυτά, υποστηρίζει ότι η Πόλη δεν ανήκει στην Τουρκία αλλά στις μειονότητες που την κατοικούν. Ακόμα και τώρα που οι ξένες μειονότητες έχουν σχεδόν εξαφανιστεί, οι Τούρκοι της Πόλης συνεχίζουν να είναι μια μειονότητα σε σχέση με τους υπόλοιπους Τούρκους, συνηθίζει να λέει. Ίσως να έχει δίκιο.
Επισκέπτομαι για πρώτη φορά το ξενοδοχείο Πέρα, που έγινε διάσημο από τις διάφορες προσωπικότητες που κατέλυσαν εδώ, με πρώτη και καλύτερη την Άγκαθα Κρίστι. Το σαλόνι του ξενοδοχείου, και ιδιαίτερα η οροφή του, σου κόβει την ανάσα από την ομορφιά και τη συγκρατημένη πολυτέλειά του. Η Πόλη έχει μια μεγάλη ιστορία, και ξέρει να τη διατηρεί και να την εκμεταλλεύεται. Όχι σαν κάτι άλλες πρωτεύουσες, όνομα και μη χωριό, που παρά την ιστορία τους υποκρίνονται πως σέβονται το παρελθόν τους αλλά ουσιαστικά το μόνο που τις ενδιαφέρει είναι η εθνοκαπηλία...
***
Κάνουμε κάποια γυρίσματα μπροστά στην Αγιά Σοφιά (γίνεται ελληνικό ντοκιμαντέρ χωρίς σκηνές από την εκκλησία του Ιουστινιανού; δεν γίνεται). Κάνει πολύ κρύο, είναι ώρα φαγητού, οι τουρίστες έχουν αραιώσει. Ξαφνικά φτάνει ένα πούλμαν, το οποίο σταματά εκεί μπροστά και βάζει στη διαπασών κάτι ποντιακές μουσικές. Από το πούλμαν κατεβαίνουν καμιά εικοσαριά άνθρωποι, οι οποίοι, τυλιγμένοι στα παλτά και τα μπουφάν τους, αρχίζουν τον χορό. Ένας από την παρέα τραβάει βίντεο.
Ξαφνικά καταλαβαίνουμε το μέγεθος της αντιστασιακής πράξης. Η παρέα αυτή των Ελλήνων ήρθε να χορέψει ποντιακούς χορούς μπροστά στην Αγιά Σοφιά και να απαθανατίσει την πράξη της στο βίντεο. Για να δείξει στους Τούρκους ότι εμείς, ως λαός, δεν είμαστε χαλβάδες.
Περνάει ένα αμάξι της αστυνομίας. Τώρα θα γίνει επεισόδιο, σκεφτόμαστε. Τίποτα. Το αμάξι απομακρύνεται χωρίς να δώσει καμία σημασία στην παρέα των Ελλήνων. Μου φάνηκε σημαδιακό.
του Ανταίου Χρυσοστομίδη
tvxs
Τώρα ο συνδυασμός κρύου και υγρασίας σού τρυπούσε τα κόκαλα. Ο σκοπός ίδιος, η συνέντευξη με έναν άλλο Τούρκο συγγραφέα που μερικοί θεωρούν ισάξιο του Παμούκ, ο ζωτικός χώρος ίδιος, το Πέρα· κι όμως όλα είναι ίδια κι όλα διαφορετικά. Συνεχές ψιλόβροχο που δεν έλεγε να σταματήσει, ομίχλες που δεν σε άφηναν να δεις την άλλη πλευρά της πόλης. Πάλι τα τζαμιά, τα βαποράκια, οι αυτοσχέδιοι ψαράδες που επέμεναν να στέκονται πάνω στη γέφυρα ξεπαγιάζοντας. Οι τουρίστες λιγότεροι, η κίνηση των αυτοκινήτων το ίδιο απαράδεκτη.
Αυτή τη φορά, όμως, έπιανες κάτι διαφορετικό στον αέρα, κάτι που δεν είχε σχέση μονάχα με τις διαφορετικές κλιματικές συνθήκες.
Το συνειδητοποίησα σχετικά γρήγορα. Ο κόσμος, παρά τη συνεχή βροχή, γέμιζε τους δρόμους. Και χαμογελούσε. Και διασκέδαζε. Και γέμιζε τα εμπορικά καταστήματα και τα φαγάδικα και τα βιβλιοπωλεία. Και ψώνιζε. Και ζούσε. Όλοι μαζί, νέοι και γέροι, αστοί και χωριάτες.
Η σύγκριση με την Αθήνα συντριπτική, σε βάρος βεβαίως της Αθήνας. Σίγουρα η Τουρκία δεν είναι η Πόλη, και η Πόλη δεν εκπροσωπεί την Τουρκία. Όμως, περπατώντας αυτόν τον χειμώνα του 2011 στην Ιστανμπούλ, έχεις την αίσθηση μιας χώρας που αναπτύσσεται, μιας χώρας που αισιοδοξεί, μιας χώρας σίγουρης για τον εαυτό της, μιας χώρας που περιμένει τα καλύτερα.
Το εντελώς ανάποδο, δηλαδή, από ό,τι συμβαίνει στην Αθήνα, από ό,τι συμβαίνει στην Ελλάδα.
***
Σε όλη την Πόλη βλέπω μονάχα τρεις πολιτικές γιγαντοαφίσες. Την πιο εντυπωσιακή τη βλέπω μόλις το καραβάκι της γραμμής μάς αποθέτει στο Σκούταρι, την ασιατική πλευρά της πόλης. Ο Ερντογάν, προφίλ, χαιρετάει τα πλήθη, κι από κάτω μια θάλασσα από ανθρώπους και κόκκινες σημαίες. Βάζω τη Στέλλα Χρηστίδου, την πολύ καλή μεταφράστρια του συγγραφέα που ήρθαμε να δούμε, να μου μεταφράσει: Εκατομμύρια Τούρκοι -λέει το σλόγκαν της αφίσας-, μία μόνο γροθιά.
Παρατηρώ ότι όπου βλέπω την εικόνα του Ερντογάν βλέπω και το έμβλημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
***
Ο συγγραφέας μας ονομάζεται Μουρατχάν Μουνγκάν. Στην Ελλάδα κυκλοφορούν αρκετά βιβλία του: Ένα θεατρικό (Τα ελάφια και οι κατάρες, Εξάντας), ένα αυτοβιογραφικό αφήγημα (Τα αερικά του παρά, Scripta), δύο νουβέλες (Το τέλος της Πόλης, Καστανιώτης), τέσσερα μυθιστορήματα (Σαράντα δωμάτια, Σαράντα δωμάτια και τρεις καθρέφτες, Άλαλα παραμύθια, Τσαντόρ, το πρώτο από τον Εξάντα, τα τρία επόμενα από τον Καστανιώτη). Ειδικά το Τσαντόρ (κυκλοφόρησε πριν από μερικούς μήνες σε μετάφραση του φίλου του Πέτρου Μάρκαρη) έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον: κάποιος που λείπει χρόνια από την πατρίδα του επιστρέφει και αναζητεί την οικογένειά του, τους φίλους του, τη χώρα που ήξερε. Τίποτα όμως δεν είναι ίδιο, όλοι είναι φοβισμένοι, κρύβονται, λένε ψέματα -ακόμα και η μάνα του κάνει πως δεν τον αναγνωρίζει. Και οι γυναίκες είναι όλες κρυμμένες πίσω από τσαντόρ και μπούρκες.
Ο εκνευρισμός του ήρωα ξεπερνάει τις εύλογες ανησυχίες για τον θρησκευτικό φανατισμό στον οποίο γλιστράει η χώρα του. «Ξαφνικά θυμήθηκε τα λόγια κάποιας που είχε γνωρίσει στο εξωτερικό, λόγια στα οποία δεν είχε δώσει τότε σημασία. Η γυναίκα ήταν πολιτική πρόσφυγας και ο Ακμπάρ είχε αποδώσει σ' αυτό τα λόγια της. «Το τσαντόρ ανοίγει τον δρόμο που οδηγεί στην μπούρκα» του είχε πει η γυναίκα. «Το τσαντόρ δεν είναι μόνο η αθώα, παραδοσιακή μαντίλα που φορούσαν οι μανάδες και οι γιαγιάδες μας. Είναι η γέφυρα στα μυαλά μας. Από τη στιγμή που το να σκεπάζεις το κεφάλι σου γίνεται θέμα ηθικής, θα έχει και συνέχεια· μαύρη, κατάμαυρη συνέχεια. Το να σκεπάζεσαι δεν έχει τέλος. Το τέλος έρχεται με το σάβανο».
Στο Πέρα, με τους χιλιάδες που ανεβοκατεβαίνουν τον κεντρικό δρόμο, δεν βλέπεις τσαντόρ ούτε μπούρκες. Δεν βλέπεις καν τις παραδοσιακές μαντίλες. Αυτές τις βλέπεις, άφθονες, στην αγορά: είναι τα λαϊκά στρώματα και οι γυναίκες που ήρθαν από τα χωριά στη μεγαλούπολη. Πού και πού, ναι, βλέπεις και κάποιο τσαντόρ, όπως βλέπεις και άντρες με την ιδιαίτερη εκείνη αξυρισιά των φανατικών μουσουλμάνων. Αλλά είναι σταγόνες στον ωκεανό.
Εξακολουθεί να μας είναι μυστήριο ο ισλαμισμός του Ερντογάν. Ο ισλαμικός μπαμπούλας, που θα πλημμύριζε όλη την Τουρκία, αποδείχθηκε αποκύημα της φαντασίας της Δύσης. Ο ισλαμιστής Ερντογάν, με τη σύζυγο που φοράει την παραδοσιακή (μεταξωτή) μαντίλα, αποδείχθηκε πιο οραματιστής, πιο δημοκράτης και πιο ευρωπαϊστής από τους διάφορους κεμαλιστές που κρατούσαν την Τουρκία σε μια κολοβή όσο και άκρως διεφθαρμένη δημοκρατία.
Ρωτάω τον Μουνγκάν. Τον θυμάμαι, πριν από μερικά χρόνια, εξαιρετικά ανήσυχο με την προοπτική της ανόδου του Ερντογάν στην εξουσία. Το ίδιο ανήσυχοι ήταν και οι άλλοι συγγραφείς που είχα γνωρίσει. Έχεις δίκιο που δεν καταλαβαίνεις, μου λέει αυτή τη φορά ο Μουνγκάν, τίποτα δεν είναι άσπρο και μαύρο, η τουρκική πραγματικότητα είναι τόσο σύνθετη, που μπερδεύει ακόμα και τους Τούρκους. Τα πράγματα έχουν σήμερα μια δυναμική που κανείς δεν ξέρει πού θα καταλήξουν. Κι επειδή το κόμμα του Ερντογάν αποτελείται από διάφορες, συχνά αλληλοσυγκρουόμενες μεταξύ τους δυνάμεις, άλλοτε μπορεί να υπερισχύει ο φιλοευρωπαϊσμός, άλλοτε ένας υπέρτατος εθνικισμός, άλλοτε μια φιλολαϊκή πολιτική κι άλλοτε μια λαϊκίστικη πολιτική.
Καταλαβαίνω και από κουβέντες με άλλους ανθρώπους ότι ο Ερντογάν έχει καταφέρει να κερδίσει την ανοχή των διανοουμένων αλλά όχι και την υποστήριξή τους. Όλοι όμως παραδέχονται ότι ο άνθρωπος αυτός έχει δυνατή προσωπικότητα, ότι ως προς τη δυναμική του είναι κάτι σαν νέος Κεμάλ και ότι στα χέρια του η Τουρκία αλλάζει.
***
Μου κάνει εντύπωση η νέα γενιά των Τούρκων. Καλοντυμένοι, καλοζωισμένοι, όμορφοι. Αυτοί έχουν ήδη μπει στην Ευρώπη, δεν τους ξεχωρίζεις από τους Έλληνες ή τους Ισπανούς. Αν η Τουρκία είναι, περισσότερο πλέον από την Ελλάδα, η χώρα με τις δύο ψυχές, την ανατολική και τη δυτική, οι νέοι των καλών συνοικιών της Πόλης βρίσκονται ήδη από την εδώ μεριά. Το ακούς στις μουσικές των ντισκοτέκ τους, το βλέπεις στα εστιατόρια όπου συχνάζουν, το διαβάζεις στα βιβλία που αγοράζουν.
Ο Μάρκαρης, που ως γεννημένος στην Κωνσταντινούπολη ξέρει από αυτά, υποστηρίζει ότι η Πόλη δεν ανήκει στην Τουρκία αλλά στις μειονότητες που την κατοικούν. Ακόμα και τώρα που οι ξένες μειονότητες έχουν σχεδόν εξαφανιστεί, οι Τούρκοι της Πόλης συνεχίζουν να είναι μια μειονότητα σε σχέση με τους υπόλοιπους Τούρκους, συνηθίζει να λέει. Ίσως να έχει δίκιο.
Επισκέπτομαι για πρώτη φορά το ξενοδοχείο Πέρα, που έγινε διάσημο από τις διάφορες προσωπικότητες που κατέλυσαν εδώ, με πρώτη και καλύτερη την Άγκαθα Κρίστι. Το σαλόνι του ξενοδοχείου, και ιδιαίτερα η οροφή του, σου κόβει την ανάσα από την ομορφιά και τη συγκρατημένη πολυτέλειά του. Η Πόλη έχει μια μεγάλη ιστορία, και ξέρει να τη διατηρεί και να την εκμεταλλεύεται. Όχι σαν κάτι άλλες πρωτεύουσες, όνομα και μη χωριό, που παρά την ιστορία τους υποκρίνονται πως σέβονται το παρελθόν τους αλλά ουσιαστικά το μόνο που τις ενδιαφέρει είναι η εθνοκαπηλία...
***
Κάνουμε κάποια γυρίσματα μπροστά στην Αγιά Σοφιά (γίνεται ελληνικό ντοκιμαντέρ χωρίς σκηνές από την εκκλησία του Ιουστινιανού; δεν γίνεται). Κάνει πολύ κρύο, είναι ώρα φαγητού, οι τουρίστες έχουν αραιώσει. Ξαφνικά φτάνει ένα πούλμαν, το οποίο σταματά εκεί μπροστά και βάζει στη διαπασών κάτι ποντιακές μουσικές. Από το πούλμαν κατεβαίνουν καμιά εικοσαριά άνθρωποι, οι οποίοι, τυλιγμένοι στα παλτά και τα μπουφάν τους, αρχίζουν τον χορό. Ένας από την παρέα τραβάει βίντεο.
Ξαφνικά καταλαβαίνουμε το μέγεθος της αντιστασιακής πράξης. Η παρέα αυτή των Ελλήνων ήρθε να χορέψει ποντιακούς χορούς μπροστά στην Αγιά Σοφιά και να απαθανατίσει την πράξη της στο βίντεο. Για να δείξει στους Τούρκους ότι εμείς, ως λαός, δεν είμαστε χαλβάδες.
Περνάει ένα αμάξι της αστυνομίας. Τώρα θα γίνει επεισόδιο, σκεφτόμαστε. Τίποτα. Το αμάξι απομακρύνεται χωρίς να δώσει καμία σημασία στην παρέα των Ελλήνων. Μου φάνηκε σημαδιακό.
του Ανταίου Χρυσοστομίδη
tvxs
sellos- Respected
- Αριθμός μηνυμάτων : 25978
Ηλικία : 15
Τόπος : ΑΘΗΝΑ
Ομάδα :
Registration date : 01/11/2008
Παρόμοια θέματα
» Βερολίνο, Αβάνα, Αθήνα...
» Special Olympics-ΑΘΗΝΑ 2011
» Η Αθήνα γιορτάζει το τέλος της γερμανικής κατοχής
» Το «απαγορευμένο» Χριστός Ανέστη...Και το «ξεχασμένο» τζαμί στην Αθήνα
» Όψεις της πολιτικής συμπεριφοράς των προσφύγων στην μεσοπολεμική Αθήνα
» Special Olympics-ΑΘΗΝΑ 2011
» Η Αθήνα γιορτάζει το τέλος της γερμανικής κατοχής
» Το «απαγορευμένο» Χριστός Ανέστη...Και το «ξεχασμένο» τζαμί στην Αθήνα
» Όψεις της πολιτικής συμπεριφοράς των προσφύγων στην μεσοπολεμική Αθήνα
Δικαιώματα σας στην κατηγορία αυτή
Δεν μπορείτε να απαντήσετε στα Θέματα αυτής της Δ.Συζήτησης