Η προκήρυξη και η ελληνική καθυστέρηση
Σελίδα 1 από 1
29072010
Η προκήρυξη και η ελληνική καθυστέρηση
το κείμενο της προκήρυξης
Ανακοίνωση ν 4 Η Σέχτα Επαναστατών οπλίζεται ξανά Στο σημερινό κόσμο το πιο βίαιο πράγμα είναι να μένεις απαθής. Όλη μας η ζωή κατακλύζεται από τη βία. Και όταν δεν είναι η βία των μπάτσων, των κρατητηρίων, των φυλακών, τότε τα πράγματα είναι ακόμα πιο ύπουλα. Μιλάμε για μια βία χωρίς αίμα. Για την βία της εικόνας, των διαφημίσεων, της καταναλωτικής μαστούρας, των ψυχοαδιέξοδων, της μοναξιάς. Ζούμε σε άθλιες πόλεις, τρώμε πλαστικό φαγητό, ενημερωνόμαστε με κατασκευασμένες ειδήσεις, ψωνίζουμε τυποποιημένα προϊόντα, εργαζόμαστε σε αηδιαστικές δουλειές, θαυμάζουμε κάλπικα πρότυπα, φτιάχνουμε τα μικρά ιδιωτικά κελιά μέσα στα σπίτια μας με την χαρούμενη επίπλωση.
Εμείς κουραστήκαμε από αυτό το κενό ζωής. Είπαμε φτάνει πια... όχι άλλες ξοφλημένες μέρες... όχι άλλες ταπεινώσεις στη δουλειά... όχι άλλες δανεικές προσευχές για καληνύχτα...
Ετσι πριν 1,5 χρόνο φτιάξαμε την Σέχτα Επαναστατών, που έγινε το όχημα διαφυγής μας απ΄ τη γαμημένη ησυχία του κόσμου- φυλακή που ζούσαμε. Δυο- τρία όπλα για αρχή, μερικά βιβλία και κάποιες παραβατικές γνώσεις από προηγούμενες εμπειρίες του παρελθόντος, συνδυάστηκαν με αρκετά «κιλά» αποφασιστικότητας και την σιγουριά της συνείδησης που έλεγε: ή άνθρωπος ή γουρούνι, ή μαχητής ή υπόδουλος, ή επανάσταση ή συμβιβασμός με την παραίτηση.
Και έτσι ξεκινήσαμε.
Όταν ζεις σε έναν ατέρμονο αγώνα, σε κάνει να οξύνεις τις ικανότητες και την σκέψη σου, ενώ ταυτόχρονα σου προσφέρει την ευχαρίστηση ότι έχεις αντιτεθεί στη μοίρα που προορίζανε για σένα.
Όμως θέλαμε κάτι παραπάνω...
Επιζητούσαμε το άλμα για την έφοδο στον ουρανό. Μετά το τρίτο μας χτύπημα, θέσαμε στον εαυτό μας το ζήτημα της αναβάθμισης της δράσης μας, που εμπεριείχε κάποιες απαραίτητες προϋποθέσεις. Έτσι περάσαμε σε μια δημιουργική αφάνεια με σκοπό να αναδυθούμε πιο ικανοί, πιο ουσιαστικοί, πιο επικίνδυνοι. Σε αυτό το διάστημα αρκετοί από εμάς εκπαιδευτήκαμε στα όπλα, μάθαμε νέες τεχνικές, διαβάσαμε, ενημερωθήκαμε για άγνωστες μέχρι τότε καταστάσεις αγώνα, ανταλλάξαμε εμπειρίες και σκεπτικά με άλλους μαχητές και ανεφοδιαστήκαμε στον υλικοτεχνικό τομέα.
Παράλληλα οι υπόλοιποι μαχητές μας δεν έμειναν ανενεργοί. Δημιούργησαν ένα απαραίτητο δίκτυο πληροφοριών, συνέλεξαν στοιχεία, φρόντισαν την συνειδητή αεργία μας και πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους στο σκοπό της Επανάστασης και στην αξιοπρέπεια του εαυτού τους.
Έτσι από εδώ και πέρα θέλουμε να είμαστε τρομακτικά συνεπείς σε ότι λέμε και να μεταφέρουμε ένα μήνυμα σε όλους τους επιφανείς φορείς της κοινωνίας και τους γορίλες τους. «Η Σέχτα Επαναστατών δεν θα αφήσει ούτε ένα χιλιοστό ασφαλούς εδάφους στη ζωή σας. Τα όπλα μας είναι γεμάτα και έτοιμα να “μιλήσουν”... Αν τα επιχειρήματα κάνουν τον ιδρώτα να κυλάει, οι αποδείξεις θα κάνουν να χυθεί αίμα...». Πλέον δε μιλάμε για ένοπλη προπαγάνδα, αλλά την εφαρμόζουμε στην πράξη. Η πρόσφατη επίθεση μας δεν στηρίχτηκε σε προπαγανδιστικούς λόγους, αλλά στην απόφαση να τερματίσουμε την άθλια καριέρα αυτού του τύπου.
Ο ένοπλος αγώνας δεν απολογείται και δεν προφασίζεται την υποκρισία του ανθρωπισμού και το ιδανικό της ανθρώπινης ζωής. Η επανάσταση είναι πόλεμος για την οικοδόμηση ενός αυτόνομου υπαρξιακού κώδικα μακριά απ΄ την υποκρισία του σύγχρονου τρόπου ζωής.
Η ανθρώπινη ζωή είναι μια μεταβλητή, ένα εμπόρευμα στον κόσμο του θεάματος που άλλοτε την κατασπαράσσει εξορίζοντας την στα μπουντρούμια των φυλακών, στα μοναχικά αδιέξοδα, στις ουσίες των εξαρτήσεων και άλλοτε την υπερασπίζεται ως το «ιδανικό» που χάθηκε απ΄ τα όπλα των τρομοκρατών.
Όμως σημασία δεν έχει μόνο αν ζεις, αλλά και το πως ζεις. Η πραγματική αξία βρίσκεται στις επιλογές που κάνει ο καθένας στη ζωή του. Εκεί κρινόμαστε όλοι. Ο Σωκράτης Γκιόλιας έκανε τις επιλογές του και εμείς τις δικές μας. Αυτός επέλεξε να ζήσει σαν τρωκτικό στο βασίλειο της λάσπης του άθλιου κύκλου του και εμείς ως λύκοι έξω από την αγέλη.
Ας δούμε λοιπόν ποιος ήταν πραγματικά ο «ανυποψίαστος» και «αφύλακτος» Σωκράτης Γκιόλιας.
Από νωρίς μπασμένος στα κόλπα της δημοσιογραφικής πανούκλας θήτευσε για αρκετά χρόνια στο μετρ της δήθεν ανεξάρτητης «αποκαλυπτικής» δημοσιογραφίας Μάκη Τριανταφυλλόπουλο ως φίλος, συνεργάτης και αρχισυντάκτης των εκπομπών του. Παράλληλα διετέλεσε «στέλεχος» της νέας σχολής του ελληνικού πρωταθλητισμού. Του πρωταθλητισμού που είχε ειδίκευση στο παράνομο εμπόριο ντοπαϊνης (κολλητός του Χρήστου Τζέκου που ξέρει καλά από «σκόνες»), στα ντοπαρισμένα ρεκόρ (κουμπάρος με τον Κώστα Κεντέρη που του προσέφερε δημοσιογραφική κάλυψη στο γνωστό «ατύχημα» που είχε με το άλλο αθλοπρεζάκι την Κατερίνα Θάνου) και φυσικά στο νταραβέρι αξιωμάτων- αποκατάστασης όλης της γνωστής πρωταθλητικής κλίκας είτε στα σώματα ασφαλείας, είτε στον πολιτικό στίβο (φιλαράκι του αθλητήβουλευτή Κουκοδήμου, της αποτυχημένης υποψήφιας Πατουλίδου και άλλων). Ο καθένας φυσικά μπορεί να φανταστεί και τις κομπίνες όλων αυτών με πολύτιμο συνεργάτη τον Σωκράτη Γκιόλια στην εταιρία με την επωνυμία ΣΕΓΑΣ που όλοι οι παραπάνω αποτελούσαν τις επιφανείς προσωπικότητες του. Ιδιαίτερα στην εποχή που μεσουρανούσε το «εθνικό όραμα» των ολυμπιακών αγώνων του 2004 στήθηκε στο ΣΕΓΑΣ το μεγάλο φαγοπότι τόσο με τις «χρυσές» χορηγίες και τις κρατικές επιχορηγήσεις όσο και των μυστικών οικονομικών συμφωνιών κάτω από το τραπέζι με μεγαλοεργολάβους και κατασκευαστικές εταιρίες.
Όμως ο «ανυποψίαστος» Σωκράτης Γκιόλιας ήταν πολυθεσίτης. Ο ίδιος, ήταν γνωστός θρησκόληπτος στους κύκλους του και υπήρξε μόνιμος επισκέπτης- παράγοντας ακόμα μιας γνωστής εταιρίας. Ήταν έμπιστος συνεργάτης της Αθωνικής πολιτείας, ενώ ταυτόχρονα η ρασοφόρος νυφίτσα Εφραίμ ήταν ο πνευματικός του. Γι΄ αυτό όταν ξέσπασε το γνωστό σκάνδαλο των παπαδερών στο Βατοπέδι ο Γκιόλιας πάντα έμπαινε μπροστά ως ασπίδα προστασίας για να στηρίξει το παραμάγαζο τους.
Ο τύπος ήταν κυριολεκτικά με τον σταυρό στο χέρι.
Από εκεί και πέρα ο βασικός λόγος της επίσκεψής μας στο σπίτι του ήταν η κυρίαρχη θέση που κατείχε στην ηλεκτρονική μορφή της νέας δημοσιογραφίας.
Με την ραγδαία εξάπλωση του internet και την ολοένα αυξανόμενη προτίμηση ιδιαίτερα των νέων για την ενημέρωση τους από αυτό, δεν άργησε και η εκμετάλλευση του από τα γνωστά λαμόγια της δημοσιογραφίας. Πέρα από τα επίσημα ειδησεογραφικά site που συνήθως είναι ηλεκτρονική μορφή ήδη γνωστών εφημερίδων δημιουργήθηκαν και τα πρώτα ενημερωτικά blogs. Η αμεσότητα της ενημέρωσης που προσφέρουν ήταν το βασικό χαρακτηριστικό που τα ανέδειξε σε δημοφιλείς ιστοσελίδες. Αυτή η μεγαλύτερη ελευθερία έκφρασης αξιοποιήθηκε και από άτομα που ζούσαν σε απολυταρχικά καθεστώτα σαν προσπάθεια διάρρηξης της λογοκρισίας που επιβαλλόταν από την κυβέρνηση. Σε αντίθεση με τους παραπάνω ανθρώπους, η ίδια ανωνυμία εκμεταλλεύτηκε από συστημικούς δημοσιογράφους όπως ο Γκιόλιας, ο Παπαγιάννης κ. α σαν μέσο εκβιασμού και συκοφάντησης για την στήριξη συγκεκριμένων επιχειρηματικών συμφερόντων που τους χρηματοδοτούν. Η πράξη μας δεν έχει να κάνει με την εναντίωση μας στην ανωνυμία των blogs καθώς αντιθέτως την προτάσσουμε και την θεωρούμε απαραίτητη σαν ασπίδα προστασίας εχθρών του καθεστώτος και ως υγιή συνθήκη πραγματικά εναλλακτικών αυτοδιαχειριζόμενων μέσων ενημέρωσης. Ο Γκίολιας το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν συγκαταλεγόταν στους εχθρούς του καθεστώτος, αλλά ήταν το αφεντικό που κρυβόταν πίσω από την ανωνυμία του blog troktiko ασκώντας από αυτό την συστημική προπαγάνδα του.
Ο Γκιόλιας πρώην συνεργάτης του «μαχητικού» Μάκη Τριανταφυλλόπουλου αλλά και άξιος συνεργάτης της δημοσιογραφικής σχολής Κωστόπουλου- Αναστασιάδη (απενοχοποίηση του σύγχρονου lifestyle με κίνητρο την οικονομική επιτυχία και τον νεοελληνικό τσαμπουκά) είχε αυτό που χρειαζόταν. Απ΄ τη μία η δημοσιογραφία της «κοινωνικής ευαισθησίας», των «αποκαλύψεων» και των «καταγγελιών» κι από την άλλη ο τσαμπουκάς στο σερβίρισμα, ένα κοκτέιλ θράσους, lifestyle με άποψη, σύγχρονου νεοσυντηρητισμού, ενός κρυμμένου (ή και φανερού) φασισμού, μιας δήθεν σάτιρας, όχι απλά απέναντι στην εξουσία, αλλά κυρίως ενάντια σε αυτούς που δεν έχουν φωνή να απαντήσουν στη λάσπη που εξαπέλυε εναντίον τους.
Οι πιο πρόστυχες προσβολές και τα πιο συκοφαντικά ψέματα για το αντάρτικο πόλης, μπήκαν στην πρώτη γραμμή των δημοσιευμάτων του troktikou. Μέχρι και ο αδελφός του Περικλής, ως διευθυντής της Ρrince Οliver, απάντησε προκλητικά και ειρωνικά παραφράζοντας την συνθηματολογία της εξέγερσης του Δεκέμβρη, σε μια ενέργεια εμπρησμού που είχε ως στόχο την εταιρεία του.
Το ίδιο το αφεντικό του troktikou είχε ορίσει τον εαυτό του δικαστή και απένειμε ποινές σε συλληφθέντες μέσα από το blog του. Μετά το διαζύγιο απ΄ τον μέντορα του Μάκη Τριανταφυλλόπουλο, ο Γκόλιας αυτόνομος πλέον και με την πιο ισχυρή θέση στη δημοσιογραφική blogoσφαιρα γίνεται ειδικός σύμβουλος του Δημήτρη Κοντομηνά, που συγκαταλέγεται στην οικονομική μαφία της ελλάδας, γνωστός και από την εμπλοκή του με το σκάνδαλο της interamerican. Επίσης το τελευταίο διάστημα δούλευε ως γενικός διευθυντής του ραδιοσταθμού Θέμα radio του ξεφτιλισμένου χοντροκοιλαρά Θέμου Αναστασιάδη. Η απαρίθμηση των βρόμικων ιστοριών του δημοσιογραφικού σιναφιού όπως και οι εσωτερικές κόντρες μεγαλοδημοσιογράφων και εκδοτών με χαρακτηριστικό παράδειγμα την τριπλέτα Θέμου- Γκιόλια- Κοντομηνά, με το αδελφάτο Χατζηνικολάου- Τριανταφυλλόπουλου- Κουρή θα μπορούσαν να γεμίσουν πολλές σελίδες.
Ο δημοσιογραφικός κόσμος είναι ένας κουβάς γεμάτος σκατά που με την κίνηση μας απλώς τον ελαφρύναμε.
Φυσικά το αφεντικό του troktikou ως επαγγελματίας ρουφιάνος γνώριζε καλά τις πιθανές συνέπειες και τα «εργατικά ατυχήματα» που θα μπορούσαν να του συμβούν. Ο Σωκράτης Γκιόλιας ήταν τόσο «ανυποψίαστος» που είχε φροντίσει μόνος του να επιβεβαιώσει ότι αποτελεί στόχο. Ιδιαίτερα μετά τη βόμβα στα Πατήσια και το θάνατο του Αφγανού τόσο ο ίδιος, όσο και τα κωλόπαιδα που είχε για συνεργάτες του, χρησιμοποίησαν το καμουφλάζ των δήθεν ανώνυμων σχολίων αναγνωστών στο troktiko ώστε να απειλήσουν ανοικτά οποιονδήποτε εναντιωνόταν στον οχετό ψεύδους που εξαπέλυαν συστηματικά. Συγκεκριμένα κι αφού είχαν προηγηθεί οι αποκλειστικές φωτογραφίες με το σκοτωμένο παιδί, προνόμιο της αγαστής συνεργασίας του Γκιόλια με την αντιτρομοκρατική, «αναγνώστης» του troktikou έγραψε σε σχέση με την οργή που συγκέντρωσε πάνω στο πρόσωπο του ο «ανυποψίαστος»...- δηλαδή τι θα έπρεπε να κάνει ο Γκιόλιας και ο κάθε Γκιόλιας. Να έχει μαζί του όπλο και να ρίξει σε όποιον κινείται ύποπτα για να προστατεύσει τη ζωή του;- Αλλά ας μην γινόμαστε υπερβολικοί. Ο Γκιόλιας δεν χρειαζόταν να πυροβολήσει ο ίδιος για να προστατευτεί. Αυτό θα το αναλάμβαναν οι 2 αστυνομικοί συνοδοί ασφαλείας που του είχαν παραχωρηθεί και τους χρησιμοποιούσε εναλλάξ μέχρι το θάνατο του γουρουνιού στην Κατεχάκη.
Συγκεκριμένα ο «αφύλακτος» Γκιόλιας, ο δημοσιογράφος που κατήγγειλε το σύστημα προστασίας υψηλών προσώπων λέγοντας πως οι αστυνομικοί πρέπει να είναι μάχιμοι στο δρόμο κι όχι να συνοδεύουν ως Φιλιππινέζες, υποψήφιους στόχους, είχε τους δικούς του ένοπλους γορίλες.
Παλιομαλάκες τη αντιτρομοκρατικής αν μπορείτε τώρα διαψεύστε τα παρακάτω στοιχεία...
Το αφεντικό του troktikou τις καθημερινές από Δευτέρα ως Παρασκευή κατά την μετακίνησή του με αυτοκίνητο μάρκας smart με αριθμό κυκλοφορίας ΙΗΡ 5121 (το ο ποίο άλλαξε τις τελευταίες εβδομάδες με άλλο smart με αριθμό ΙΜΡ 3142) συνοδευόταν πάντα από μηχανή ασφαλείας.
Πιο συγκεκριμένα ο Γκιόλιας ξεκινούσε καθημερινά απ΄ το σπίτι του στην οδό Δαιδάλου 21 μεταξύ 12.10-12.25 για να μεταβεί στη ραδιοφωνική εκπομπή του πάντα αργοπορημένος. Ένα 20λεπτο πριν, πλησίαζε στο σπίτι του και στάθμευε στην αθέατη γωνία Νυμφών και Δαιδάλου μηχανή συνοδού ασφαλείας με τον αναβάτη της, που ακολουθούσε το smart σε απόσταση 5-10 μέτρων όταν αυτό ξεκινούσε. Ο Γκιόλιας διέθετε 2 Φιλιππινέζες- γορίλες που άλλαζαν μεταξύ τους συνήθως ανά βδομάδα. Ο πρώτος ήταν νεαρός 25-30 χρονών με fitness στυλάκι, που συνήθως χάζευε παίζοντας με το κινητό του και χρησιμοποιούσε μηχανή μαύρη-ασημί μάρκας ΤDΜ, ενώ ο δεύτερος ήταν πιο έμπειρος, 40άρης γκριζομάλλης, είχε αγαπημένη συνήθεια να διαβάζει εφημερίδα πάνω στη μηχανή, να περπατάει σαν να έχει καρπούζια στις μασχάλες, ενώ χρησιμοποιούσε κι αυτός μηχανή on-off transalp με αριθμό κυκλοφορίας ΧΧΚ 389. Τονίζουμε πως ο Γκιόλιας για να μην στιγματιστεί στη γειτονιά ότι έχει συνοδούς, τους υποχρέωνε να σταθμεύσουν στη γωνία με την Νυμφών που δεν γίνονταν αντιληπτοί, ώστε να μην φανεί κι ο ίδιος ασυνεπείς με τα όσα έγραφε.
Τα πράγματα άλλαξαν όταν ψόφησε ο βλάκας στην Κατεχάκη. Προφανώς οι νέες οδηγίες καθώς και η εξουσιοδότηση στους συνοδούς ασφαλείας να ρυθμίζουν το πόστο τους και τη διαδρομή του υποψήφιου στόχου, έδωσε τη δυνατότητα στους γορίλες, να αλλάξουν θέση. Έτσι τον τελευταίο καιρό η πρώτη συνοδευτική μηχανή στάθμευε ακριβώς απέναντι απ΄ την πολυκατοικία του troktikou, τσέκαρε όσους περνούσαν, ενώ λίγα λεπτά πριν ξεκινήσει ο Γκιόλιας ερχόταν κι η δεύτερη μηχανή. Ο Γκιόλιας αφού πλεον καταδεχόταν να τους καλημερίσει ξεκινούσαν όλοι μαζί σαν μια ωραία «συντροφιά». Συνήθως μπροστά το ΤDΜ για να τσεκάρει τη διαδρομή με απόσταση 5-10 μέτρων, στη μέση ο Γκιόλιας με το smart και πίσω ο 40άρης με την transalp.
Η αρχική μας σκέψη ήταν να τους χτυπήσουμε μαζί. Χρησιμοποιώντας βαρύ όχημα θα εμβολίζαμε την πρώτη μηχανή πατώντας τον γορίλα και με διαφορετική δύναμη πυρός θα «ράβαμε» τους άλλους δύο. Περισσότεροι στόχοι, περισσότερη αποτελεσματικότητα. Γνωρίζαμε επακριβώς τη διαδρομή τους και η Εθνάρχου Μακαρίου που ακολουθούσαν μετά τη Δαιδάλου με τα διαχωριστικά παρτέρια βόλευε μια χαρά για το «τρακάρισμα» και τον εγκλωβισμό τους. Γρήγορα όμως απορρίψαμε αυτό το σενάριο, γιατί ο συγκεκριμένος δρόμος που ήταν ιδανικός για τέτοιο καρτέρι, έχει μέτρια προς πυκνή ροή αυτοκινήτων, περαστικών και δυο ρεύματα κυκλοφορίας με συνέπεια να υπήρχε κίνδυνος για άλλους ανθρώπους, γεγονός που δεν επιδιώκουμε ποτέ. Γιατί είναι άλλο πράγμα η οξεία κριτική που ασκούμε στην κοινωνική παρακμή κι άλλο η διαδικασία της στοχοποίησης. Οι στόχοι μας είναι πάντα σαφείς και τα όπλα μας σημαδεύουν συγκεκριμένα κεφάλια, για αυτό δεν θα ρισκάραμε να υπάρξει λάθος άνθρωπος χτυπημένος. Έτσι προτιμήσαμε να πάμε εμείς σπίτι του παρά να συμβεί οτιδήποτε σε μια συμπλοκή στο δρόμο και να χτυπηθεί κάποιος άσχετος. Το τι ακριβώς ειπώθηκε στο θυροτηλέφωνο ώστε να εξασφαλίσουμε όχι μόνο ότι θα κατέβει, αλλά θα ΄ρθει μόνος του χωρίς να συνοδεύεται από τη σύζυγό του, είναι κάτι που δεν χρειάζεται να δημοσιοποιηθεί για αρκετούς λόγους. Εδώ όμως να προσθέσουμε πως η γνωστή τηλεπερσόνα Γιάννης Μαρακάκης, δικηγόρος του deal και του Γκιόλια, που βγαίνει στα τηλεπαράθυρα για να κλείσει καμιά δουλειά, να μην μας τα πρήζει με τις παπαριές του περί βιτρίνας της Σέχτας σε πληρωμένο συμβόλαιο θανάτου, γιατί θα του χαρακώσουμε το πρόσωπο, μιας και οι σφαίρες μας είναι πιο πολύτιμες από τέτοιους ηλίθιους. Επιστρέφοντας να επισημάνουμε πως απορρίψαμε επίσης το ενδεχόμενο να διαρρήξουμε την πολυκατοικία και να εκτελέσουμε τον Γκιόλια μέσα στο διαμέρισμά του. Ήταν βασικό μας μέλημα να μην πάθει το παραμικρό η σύζυγός του και φυσικά το μικρό παιδί.
Ο καθένας μας έχει το τέλος που του αναλογεί και τα παραπάνω άτομα δεν μας φταίνε σε τίποτα. Άλλωστε η πρακτική των πολιτικών εκτελέσεων είναι ξεκάθαρη και συγκεκριμένη. Ποτέ δεν πρόκειται να εμπλακούν και να κινδυνέψουν από επίθεση μας άτομα του οικογενειακού και συγγενικού περιβάλλοντος ενός στόχου που δεν έχουν συμμετοχή στις επιλογές και τα βρώμικα συμφέροντά του, ακόμα και αν αυτό μας υποχρεώσει να ακυρώσουμε τον σχεδιασμό μας. Ένας αντάρτης πόλης δεν είναι ένας ψυχρός εκτελεστής. Όταν επιλέξει να πυροβολήσει, δεν χτυπάει το πρόσωπο αυτό καθαυτό, αλλά τις επιλογές του συγκεκριμένου ανθρώπου, το αξίωμα που κατέχει, τις αποφάσεις που έχει πάρει, τα συμφέροντα που εξυπηρετεί. Δεν τίθεται ζήτημα απλά επί του προσωπικού. Ο ένοπλος μαχητής χτυπάει τους φορείς του συστήματος που πλέον δεν έχουν το δικό τους ξεχωριστό πρόσωπο, αλλά μια συγκεκριμένη θέση που υπερασπίζονται. Ο ένοπλος μαχητής δεν πυροβολεί ανθρώπους, πυροβολεί ενάντια στο ίδιο το σύστημα.
Ο Γκιόλιας ήταν ένα απ΄ τα πολλά ονόματα μεγαλοδημοσιογράφων που έχουμε συλλέξει πληροφορίες για τα σπίτια τους, τα οχήματα τους, τη φύλαξη τους, τα αγαπημένα τους στέκια- ρεστοράν μέχρι και το που παίζουν τένις (το ΄πιασες το υπονοούμενο Χατζη-μαλάκα του alter;).
Όλοι αυτοί οι δικαστές που έχουν μικρόφωνα και μπροστά στις τηλεοπτικές κάμερες αγορεύουν, δικάζουν και καταδικάζουν, θα μάθουν τι σημαίνει ο φόβος να περνάει στο δικό τους στρατόπεδο. Για αυτό παράλληλα συμβουλεύουμε κι όλους τους αυτόπτες μάρτυρες, η απάντηση τους σε κάθε ερώτηση να είναι μόνο μία «Δεν ξέρω, δεν είδα, δεν άκουσα...» οτιδήποτε άλλο θα εκληφθεί ως συνεργασία με την αστυνομία και αυτό δεν είναι αποδεκτό.
Τέλος θέλουμε να υπενθυμίσουμε πως στην τρίτη μας ανακοίνωση είχαμε γράψει «Ο υπέρτατος σχεδιασμός και το καθήκον ενός αντάρτη πόλης είναι να αποδιοργανώσει το εσωτερικό της χώρας του, να πλήξει την εθνική οικονομία, να κιβδηλώσει την δημόσια εξωτερική εικόνα...».
Ηελλάδα εδώ και μήνες βρίσκεται στο μάτι του κυκλώνα με την προσφυγή στο ΔΝΤ και το οικονομικό της έλλειμμα. Μια απ΄ τις πιο προσοδοφόρες πηγές εισροής χρήματος είναι ο τουρισμός της καλοκαιρινής περιόδου. Η εκτέλεση του συγκεκριμένου δημοσιογράφου σε συνδυασμό με τις αντάρτικες ενέργειες του τελευταίου χρόνου πιστεύουμε ότι διαμορφώνει μια αρνητική εικόνα στο εξωτερικό για την ασφάλεια της ελληνικής επικράτειας και χτυπάει την εθνική βιομηχανία του τουρισμού. Οι τουρίστες πρέπει να μάθουν ότι η ελλάδα δεν αποτελεί πλέον ασφαλές μετόπισθεν του καπιταλισμού. Επιδιώκουμε να μετατραπεί σε εμπόλεμη ζώνη επαναστατικών διαδικασιών με εμπρησμούς, σαμποτάζ, μαχητικές πορείες, βομβιστικές επιθέσεις, ένοπλες εκτελέσεις και όχι σε τόπο προορισμού διακοπών και αναψυχής. Έχουμε πόλεμο με τη δημοκρατία σας. Όσον αφορά την οικονομική κρίση και το μοιρολόι της κοινωνίας για το δυσοίωνο μέλλον της, δεν δίνουμε δεκάρα τσακιστή. Ένας κόσμος που διαμαρτύρεται για τα νέα δυσβάσταχτα οικονομικά μέτρα, δίχως πρώτα να έχει εξεγερθεί ενάντια στην νοηματική φτήνια της ίδιας της ζωής μέσα στο σύστημα, μας είναι αδιάφορος και άξιος της μοίρας του.
Δεν έχουμε δανειστεί τίποτα απ΄ τον κόσμο σας για να νιώσουμε ότι το χάνουμε ή το χρωστάμε.
Αν αυτό που διακυβεύεται στην συνείδηση των ανθρώπων τώρα είναι η απώλεια ενός σταθερού μισθού και μιας σίγουρης σύνταξης δείχνει ότι αυτός ο κόσμος έχει ήδη πεθάνει. Γιατί πρώτα έχασε τις επιθυμίες του, την αξιοπρέπεια του, τον εγωισμό του, τα όνειρα του, τη συνείδηση του, τα συναισθήματα του και τότε δεν νοιάστηκε πραγματικά κανείς. Όταν όμως απειλούνται οι δανεικές του προσευχές για την μίζερη ψευδαίσθηση της ιδιοκτησίας του και ξεσηκώνεται, τότε οι μέρες του είναι μετρημένες. Γιατί ζυγιάστηκαν και βρέθηκαν λειψές και ανάπηρες νοήματος.
Εμείς ως Σέχτα Επαναστατών πιστεύουμε πως μόνο μέσα από την ολοκληρωτική καταστροφή του κράτους και των σημερινών δομών θα μπορέσει να ανατείλει μια νέα προοπτική ζωής. Μια ζωή νέων ανθρώπινων σχέσεων, χωρίς εξουσία, χωρίς σύνορα, χωρίς θρησκεία, χωρίς διαχωρισμούς. Μια ζωή που δεν θα κυβερνά το χρήμα ούτε θα βασιλεύει η ιδιοκτησία. Μια ζωή μακριά από ψεύτικα είδωλα, καταναγκασμούς και συμβάσεις.
Προωθούμε ένα νέο πολιτισμό που οι αξίες του βρίσκονται στην ισοτιμία, στην αξιοπρέπεια, στην τιμή, στον αλληλοσεβασμό, στην αλληλεγγύη, στην απελευθέρωση. Ο άνθρωπος μπορεί και πρέπει να δημιουργήσει έναν νέο τρόπο ζωής και έκφρασης. Να εναρμονιστεί με το φυσικό περιβάλλον, να πλημμυρίσει από συναισθήματα, να αφεθεί στις απολαύσεις, να γίνει δημιουργός του κόσμου του... Η ανθρώπινη επικοινωνία πρέπει να απελευθερωθεί απ΄ τις τηλεφωνικές γραμμές και τις επίπεδες οθόνες, οι ανθρώπινες χειρονομίες να αποκτήσουν ξανά τη ζεστασιά τους και να απαλλαχθούν απ΄ τις τυπικότητες και την επαναληψιμότητα, η ζωή να αποκτήσει μια περιπετειώδη περιπλάνηση και να απαγκιστρωθεί απ΄ την γραφειοκρατική της εκδοχή. Βέβαια όλα αυτά ακούγονται ουτοπικά, αν επενδύεις όλη σου τη δράση σε ένα μελλοντικό όραμα και αγνοείς το σήμερα.
Την απάντηση τη δίνει ο ίδιος ο καθρέφτης...
Μη ρωτάς λοιπόν πως θα αλλάξουν τα πράγματα. Γίνε εσύ ο ίδιος η απάντηση στο ερώτημα. Εμείς προτείνουμε τον ολοκληρωτικό εκμηδενισμό και την ισοπέδωση των εξουσιαστικών σχέσεων και του κυρίαρχου πολιτισμού. Μόνο μέσα από τα χαλάσματα και τα ερείπια των σύγχρονων αστικών κέντρων μπορεί να ανθίσει ένας νέος τρόπος ζωής. Οι επαναστατικές οργανώσεις είναι οι μικρές προεικονίσεις ενός τέτοιου μέλλοντος. Όμως όπως είχαμε αναφέρει σε προηγούμενο κείμενο μας ακόμα κι αν δεν έρθει αυτό το μέλλον, εμείς θα το έχουμε γευτεί, ζώντας με τον δικό μας ανορθόδοξο τρόπο στο σήμερα. Και αυτή η περιπέτεια, το ταξίδι προς την απελευθέρωση αξίζει την κάθε του στιγμή...
Γι΄ αυτό η πρότασή μας στο τώρα είναι σαφής. Όσοι άνθρωποι θέλουν να αρνηθούν έμπρακτα την τυραννία του συστήματος, ας περάσουν απ΄ τα λόγια στην πράξη. Σύντροφοι οργανωθείτε, φτιάξτε ομάδες, συλλογικοποιείστε τις επιθυμίες σας, οπλιστείτε, διαβάστε, επικοινωνήστε, αρνηθείτε τους ρόλους και τις ηγεμονίες, καταργείστε τη δουλειά και περάστε στη στρατηγική του ένοπλου αγώνα.
Οι σημερινοί αντάρτες πόλης οφείλουν να ξεπεράσουν την κοινωνιστική κληρονομιά του προλεταριάτου και να ανακηρύξουν ως επαναστατικό υποκείμενο τους ίδιους τους τους εαυτούς τους, τους συντρόφους τους και όλους όσους αμφισβητούν έμπρακτα το πραξικόπημα της εξουσίας στις ζωές μας, δίνοντας ουσιαστικό προβάδισμα στη ζωή κι όχι στις οικονομικές αναλύσεις. Στις διαδικασίες που προωθούν την ένοπλη πάλη κερδίζουμε στιγμές απελευθερωμένου χρόνου, καθώς μόνο αυτές επιτρέπουν τη ανάκτηση της χαμένης αξιοπρέπειας και ανοίγουν τον δρόμο για μια εσωτερική ελευθερία. Έτσι ο καθένας μπορεί να αναδιατυπώσει την ατομική του ταυτότητα μέσα στην κοινωνική ζωή και να γίνει ένοπλος μαχητής της επανάστασης.
«Ως εδώ.- Ο χειμώνας μας γεμίζει θλίψη, η άνοιξη μας μολύνει και το καλοκαίρι νιώθουμε ασφυξία. Εδώ και καιρό μας πνίγει τα ρουθούνια η μπόχα από τα γραφεία, τους αντιδραστήρες, τα εργοστάσια και τους αυτοκινητόδρομους. Τα φίμωτρα μας δεν έχουν πια ωραία γεύση, είναι σαν λουκάνικο περιτυλιγμένο με πλαστικό καλώδιο. Η μπύρα που πίνουμε είναι μπαγιάτικη, ίδια με την μικροαστική ηθική. Δεν θέλουμε πια να κάνουμε σε όλη μας τη ζωή την ίδια δουλειά να έχουμε το ίδιο πρόσωπο. Αρκετές διαταγές μας έχουν δώσει, αρκετά έχουν ελέγξει τη σκέψη, τις ιδέες, το σπίτι και τα διαβατήριά μας, αρκετά μας έχουν σπάσει τα μούτρα. Δεν θα τους αφήσουμε άλλο να μας καλουπώνουν, να μας καταστείλουν, να μας ισοπεδώνουν.-ΤΟΥΣ ΣΠΑΜΕ ΟΛΟΥΣ ΣΤΟ ΞΥΛΟ-...
ως την παραλία του tun nichts (δεν κάνω τίποτα...)
(κάλεσμα Γερμανών αυτόνομων)
Υ.Γ.1. Επειδή γνωρίζουμε πως ένα θυμωμένο γουρούνι βρωμάει περισσότερο από το συνηθισμένο, να πούμε δυο λογάκια στους μαλάκες της ομάδας ΔΙΑΣ. «Τσογλανάκια επειδή το παίζετε ψευτόμαγκες, κάποια στιγμή σε κάποιον τυχαίο από εσάς θα του ανοίξουμε νέες κουμπότρυπες στη στολή του. Και να έχετε το νου σας, γιατί έχουμε ένα μικρό «πρόβλημα»... είμαστε τρομακτικά συνεπείς σε αυτά που λέμε...». Άλλωστε ενδεικτικό των προθέσεων μας, είναι το σημείο που επιλέξαμε να αφήσουμε την ανακοίνωσή μας, σε απόσταση 30 μέτρων ευθείας βολής από το φυλάκιο και την πρόσοψη του Α.Τ. Νίκαιας.
Υ.Γ. 2 Προς όλους τους υπεύθυνους φυλακών, διευθυντές, εισαγγελείς, σωφρονιστικούς υπαλλήλους και κοινωνικούς λειτουργούς, σας προειδοποιούμε πως αν δεν αλλάξετε άμεσα τη στάση σας και δεν σταματήσετε να ταλαιπωρείτε βασανισμένους φυλακισμένους ανθρώπους, θα μπείτε σε λίστα προτεραιότητας ώστε να παραδειγματιστούν οι υπόλοιποι. Ιδιαίτερα για κάποιους από εσάς γνωρίζουμε μέχρι και το τι ώρα παίρνετε τα χάπια σας. Κόψτε τους τσαμπουκάδες που κάνετε με την απαγόρευση αδειών και τα κομμένα επισκεπτήρια, να σέβεστε τους φυλακισμένους και να μην παραβιάζετε τα δικαιώματα τους γιατί σε διαφορετική περίπτωση και σε ανυποψίαστο χρόνο θα δεχτείτε επίσκεψη των μαχητών της Σέχτας Επαναστατών με οριστική μεταγωγή στον άλλο κόσμο.
Μαχητές της επανάστασης ο εχθρός έχει όνομα, ψάξτε διευθύνσεις...
ΕΝΟΠΛΟΣ ΑΓΩΝΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΑΥΤΟΝΟΜΙΑ ΣΕΧΤΑ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΩΝ
πηγή: "TA NEA"
Ανακοίνωση ν 4 Η Σέχτα Επαναστατών οπλίζεται ξανά Στο σημερινό κόσμο το πιο βίαιο πράγμα είναι να μένεις απαθής. Όλη μας η ζωή κατακλύζεται από τη βία. Και όταν δεν είναι η βία των μπάτσων, των κρατητηρίων, των φυλακών, τότε τα πράγματα είναι ακόμα πιο ύπουλα. Μιλάμε για μια βία χωρίς αίμα. Για την βία της εικόνας, των διαφημίσεων, της καταναλωτικής μαστούρας, των ψυχοαδιέξοδων, της μοναξιάς. Ζούμε σε άθλιες πόλεις, τρώμε πλαστικό φαγητό, ενημερωνόμαστε με κατασκευασμένες ειδήσεις, ψωνίζουμε τυποποιημένα προϊόντα, εργαζόμαστε σε αηδιαστικές δουλειές, θαυμάζουμε κάλπικα πρότυπα, φτιάχνουμε τα μικρά ιδιωτικά κελιά μέσα στα σπίτια μας με την χαρούμενη επίπλωση.
Εμείς κουραστήκαμε από αυτό το κενό ζωής. Είπαμε φτάνει πια... όχι άλλες ξοφλημένες μέρες... όχι άλλες ταπεινώσεις στη δουλειά... όχι άλλες δανεικές προσευχές για καληνύχτα...
Ετσι πριν 1,5 χρόνο φτιάξαμε την Σέχτα Επαναστατών, που έγινε το όχημα διαφυγής μας απ΄ τη γαμημένη ησυχία του κόσμου- φυλακή που ζούσαμε. Δυο- τρία όπλα για αρχή, μερικά βιβλία και κάποιες παραβατικές γνώσεις από προηγούμενες εμπειρίες του παρελθόντος, συνδυάστηκαν με αρκετά «κιλά» αποφασιστικότητας και την σιγουριά της συνείδησης που έλεγε: ή άνθρωπος ή γουρούνι, ή μαχητής ή υπόδουλος, ή επανάσταση ή συμβιβασμός με την παραίτηση.
Και έτσι ξεκινήσαμε.
Όταν ζεις σε έναν ατέρμονο αγώνα, σε κάνει να οξύνεις τις ικανότητες και την σκέψη σου, ενώ ταυτόχρονα σου προσφέρει την ευχαρίστηση ότι έχεις αντιτεθεί στη μοίρα που προορίζανε για σένα.
Όμως θέλαμε κάτι παραπάνω...
Επιζητούσαμε το άλμα για την έφοδο στον ουρανό. Μετά το τρίτο μας χτύπημα, θέσαμε στον εαυτό μας το ζήτημα της αναβάθμισης της δράσης μας, που εμπεριείχε κάποιες απαραίτητες προϋποθέσεις. Έτσι περάσαμε σε μια δημιουργική αφάνεια με σκοπό να αναδυθούμε πιο ικανοί, πιο ουσιαστικοί, πιο επικίνδυνοι. Σε αυτό το διάστημα αρκετοί από εμάς εκπαιδευτήκαμε στα όπλα, μάθαμε νέες τεχνικές, διαβάσαμε, ενημερωθήκαμε για άγνωστες μέχρι τότε καταστάσεις αγώνα, ανταλλάξαμε εμπειρίες και σκεπτικά με άλλους μαχητές και ανεφοδιαστήκαμε στον υλικοτεχνικό τομέα.
Παράλληλα οι υπόλοιποι μαχητές μας δεν έμειναν ανενεργοί. Δημιούργησαν ένα απαραίτητο δίκτυο πληροφοριών, συνέλεξαν στοιχεία, φρόντισαν την συνειδητή αεργία μας και πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους στο σκοπό της Επανάστασης και στην αξιοπρέπεια του εαυτού τους.
Έτσι από εδώ και πέρα θέλουμε να είμαστε τρομακτικά συνεπείς σε ότι λέμε και να μεταφέρουμε ένα μήνυμα σε όλους τους επιφανείς φορείς της κοινωνίας και τους γορίλες τους. «Η Σέχτα Επαναστατών δεν θα αφήσει ούτε ένα χιλιοστό ασφαλούς εδάφους στη ζωή σας. Τα όπλα μας είναι γεμάτα και έτοιμα να “μιλήσουν”... Αν τα επιχειρήματα κάνουν τον ιδρώτα να κυλάει, οι αποδείξεις θα κάνουν να χυθεί αίμα...». Πλέον δε μιλάμε για ένοπλη προπαγάνδα, αλλά την εφαρμόζουμε στην πράξη. Η πρόσφατη επίθεση μας δεν στηρίχτηκε σε προπαγανδιστικούς λόγους, αλλά στην απόφαση να τερματίσουμε την άθλια καριέρα αυτού του τύπου.
Ο ένοπλος αγώνας δεν απολογείται και δεν προφασίζεται την υποκρισία του ανθρωπισμού και το ιδανικό της ανθρώπινης ζωής. Η επανάσταση είναι πόλεμος για την οικοδόμηση ενός αυτόνομου υπαρξιακού κώδικα μακριά απ΄ την υποκρισία του σύγχρονου τρόπου ζωής.
Η ανθρώπινη ζωή είναι μια μεταβλητή, ένα εμπόρευμα στον κόσμο του θεάματος που άλλοτε την κατασπαράσσει εξορίζοντας την στα μπουντρούμια των φυλακών, στα μοναχικά αδιέξοδα, στις ουσίες των εξαρτήσεων και άλλοτε την υπερασπίζεται ως το «ιδανικό» που χάθηκε απ΄ τα όπλα των τρομοκρατών.
Όμως σημασία δεν έχει μόνο αν ζεις, αλλά και το πως ζεις. Η πραγματική αξία βρίσκεται στις επιλογές που κάνει ο καθένας στη ζωή του. Εκεί κρινόμαστε όλοι. Ο Σωκράτης Γκιόλιας έκανε τις επιλογές του και εμείς τις δικές μας. Αυτός επέλεξε να ζήσει σαν τρωκτικό στο βασίλειο της λάσπης του άθλιου κύκλου του και εμείς ως λύκοι έξω από την αγέλη.
Ας δούμε λοιπόν ποιος ήταν πραγματικά ο «ανυποψίαστος» και «αφύλακτος» Σωκράτης Γκιόλιας.
Από νωρίς μπασμένος στα κόλπα της δημοσιογραφικής πανούκλας θήτευσε για αρκετά χρόνια στο μετρ της δήθεν ανεξάρτητης «αποκαλυπτικής» δημοσιογραφίας Μάκη Τριανταφυλλόπουλο ως φίλος, συνεργάτης και αρχισυντάκτης των εκπομπών του. Παράλληλα διετέλεσε «στέλεχος» της νέας σχολής του ελληνικού πρωταθλητισμού. Του πρωταθλητισμού που είχε ειδίκευση στο παράνομο εμπόριο ντοπαϊνης (κολλητός του Χρήστου Τζέκου που ξέρει καλά από «σκόνες»), στα ντοπαρισμένα ρεκόρ (κουμπάρος με τον Κώστα Κεντέρη που του προσέφερε δημοσιογραφική κάλυψη στο γνωστό «ατύχημα» που είχε με το άλλο αθλοπρεζάκι την Κατερίνα Θάνου) και φυσικά στο νταραβέρι αξιωμάτων- αποκατάστασης όλης της γνωστής πρωταθλητικής κλίκας είτε στα σώματα ασφαλείας, είτε στον πολιτικό στίβο (φιλαράκι του αθλητήβουλευτή Κουκοδήμου, της αποτυχημένης υποψήφιας Πατουλίδου και άλλων). Ο καθένας φυσικά μπορεί να φανταστεί και τις κομπίνες όλων αυτών με πολύτιμο συνεργάτη τον Σωκράτη Γκιόλια στην εταιρία με την επωνυμία ΣΕΓΑΣ που όλοι οι παραπάνω αποτελούσαν τις επιφανείς προσωπικότητες του. Ιδιαίτερα στην εποχή που μεσουρανούσε το «εθνικό όραμα» των ολυμπιακών αγώνων του 2004 στήθηκε στο ΣΕΓΑΣ το μεγάλο φαγοπότι τόσο με τις «χρυσές» χορηγίες και τις κρατικές επιχορηγήσεις όσο και των μυστικών οικονομικών συμφωνιών κάτω από το τραπέζι με μεγαλοεργολάβους και κατασκευαστικές εταιρίες.
Όμως ο «ανυποψίαστος» Σωκράτης Γκιόλιας ήταν πολυθεσίτης. Ο ίδιος, ήταν γνωστός θρησκόληπτος στους κύκλους του και υπήρξε μόνιμος επισκέπτης- παράγοντας ακόμα μιας γνωστής εταιρίας. Ήταν έμπιστος συνεργάτης της Αθωνικής πολιτείας, ενώ ταυτόχρονα η ρασοφόρος νυφίτσα Εφραίμ ήταν ο πνευματικός του. Γι΄ αυτό όταν ξέσπασε το γνωστό σκάνδαλο των παπαδερών στο Βατοπέδι ο Γκιόλιας πάντα έμπαινε μπροστά ως ασπίδα προστασίας για να στηρίξει το παραμάγαζο τους.
Ο τύπος ήταν κυριολεκτικά με τον σταυρό στο χέρι.
Από εκεί και πέρα ο βασικός λόγος της επίσκεψής μας στο σπίτι του ήταν η κυρίαρχη θέση που κατείχε στην ηλεκτρονική μορφή της νέας δημοσιογραφίας.
Με την ραγδαία εξάπλωση του internet και την ολοένα αυξανόμενη προτίμηση ιδιαίτερα των νέων για την ενημέρωση τους από αυτό, δεν άργησε και η εκμετάλλευση του από τα γνωστά λαμόγια της δημοσιογραφίας. Πέρα από τα επίσημα ειδησεογραφικά site που συνήθως είναι ηλεκτρονική μορφή ήδη γνωστών εφημερίδων δημιουργήθηκαν και τα πρώτα ενημερωτικά blogs. Η αμεσότητα της ενημέρωσης που προσφέρουν ήταν το βασικό χαρακτηριστικό που τα ανέδειξε σε δημοφιλείς ιστοσελίδες. Αυτή η μεγαλύτερη ελευθερία έκφρασης αξιοποιήθηκε και από άτομα που ζούσαν σε απολυταρχικά καθεστώτα σαν προσπάθεια διάρρηξης της λογοκρισίας που επιβαλλόταν από την κυβέρνηση. Σε αντίθεση με τους παραπάνω ανθρώπους, η ίδια ανωνυμία εκμεταλλεύτηκε από συστημικούς δημοσιογράφους όπως ο Γκιόλιας, ο Παπαγιάννης κ. α σαν μέσο εκβιασμού και συκοφάντησης για την στήριξη συγκεκριμένων επιχειρηματικών συμφερόντων που τους χρηματοδοτούν. Η πράξη μας δεν έχει να κάνει με την εναντίωση μας στην ανωνυμία των blogs καθώς αντιθέτως την προτάσσουμε και την θεωρούμε απαραίτητη σαν ασπίδα προστασίας εχθρών του καθεστώτος και ως υγιή συνθήκη πραγματικά εναλλακτικών αυτοδιαχειριζόμενων μέσων ενημέρωσης. Ο Γκίολιας το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν συγκαταλεγόταν στους εχθρούς του καθεστώτος, αλλά ήταν το αφεντικό που κρυβόταν πίσω από την ανωνυμία του blog troktiko ασκώντας από αυτό την συστημική προπαγάνδα του.
Ο Γκιόλιας πρώην συνεργάτης του «μαχητικού» Μάκη Τριανταφυλλόπουλου αλλά και άξιος συνεργάτης της δημοσιογραφικής σχολής Κωστόπουλου- Αναστασιάδη (απενοχοποίηση του σύγχρονου lifestyle με κίνητρο την οικονομική επιτυχία και τον νεοελληνικό τσαμπουκά) είχε αυτό που χρειαζόταν. Απ΄ τη μία η δημοσιογραφία της «κοινωνικής ευαισθησίας», των «αποκαλύψεων» και των «καταγγελιών» κι από την άλλη ο τσαμπουκάς στο σερβίρισμα, ένα κοκτέιλ θράσους, lifestyle με άποψη, σύγχρονου νεοσυντηρητισμού, ενός κρυμμένου (ή και φανερού) φασισμού, μιας δήθεν σάτιρας, όχι απλά απέναντι στην εξουσία, αλλά κυρίως ενάντια σε αυτούς που δεν έχουν φωνή να απαντήσουν στη λάσπη που εξαπέλυε εναντίον τους.
Οι πιο πρόστυχες προσβολές και τα πιο συκοφαντικά ψέματα για το αντάρτικο πόλης, μπήκαν στην πρώτη γραμμή των δημοσιευμάτων του troktikou. Μέχρι και ο αδελφός του Περικλής, ως διευθυντής της Ρrince Οliver, απάντησε προκλητικά και ειρωνικά παραφράζοντας την συνθηματολογία της εξέγερσης του Δεκέμβρη, σε μια ενέργεια εμπρησμού που είχε ως στόχο την εταιρεία του.
Το ίδιο το αφεντικό του troktikou είχε ορίσει τον εαυτό του δικαστή και απένειμε ποινές σε συλληφθέντες μέσα από το blog του. Μετά το διαζύγιο απ΄ τον μέντορα του Μάκη Τριανταφυλλόπουλο, ο Γκόλιας αυτόνομος πλέον και με την πιο ισχυρή θέση στη δημοσιογραφική blogoσφαιρα γίνεται ειδικός σύμβουλος του Δημήτρη Κοντομηνά, που συγκαταλέγεται στην οικονομική μαφία της ελλάδας, γνωστός και από την εμπλοκή του με το σκάνδαλο της interamerican. Επίσης το τελευταίο διάστημα δούλευε ως γενικός διευθυντής του ραδιοσταθμού Θέμα radio του ξεφτιλισμένου χοντροκοιλαρά Θέμου Αναστασιάδη. Η απαρίθμηση των βρόμικων ιστοριών του δημοσιογραφικού σιναφιού όπως και οι εσωτερικές κόντρες μεγαλοδημοσιογράφων και εκδοτών με χαρακτηριστικό παράδειγμα την τριπλέτα Θέμου- Γκιόλια- Κοντομηνά, με το αδελφάτο Χατζηνικολάου- Τριανταφυλλόπουλου- Κουρή θα μπορούσαν να γεμίσουν πολλές σελίδες.
Ο δημοσιογραφικός κόσμος είναι ένας κουβάς γεμάτος σκατά που με την κίνηση μας απλώς τον ελαφρύναμε.
Φυσικά το αφεντικό του troktikou ως επαγγελματίας ρουφιάνος γνώριζε καλά τις πιθανές συνέπειες και τα «εργατικά ατυχήματα» που θα μπορούσαν να του συμβούν. Ο Σωκράτης Γκιόλιας ήταν τόσο «ανυποψίαστος» που είχε φροντίσει μόνος του να επιβεβαιώσει ότι αποτελεί στόχο. Ιδιαίτερα μετά τη βόμβα στα Πατήσια και το θάνατο του Αφγανού τόσο ο ίδιος, όσο και τα κωλόπαιδα που είχε για συνεργάτες του, χρησιμοποίησαν το καμουφλάζ των δήθεν ανώνυμων σχολίων αναγνωστών στο troktiko ώστε να απειλήσουν ανοικτά οποιονδήποτε εναντιωνόταν στον οχετό ψεύδους που εξαπέλυαν συστηματικά. Συγκεκριμένα κι αφού είχαν προηγηθεί οι αποκλειστικές φωτογραφίες με το σκοτωμένο παιδί, προνόμιο της αγαστής συνεργασίας του Γκιόλια με την αντιτρομοκρατική, «αναγνώστης» του troktikou έγραψε σε σχέση με την οργή που συγκέντρωσε πάνω στο πρόσωπο του ο «ανυποψίαστος»...- δηλαδή τι θα έπρεπε να κάνει ο Γκιόλιας και ο κάθε Γκιόλιας. Να έχει μαζί του όπλο και να ρίξει σε όποιον κινείται ύποπτα για να προστατεύσει τη ζωή του;- Αλλά ας μην γινόμαστε υπερβολικοί. Ο Γκιόλιας δεν χρειαζόταν να πυροβολήσει ο ίδιος για να προστατευτεί. Αυτό θα το αναλάμβαναν οι 2 αστυνομικοί συνοδοί ασφαλείας που του είχαν παραχωρηθεί και τους χρησιμοποιούσε εναλλάξ μέχρι το θάνατο του γουρουνιού στην Κατεχάκη.
Συγκεκριμένα ο «αφύλακτος» Γκιόλιας, ο δημοσιογράφος που κατήγγειλε το σύστημα προστασίας υψηλών προσώπων λέγοντας πως οι αστυνομικοί πρέπει να είναι μάχιμοι στο δρόμο κι όχι να συνοδεύουν ως Φιλιππινέζες, υποψήφιους στόχους, είχε τους δικούς του ένοπλους γορίλες.
Παλιομαλάκες τη αντιτρομοκρατικής αν μπορείτε τώρα διαψεύστε τα παρακάτω στοιχεία...
Το αφεντικό του troktikou τις καθημερινές από Δευτέρα ως Παρασκευή κατά την μετακίνησή του με αυτοκίνητο μάρκας smart με αριθμό κυκλοφορίας ΙΗΡ 5121 (το ο ποίο άλλαξε τις τελευταίες εβδομάδες με άλλο smart με αριθμό ΙΜΡ 3142) συνοδευόταν πάντα από μηχανή ασφαλείας.
Πιο συγκεκριμένα ο Γκιόλιας ξεκινούσε καθημερινά απ΄ το σπίτι του στην οδό Δαιδάλου 21 μεταξύ 12.10-12.25 για να μεταβεί στη ραδιοφωνική εκπομπή του πάντα αργοπορημένος. Ένα 20λεπτο πριν, πλησίαζε στο σπίτι του και στάθμευε στην αθέατη γωνία Νυμφών και Δαιδάλου μηχανή συνοδού ασφαλείας με τον αναβάτη της, που ακολουθούσε το smart σε απόσταση 5-10 μέτρων όταν αυτό ξεκινούσε. Ο Γκιόλιας διέθετε 2 Φιλιππινέζες- γορίλες που άλλαζαν μεταξύ τους συνήθως ανά βδομάδα. Ο πρώτος ήταν νεαρός 25-30 χρονών με fitness στυλάκι, που συνήθως χάζευε παίζοντας με το κινητό του και χρησιμοποιούσε μηχανή μαύρη-ασημί μάρκας ΤDΜ, ενώ ο δεύτερος ήταν πιο έμπειρος, 40άρης γκριζομάλλης, είχε αγαπημένη συνήθεια να διαβάζει εφημερίδα πάνω στη μηχανή, να περπατάει σαν να έχει καρπούζια στις μασχάλες, ενώ χρησιμοποιούσε κι αυτός μηχανή on-off transalp με αριθμό κυκλοφορίας ΧΧΚ 389. Τονίζουμε πως ο Γκιόλιας για να μην στιγματιστεί στη γειτονιά ότι έχει συνοδούς, τους υποχρέωνε να σταθμεύσουν στη γωνία με την Νυμφών που δεν γίνονταν αντιληπτοί, ώστε να μην φανεί κι ο ίδιος ασυνεπείς με τα όσα έγραφε.
Τα πράγματα άλλαξαν όταν ψόφησε ο βλάκας στην Κατεχάκη. Προφανώς οι νέες οδηγίες καθώς και η εξουσιοδότηση στους συνοδούς ασφαλείας να ρυθμίζουν το πόστο τους και τη διαδρομή του υποψήφιου στόχου, έδωσε τη δυνατότητα στους γορίλες, να αλλάξουν θέση. Έτσι τον τελευταίο καιρό η πρώτη συνοδευτική μηχανή στάθμευε ακριβώς απέναντι απ΄ την πολυκατοικία του troktikou, τσέκαρε όσους περνούσαν, ενώ λίγα λεπτά πριν ξεκινήσει ο Γκιόλιας ερχόταν κι η δεύτερη μηχανή. Ο Γκιόλιας αφού πλεον καταδεχόταν να τους καλημερίσει ξεκινούσαν όλοι μαζί σαν μια ωραία «συντροφιά». Συνήθως μπροστά το ΤDΜ για να τσεκάρει τη διαδρομή με απόσταση 5-10 μέτρων, στη μέση ο Γκιόλιας με το smart και πίσω ο 40άρης με την transalp.
Η αρχική μας σκέψη ήταν να τους χτυπήσουμε μαζί. Χρησιμοποιώντας βαρύ όχημα θα εμβολίζαμε την πρώτη μηχανή πατώντας τον γορίλα και με διαφορετική δύναμη πυρός θα «ράβαμε» τους άλλους δύο. Περισσότεροι στόχοι, περισσότερη αποτελεσματικότητα. Γνωρίζαμε επακριβώς τη διαδρομή τους και η Εθνάρχου Μακαρίου που ακολουθούσαν μετά τη Δαιδάλου με τα διαχωριστικά παρτέρια βόλευε μια χαρά για το «τρακάρισμα» και τον εγκλωβισμό τους. Γρήγορα όμως απορρίψαμε αυτό το σενάριο, γιατί ο συγκεκριμένος δρόμος που ήταν ιδανικός για τέτοιο καρτέρι, έχει μέτρια προς πυκνή ροή αυτοκινήτων, περαστικών και δυο ρεύματα κυκλοφορίας με συνέπεια να υπήρχε κίνδυνος για άλλους ανθρώπους, γεγονός που δεν επιδιώκουμε ποτέ. Γιατί είναι άλλο πράγμα η οξεία κριτική που ασκούμε στην κοινωνική παρακμή κι άλλο η διαδικασία της στοχοποίησης. Οι στόχοι μας είναι πάντα σαφείς και τα όπλα μας σημαδεύουν συγκεκριμένα κεφάλια, για αυτό δεν θα ρισκάραμε να υπάρξει λάθος άνθρωπος χτυπημένος. Έτσι προτιμήσαμε να πάμε εμείς σπίτι του παρά να συμβεί οτιδήποτε σε μια συμπλοκή στο δρόμο και να χτυπηθεί κάποιος άσχετος. Το τι ακριβώς ειπώθηκε στο θυροτηλέφωνο ώστε να εξασφαλίσουμε όχι μόνο ότι θα κατέβει, αλλά θα ΄ρθει μόνος του χωρίς να συνοδεύεται από τη σύζυγό του, είναι κάτι που δεν χρειάζεται να δημοσιοποιηθεί για αρκετούς λόγους. Εδώ όμως να προσθέσουμε πως η γνωστή τηλεπερσόνα Γιάννης Μαρακάκης, δικηγόρος του deal και του Γκιόλια, που βγαίνει στα τηλεπαράθυρα για να κλείσει καμιά δουλειά, να μην μας τα πρήζει με τις παπαριές του περί βιτρίνας της Σέχτας σε πληρωμένο συμβόλαιο θανάτου, γιατί θα του χαρακώσουμε το πρόσωπο, μιας και οι σφαίρες μας είναι πιο πολύτιμες από τέτοιους ηλίθιους. Επιστρέφοντας να επισημάνουμε πως απορρίψαμε επίσης το ενδεχόμενο να διαρρήξουμε την πολυκατοικία και να εκτελέσουμε τον Γκιόλια μέσα στο διαμέρισμά του. Ήταν βασικό μας μέλημα να μην πάθει το παραμικρό η σύζυγός του και φυσικά το μικρό παιδί.
Ο καθένας μας έχει το τέλος που του αναλογεί και τα παραπάνω άτομα δεν μας φταίνε σε τίποτα. Άλλωστε η πρακτική των πολιτικών εκτελέσεων είναι ξεκάθαρη και συγκεκριμένη. Ποτέ δεν πρόκειται να εμπλακούν και να κινδυνέψουν από επίθεση μας άτομα του οικογενειακού και συγγενικού περιβάλλοντος ενός στόχου που δεν έχουν συμμετοχή στις επιλογές και τα βρώμικα συμφέροντά του, ακόμα και αν αυτό μας υποχρεώσει να ακυρώσουμε τον σχεδιασμό μας. Ένας αντάρτης πόλης δεν είναι ένας ψυχρός εκτελεστής. Όταν επιλέξει να πυροβολήσει, δεν χτυπάει το πρόσωπο αυτό καθαυτό, αλλά τις επιλογές του συγκεκριμένου ανθρώπου, το αξίωμα που κατέχει, τις αποφάσεις που έχει πάρει, τα συμφέροντα που εξυπηρετεί. Δεν τίθεται ζήτημα απλά επί του προσωπικού. Ο ένοπλος μαχητής χτυπάει τους φορείς του συστήματος που πλέον δεν έχουν το δικό τους ξεχωριστό πρόσωπο, αλλά μια συγκεκριμένη θέση που υπερασπίζονται. Ο ένοπλος μαχητής δεν πυροβολεί ανθρώπους, πυροβολεί ενάντια στο ίδιο το σύστημα.
Ο Γκιόλιας ήταν ένα απ΄ τα πολλά ονόματα μεγαλοδημοσιογράφων που έχουμε συλλέξει πληροφορίες για τα σπίτια τους, τα οχήματα τους, τη φύλαξη τους, τα αγαπημένα τους στέκια- ρεστοράν μέχρι και το που παίζουν τένις (το ΄πιασες το υπονοούμενο Χατζη-μαλάκα του alter;).
Όλοι αυτοί οι δικαστές που έχουν μικρόφωνα και μπροστά στις τηλεοπτικές κάμερες αγορεύουν, δικάζουν και καταδικάζουν, θα μάθουν τι σημαίνει ο φόβος να περνάει στο δικό τους στρατόπεδο. Για αυτό παράλληλα συμβουλεύουμε κι όλους τους αυτόπτες μάρτυρες, η απάντηση τους σε κάθε ερώτηση να είναι μόνο μία «Δεν ξέρω, δεν είδα, δεν άκουσα...» οτιδήποτε άλλο θα εκληφθεί ως συνεργασία με την αστυνομία και αυτό δεν είναι αποδεκτό.
Τέλος θέλουμε να υπενθυμίσουμε πως στην τρίτη μας ανακοίνωση είχαμε γράψει «Ο υπέρτατος σχεδιασμός και το καθήκον ενός αντάρτη πόλης είναι να αποδιοργανώσει το εσωτερικό της χώρας του, να πλήξει την εθνική οικονομία, να κιβδηλώσει την δημόσια εξωτερική εικόνα...».
Ηελλάδα εδώ και μήνες βρίσκεται στο μάτι του κυκλώνα με την προσφυγή στο ΔΝΤ και το οικονομικό της έλλειμμα. Μια απ΄ τις πιο προσοδοφόρες πηγές εισροής χρήματος είναι ο τουρισμός της καλοκαιρινής περιόδου. Η εκτέλεση του συγκεκριμένου δημοσιογράφου σε συνδυασμό με τις αντάρτικες ενέργειες του τελευταίου χρόνου πιστεύουμε ότι διαμορφώνει μια αρνητική εικόνα στο εξωτερικό για την ασφάλεια της ελληνικής επικράτειας και χτυπάει την εθνική βιομηχανία του τουρισμού. Οι τουρίστες πρέπει να μάθουν ότι η ελλάδα δεν αποτελεί πλέον ασφαλές μετόπισθεν του καπιταλισμού. Επιδιώκουμε να μετατραπεί σε εμπόλεμη ζώνη επαναστατικών διαδικασιών με εμπρησμούς, σαμποτάζ, μαχητικές πορείες, βομβιστικές επιθέσεις, ένοπλες εκτελέσεις και όχι σε τόπο προορισμού διακοπών και αναψυχής. Έχουμε πόλεμο με τη δημοκρατία σας. Όσον αφορά την οικονομική κρίση και το μοιρολόι της κοινωνίας για το δυσοίωνο μέλλον της, δεν δίνουμε δεκάρα τσακιστή. Ένας κόσμος που διαμαρτύρεται για τα νέα δυσβάσταχτα οικονομικά μέτρα, δίχως πρώτα να έχει εξεγερθεί ενάντια στην νοηματική φτήνια της ίδιας της ζωής μέσα στο σύστημα, μας είναι αδιάφορος και άξιος της μοίρας του.
Δεν έχουμε δανειστεί τίποτα απ΄ τον κόσμο σας για να νιώσουμε ότι το χάνουμε ή το χρωστάμε.
Αν αυτό που διακυβεύεται στην συνείδηση των ανθρώπων τώρα είναι η απώλεια ενός σταθερού μισθού και μιας σίγουρης σύνταξης δείχνει ότι αυτός ο κόσμος έχει ήδη πεθάνει. Γιατί πρώτα έχασε τις επιθυμίες του, την αξιοπρέπεια του, τον εγωισμό του, τα όνειρα του, τη συνείδηση του, τα συναισθήματα του και τότε δεν νοιάστηκε πραγματικά κανείς. Όταν όμως απειλούνται οι δανεικές του προσευχές για την μίζερη ψευδαίσθηση της ιδιοκτησίας του και ξεσηκώνεται, τότε οι μέρες του είναι μετρημένες. Γιατί ζυγιάστηκαν και βρέθηκαν λειψές και ανάπηρες νοήματος.
Εμείς ως Σέχτα Επαναστατών πιστεύουμε πως μόνο μέσα από την ολοκληρωτική καταστροφή του κράτους και των σημερινών δομών θα μπορέσει να ανατείλει μια νέα προοπτική ζωής. Μια ζωή νέων ανθρώπινων σχέσεων, χωρίς εξουσία, χωρίς σύνορα, χωρίς θρησκεία, χωρίς διαχωρισμούς. Μια ζωή που δεν θα κυβερνά το χρήμα ούτε θα βασιλεύει η ιδιοκτησία. Μια ζωή μακριά από ψεύτικα είδωλα, καταναγκασμούς και συμβάσεις.
Προωθούμε ένα νέο πολιτισμό που οι αξίες του βρίσκονται στην ισοτιμία, στην αξιοπρέπεια, στην τιμή, στον αλληλοσεβασμό, στην αλληλεγγύη, στην απελευθέρωση. Ο άνθρωπος μπορεί και πρέπει να δημιουργήσει έναν νέο τρόπο ζωής και έκφρασης. Να εναρμονιστεί με το φυσικό περιβάλλον, να πλημμυρίσει από συναισθήματα, να αφεθεί στις απολαύσεις, να γίνει δημιουργός του κόσμου του... Η ανθρώπινη επικοινωνία πρέπει να απελευθερωθεί απ΄ τις τηλεφωνικές γραμμές και τις επίπεδες οθόνες, οι ανθρώπινες χειρονομίες να αποκτήσουν ξανά τη ζεστασιά τους και να απαλλαχθούν απ΄ τις τυπικότητες και την επαναληψιμότητα, η ζωή να αποκτήσει μια περιπετειώδη περιπλάνηση και να απαγκιστρωθεί απ΄ την γραφειοκρατική της εκδοχή. Βέβαια όλα αυτά ακούγονται ουτοπικά, αν επενδύεις όλη σου τη δράση σε ένα μελλοντικό όραμα και αγνοείς το σήμερα.
Την απάντηση τη δίνει ο ίδιος ο καθρέφτης...
Μη ρωτάς λοιπόν πως θα αλλάξουν τα πράγματα. Γίνε εσύ ο ίδιος η απάντηση στο ερώτημα. Εμείς προτείνουμε τον ολοκληρωτικό εκμηδενισμό και την ισοπέδωση των εξουσιαστικών σχέσεων και του κυρίαρχου πολιτισμού. Μόνο μέσα από τα χαλάσματα και τα ερείπια των σύγχρονων αστικών κέντρων μπορεί να ανθίσει ένας νέος τρόπος ζωής. Οι επαναστατικές οργανώσεις είναι οι μικρές προεικονίσεις ενός τέτοιου μέλλοντος. Όμως όπως είχαμε αναφέρει σε προηγούμενο κείμενο μας ακόμα κι αν δεν έρθει αυτό το μέλλον, εμείς θα το έχουμε γευτεί, ζώντας με τον δικό μας ανορθόδοξο τρόπο στο σήμερα. Και αυτή η περιπέτεια, το ταξίδι προς την απελευθέρωση αξίζει την κάθε του στιγμή...
Γι΄ αυτό η πρότασή μας στο τώρα είναι σαφής. Όσοι άνθρωποι θέλουν να αρνηθούν έμπρακτα την τυραννία του συστήματος, ας περάσουν απ΄ τα λόγια στην πράξη. Σύντροφοι οργανωθείτε, φτιάξτε ομάδες, συλλογικοποιείστε τις επιθυμίες σας, οπλιστείτε, διαβάστε, επικοινωνήστε, αρνηθείτε τους ρόλους και τις ηγεμονίες, καταργείστε τη δουλειά και περάστε στη στρατηγική του ένοπλου αγώνα.
Οι σημερινοί αντάρτες πόλης οφείλουν να ξεπεράσουν την κοινωνιστική κληρονομιά του προλεταριάτου και να ανακηρύξουν ως επαναστατικό υποκείμενο τους ίδιους τους τους εαυτούς τους, τους συντρόφους τους και όλους όσους αμφισβητούν έμπρακτα το πραξικόπημα της εξουσίας στις ζωές μας, δίνοντας ουσιαστικό προβάδισμα στη ζωή κι όχι στις οικονομικές αναλύσεις. Στις διαδικασίες που προωθούν την ένοπλη πάλη κερδίζουμε στιγμές απελευθερωμένου χρόνου, καθώς μόνο αυτές επιτρέπουν τη ανάκτηση της χαμένης αξιοπρέπειας και ανοίγουν τον δρόμο για μια εσωτερική ελευθερία. Έτσι ο καθένας μπορεί να αναδιατυπώσει την ατομική του ταυτότητα μέσα στην κοινωνική ζωή και να γίνει ένοπλος μαχητής της επανάστασης.
«Ως εδώ.- Ο χειμώνας μας γεμίζει θλίψη, η άνοιξη μας μολύνει και το καλοκαίρι νιώθουμε ασφυξία. Εδώ και καιρό μας πνίγει τα ρουθούνια η μπόχα από τα γραφεία, τους αντιδραστήρες, τα εργοστάσια και τους αυτοκινητόδρομους. Τα φίμωτρα μας δεν έχουν πια ωραία γεύση, είναι σαν λουκάνικο περιτυλιγμένο με πλαστικό καλώδιο. Η μπύρα που πίνουμε είναι μπαγιάτικη, ίδια με την μικροαστική ηθική. Δεν θέλουμε πια να κάνουμε σε όλη μας τη ζωή την ίδια δουλειά να έχουμε το ίδιο πρόσωπο. Αρκετές διαταγές μας έχουν δώσει, αρκετά έχουν ελέγξει τη σκέψη, τις ιδέες, το σπίτι και τα διαβατήριά μας, αρκετά μας έχουν σπάσει τα μούτρα. Δεν θα τους αφήσουμε άλλο να μας καλουπώνουν, να μας καταστείλουν, να μας ισοπεδώνουν.-ΤΟΥΣ ΣΠΑΜΕ ΟΛΟΥΣ ΣΤΟ ΞΥΛΟ-...
ως την παραλία του tun nichts (δεν κάνω τίποτα...)
(κάλεσμα Γερμανών αυτόνομων)
Υ.Γ.1. Επειδή γνωρίζουμε πως ένα θυμωμένο γουρούνι βρωμάει περισσότερο από το συνηθισμένο, να πούμε δυο λογάκια στους μαλάκες της ομάδας ΔΙΑΣ. «Τσογλανάκια επειδή το παίζετε ψευτόμαγκες, κάποια στιγμή σε κάποιον τυχαίο από εσάς θα του ανοίξουμε νέες κουμπότρυπες στη στολή του. Και να έχετε το νου σας, γιατί έχουμε ένα μικρό «πρόβλημα»... είμαστε τρομακτικά συνεπείς σε αυτά που λέμε...». Άλλωστε ενδεικτικό των προθέσεων μας, είναι το σημείο που επιλέξαμε να αφήσουμε την ανακοίνωσή μας, σε απόσταση 30 μέτρων ευθείας βολής από το φυλάκιο και την πρόσοψη του Α.Τ. Νίκαιας.
Υ.Γ. 2 Προς όλους τους υπεύθυνους φυλακών, διευθυντές, εισαγγελείς, σωφρονιστικούς υπαλλήλους και κοινωνικούς λειτουργούς, σας προειδοποιούμε πως αν δεν αλλάξετε άμεσα τη στάση σας και δεν σταματήσετε να ταλαιπωρείτε βασανισμένους φυλακισμένους ανθρώπους, θα μπείτε σε λίστα προτεραιότητας ώστε να παραδειγματιστούν οι υπόλοιποι. Ιδιαίτερα για κάποιους από εσάς γνωρίζουμε μέχρι και το τι ώρα παίρνετε τα χάπια σας. Κόψτε τους τσαμπουκάδες που κάνετε με την απαγόρευση αδειών και τα κομμένα επισκεπτήρια, να σέβεστε τους φυλακισμένους και να μην παραβιάζετε τα δικαιώματα τους γιατί σε διαφορετική περίπτωση και σε ανυποψίαστο χρόνο θα δεχτείτε επίσκεψη των μαχητών της Σέχτας Επαναστατών με οριστική μεταγωγή στον άλλο κόσμο.
Μαχητές της επανάστασης ο εχθρός έχει όνομα, ψάξτε διευθύνσεις...
ΕΝΟΠΛΟΣ ΑΓΩΝΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΑΥΤΟΝΟΜΙΑ ΣΕΧΤΑ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΩΝ
πηγή: "TA NEA"
Έχει επεξεργασθεί από τον/την sellos στις Πεμ 29 Ιουλ 2010 - 11:05, 1 φορά
sellos- Respected
- Αριθμός μηνυμάτων : 25978
Ηλικία : 15
Τόπος : ΑΘΗΝΑ
Ομάδα :
Registration date : 01/11/2008
Η προκήρυξη και η ελληνική καθυστέρηση :: Σχόλια
Απ: Η προκήρυξη και η ελληνική καθυστέρηση
Αντάρτες των πόλεων και ποινικοί στην Ιταλία της δεκαετίας του ΄70 ― και οι αναφορές της ελληνικής Σέχτας Επαναστατών στους ιταλικούς ΝΑΡ
Ο Δημήτρης Δεληολάνης, δημοσιογράφος και συγγραφέας με έδρα τη Ρώμη, αναλύει τις σχέσεις των Ιταλών ανταρτών πόλεων με τους ποινικούς στη δεκαετία του ’70 στην Ιταλία, και τις πιθανές αναφορές της ελληνικής Σέχτας Επαναστατών στην παράδοση των ιταλικών Ενοπλων Επαναστατικών Πυρήνων εκείνης της εποχής.
Το κείμενο γράφτηκε για να δημοσιευτεί στο περιοδικό “Τετράδια”, που θα κυκλοφορήσει το φθινόπωρο. Προδημοσιεύεται στο politicon.gr, κατόπιν παραχώρησης του συγγραφέα.
Την ημέρα εκείνη ένας πενταμελής πυρήνας των ΝΑP προσπάθησε να ληστέψει μια τράπεζα στο κέντρο της Φλωρεντίας. Σύμφωνα με την εκδοχή που υποστήριξαν εκ των υστέρων οι ίδιοι οι ΝΑP, οι καραμπινιέροι είχαν πληροφορηθεί εκ των προτέρων για την απόπειρα ληστείας και έστησαν ενέδρα στους τρομοκράτες. Η αλήθεια είναι ότι, αμέσως μόλις βγήκαν από την τράπεζα, τα μέλη των ΝΑP έγιναν στόχος ριπών αυτομάτων. Ο Ρομέο και ο Μαντίνι σκοτώθηκαν επί τόπου, άλλοι δυο τρομοκράτες τραυματίστηκαν σοβαρά και μόνον ένας κατάφερε να ξεφύγει. Η εκδοχή της ενέδρας που υποστήριξε η προκήρυξη των ΝΑP άφηνε αναπάντητες καίριες ερωτήσεις, όπως τον τρόπο με τον οποίο έφτασε στους καραμπινιέρους η πληροφορία για την επικείμενη ληστεία. Και τελικά αποδείχτηκε εξ ολοκλήρου ανακριβής, χάρη στην όψιμη μαρτυρία του μοναδικού μέλους του πυρήνα που διασώθηκε [σημ. 2].
Λούκα Μαντίνι
Αυτό όμως δεν ήταν γνωστό την επομένη του θανάτου των δυο νεαρών τρομοκρατών. Ενώ ο θάνατος του Ρομέο θρηνήθηκε στα στενά πλαίσια της τρομοκρατικής οργάνωσης, εκείνος του Λούκα Μαντίνι προκάλεσε μεγάλη εντύπωση, προπαντός στη Φλωρεντία, όπου ήταν γνωστός για τους αγώνες του στα λαϊκά στρώματα της πόλης για να μειώσουν με δική τους πρωτοβουλία το κόστος των δημόσιων υπηρεσιών. Ακόμη μεγαλύτερη εντύπωση όμως προκάλεσε λίγους μήνες αργότερα ο θάνατος της μικρότερης αδελφής του, της Ανναμαρία Μαντίνι, σε ανταλλαγή πυροβολισμών με τους καραμπινιέρους στη Ρώμη στις 8 Ιουλίου 1975. Ο ιταλικός Τύπος κατέγραψε την εκδοχή ότι η ένοπλη στράτευση της Ανναμαρία ήταν επακόλουθο του θανάτου του αδελφού της, με τον οποίο ήταν, σύμφωνα με όλες τις μαρτυρίες, πολύ δεμένη. Ο καραμπινιέρος που πυροβόλησε την Ανναμαρία δολοφονήθηκε με τη σειρά του από τους ΝΑP λίγους μήνες αργότερα.
Η Σέχτα Επαναστατών αδιαφόρησε για τη συγκλονιστική ιστορία των δυο αδελφών Μαντίνι για να επικεντρώσει την προσοχή της στην περίπτωση του σχετικά άγνωστου Ρομέο. Ο λόγος δεν μπορεί παρά να είναι πολιτικός. Τα δυο αδέλφια από την Φλωρεντία ήταν γόνοι εργατικής οικογενείας και φοιτητές, ο νεαρός Ναπολιτάνος τρομοκράτης ήταν ορφανός κι εγκληματίας του ποινικού δικαίου.
Nuclei Armati Proletari
Όλη η ιστορία των ΝΑP όμως είναι μια ιστορία που συνδέεται στενά με το πολύπλοκο και πολυσύνθετο σύμπαν του ιταλικού υποκόσμου της δεκαετίας του ΄70. Η ιδρυτική ομάδα των ΝΑP αποτελείτο από φοιτητές και ποινικούς που πολιτικοποιήθηκαν στη φυλακή χάρη στη συνεχή κι επίμονη δουλειά που είχε κάνει η Επιτροπή Φυλακών ήδη από την ίδρυση της, το 1970. Όπως ήταν λογικό, στην πρώτη θέση της στρατηγικής των ΝΑP ήταν ο χώρος των φυλακών και η «απελευθέρωση του εκτός νόμου προλεταριάτου». Το σύνθημα που κυριαρχούσε στην ιδρυτική προκήρυξη της οργάνωσης, το Σεπτέμβριο 1974, ήταν: «Γενική εξέγερση μέσα στις φυλακές κι ένοπλη πάλη των πυρήνων που βρίσκονται απ΄ έξω».
Οι ένοπλες ενέργειες της οργάνωσης στόχευαν κυρίως στο να πλήξουν τους μηχανισμούς καταστολής και το προσωπικό των φυλακών. Αλλά οι επιχειρήσεις των ΝΑP χαρακτηρίστηκαν ευθύς εξ αρχής από ερασιτεχνισμό και πολύ περιορισμένη αποτελεσματικότητα. Ένα μέλος της οργάνωσης ανατινάχτηκε καθώς προσπαθούσε να τοποθετήσει εκρηκτικό μηχανισμό στην ταράτσα του ποινικού τμήματος της ψυχιατρικής κλινικής στην πόλη Αβέρσα. Άλλα δύο μέλη της οργάνωσης τραυματίστηκαν σοβαρά και ένας σκοτώθηκε από τυχαία έκρηξη καθώς ετοίμαζαν εκρηκτικό μηχανισμό σε γιάφκα στη Νάπολη. Ένας τρομοκράτης έπεσε θύμα φίλιων πυρών σε ενέδρα σε αξιωματικό της αστυνομίας στη Ρώμη. Μια εξέγερση στη φυλακή του Βιτέρμπο απέτυχε να προκαλέσει μαζική απόδραση των κρατουμένων και μετατράπηκε σε αιχμαλωσία ορισμένου αριθμού δεσμοφυλάκων.
Αυτές οι απανωτές αποτυχίες αποδεκάτισαν τα μέλη της οργάνωσης που προέρχονταν από το χώρο του ποινικού εγκλήματος και περιόρισαν την επιρροή τους στην επεξεργασία της στρατηγικής. Η στροφή σηματοδοτήθηκε με την απαγωγή του διευθυντή του τμήματος φυλακών του υπουργείου Δικαιοσύνης Τζουζέπε Ντι Τζενάρο στις 6 Μαϊου 1975. Ο Ντι Τζενάρο απελευθερώθηκε 5 ημέρες αργότερα, αφού προκήρυξη της οργάνωσης μεταδόθηκε από το κρατικό ραδιόφωνο.
Η στροφή αυτή έφερε τους ΝΑP πιο κοντά στην παραδοσιακή λενινιστική αντίληψη που είχαν επεξεργαστεί για την ένοπλη πάλη οι Ερυθρές Ταξιαρχίες. Τόσο που το 1976 οι δυο οργανώσεις ανήγγειλαν «επιχειρησιακή συνεργασία». Επρόκειτο όμως απλώς για ένα βήμα πριν από τη προσχώρηση των φυλακισμένων μελών των ΝΑP στις Ερυθρές Ταξιαρχίες: εκείνη την περίοδο η επιχειρησιακή ικανότητα των ΝΑP ήταν ήδη ουσιαστικά ανύπαρκτη, αφού σχεδόν όλη η ηγετική ομάδα ήταν νεκρή ή φυλακισμένη. Τελικά, το Δεκέμβριο του 1977 τρία ηγετικά στελέχη των ΝΑPανακοίνωσαν από τη φυλακή ότι η εμπειρία της οργάνωσης έληξε και προσχώρησαν στις Ερυθρές Ταξιαρχίες.
Η εμπειρία των ΝΑP θεωρείται ιστορικά ότι είχε πενιχρά αποτελέσματα τόσο σε επίπεδο ευρύτερης επιρροής στο πολιτικό προσκήνιο όσο και σε εκείνο της κινητοποίησης και της στράτευσης του κοινωνικού υποκειμένου στο οποίο απευθύνονταν, δηλαδή στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα της Νάπολης που συντηρούνταν χάρη σε παράνομες δραστηριότητες, όπως το λαθρεμπόριο τσιγάρων. Η ηγετική ομάδα των ΝΑP, που αποτελείτο κυρίως από Ναπολιτάνους, στοιχημάτισε στο επαναστατικό δυναμικό των στρωμάτων αυτών, που είναι ευρύτατα διαδεδομένα στην πρωτεύουσα του ιταλικού Νότου.
Ο τελικός απολογισμός όμως ήταν απογοητευτικός. Η ηγεσία των ΝΑP δεν έλαβε υπ΄ όψη της τις απαιτήσεις μακροχρόνιας στρατηγικής που απαιτούσε οποιαδήποτε υπόθεση ευρύτερης επαναστατικής αλλαγής. Οι απαιτήσεις αυτές δύσκολα γίνονταν κατανοητές από ανθρώπους που χαρακτηρίζονταν από την αντίληψη ότι ο αγώνας τους έπρεπε να επιφέρει απτά αποτελέσματα εδώ και τώρα. Απεναντίας, το οργανωμένο έγκλημα είχε το πλεονέκτημα να μπορεί να δώσει άμεση ικανοποίηση στα πιεστικά προβλήματα επιβίωσης του «παράνομου προλεταριάτου». Δεν είναι, λοιπόν, τυχαίο το γεγονός ότι η κρίση των ΝΑP και η ύφεση της πολιτικής επιρροής της άκρας αριστεράς στις ιταλικές φυλακές συνοδεύτηκαν, όπως θα δούμε, από την παράλληλη αύξηση της οργανωτικής ισχύος της μαφίας τόσο στις φυλακές όσο και στα ευρύτερα λαϊκά στρώματα της Ιταλίας και προπαντός του ιταλικού Νότου.
Επανάσταση και έγκλημα
Ο ρόλος του κοινού εγκληματία στην επαναστατική διαδικασία όμως συνέχισε να απασχολεί τους προβληματισμούς ορισμένων τομέων της ιταλικής άκρας αριστεράς. Επανήλθε στο προσκήνιο την επομένη της μεγάλης νεανικής κινητοποίησης του 1977. Ο καθηγητής του πανεπιστημίου της Γένοβας Τζανφράνκο Φαΐνα θεώρησε ότι το κίνημα αυτό ευνοούσε τη δημιουργία μιας ένοπλης οργάνωσης που να συνδυάζει την παρανομία με την εμπειρία του σιτουασιονισμού και του αναρχικού κινήματος, αναφορικά κυρίως με παλαιότερες καταστάσεις όπως η συμμορία Μπονό στη Γαλλία και άλλες. Η οργάνωση αυτή ονομάστηκε Επαναστατική Δράση. Ο Φαϊνα υιοθέτησε τις προηγούμενες θεωρητικοποιήσεις των Ιταλών σιτουασιονιστών και κομοντιστών περί «επαναστατικής αξίας της εγκληματικής πράξης» και επεξεργάστηκε την οργανωτική μορφή της «ομάδας κατά εκλεκτική συγγένεια», όπου τα μέλη της επιλέγονται με κριτήριο την οικειότητα, τη φιλία και τα κοινά ενδιαφέροντα [σημ. 4].
Σε ο,τι αφορούσε το κοινό έγκλημα, ο αναρχικός καθηγητής περιορίστηκε σε διακηρύξεις pour épater le bourgeois, χωρίς να προσπαθήσει καν να τις εφαρμόσει. Στην πράξη οι θεωρίες του Φαϊνα επισκιάστηκαν από το άγχος της ελευθεριακής ένοπλης οργάνωσης να διαχωριστεί από τους «μαρξιστές» των υπόλοιπων τρομοκρατικών οργανώσεων. Άγχος δικαιολογημένο, αφού η Επαναστατική Δράση δεν κατάφερε να προβάλει πολιτικά κι επιχειρησιακά μια ταυτότητα διαφορετική απέναντι στις εκατοντάδες ένοπλες ομάδες που δραστηριοποιούνταν εκείνη την περίοδο στην Ιταλία. Ακόμη και η εμμονή της να πλήττει εφημερίδες και δημοσιογράφους είχε βεβαίως στερεή βάση στην αυστηρή κριτική του Γκυ Ντεμπόρ προς τα μέσα ενημέρωσης.
Στην πράξη όμως οι επιθέσεις αυτές φάνηκαν να ακολουθούν μιμητικά τις υποδείξεις των Ερυθρών Ταξιαρχιών, που είχαν ήδη επιτεθεί και τραυματίσει μεγάλα ονόματα της ιταλικής δημοσιογραφίας στην προσπάθεια τους να φιμώσουν τις πιο οξυδερκείς και διαυγείς κριτικές φωνές, κυρίως του προοδευτικού χώρου.
Μονίμως στο περιθώριο της ένοπλης πάλης, η Επαναστατική Δράση τράβηξε παραδόξως την προσοχή των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών. Ένα μέλος της, ο Ενρίκο Παγκέρα, ήρθε σε επαφή στη φυλακή Φλωρεντίας με τον Αμερικανό μυστικό πράκτορα Ρόναλντ Στάρκ, που από καιρό είχε διεισδύσει στο χώρο της ιταλικής άκρας αριστεράς. Ο Σταρκ υπερηφανεύτηκε στον Παγκέρα ότι διέθετε πρώτης τάξεως διαπιστευτήρια στην ηγεσία του Λαϊκού Μετώπου για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης και εξέφρασε το ενδιαφέρον του για την ανάπτυξη μιας «μη μαρξιστικής τρομοκρατικής οργάνωσης στην Ιταλία» [σημ. 5]. Η ιστορία της οργάνωσης έληξε το 1981, όταν μια ομάδα φυλακισμένα μέλη της Επαναστατικής Δράσης ανήγγειλε τη διάλυση της.
Ένοπλοι Προλετάριοι για τον Κομμουνισμό
πό ορισμένους ακραίους τομείς του μεγάλου νεανικού κινήματος του ΄77 προέκυψε και μια άλλη οργάνωση που επανέφερε στο προσκήνιο, σε πολύ πιο περιορισμένη κλίμακα, την προβληματική των ΝΑP γύρω από την «επαναστατική δυναμική» του εγκληματικού χώρου. Η οργάνωση αυτή γεννήθηκε στην προλεταριακή συνοικία Μπαρόνα του Μιλάνου από νεαρούς πρώην Αυτόνομους και έλαβε την ονομασία Ένοπλοι Προλετάριοι για τον Κομμουνισμό (Proletari Armati per il Comunismo, PAC). Στην πραγματικότητα, οι PAC δεν υιοθέτησαν την αντίληψη των ΝΑP ότι το «παράνομο προλεταριάτο» αποτελεί «επαναστατικό υποκείμενο».
Ο Τόνι Νέγκρι συλλαμβάνεται στην Πάντοβα, 7 Απρίλίου 1979
Χωρίς μεγάλες απαιτήσεις ανάλυσης, περιορίστηκαν στο να τραβήξουν προς τα άκρα μια κάποια αισθητική της παρανομίας που κυριαρχούσε τότε στο νεανικό κίνημα και που βρήκε θεωρητική επιστέγαση τόσο στα γραπτά του θεωρητικού της Αυτονομίας Τόνι Νέγκρι [σημ. 6] όσο και στη θεωρία της «επιθυμητικής μηχανής» των Γάλλων ριζοσπαστών φιλοσόφων Ζιλ Ντελέζ και Φελίξ Γκουατταρί [σημ. 7]. Αυτό το υποτυπώδες θεωρητικό υπόβαθρο, όπως και η δίψα για άμεση δράση, βοήθησαν στη στρατολόγηση ορισμένων νεαρών εγκληματιών που ήδη κινούνταν στο χώρο της Αυτονομίας.
Μετά από σποραδικές όσο μάταιες απόπειρες να ασκήσει επιρροή στα εργοστάσια της περιοχής, η οργάνωση αυτή στράφηκε σχεδόν αποκλειστικά εναντίον της αστυνομίας σε μια προσπάθεια να την αποβάλει από τις λαϊκές συνοικίες του Μιλάνου. Στις 6 Ιουνίου 1978 οι PAC έφτασαν μάλιστα στο σημείο να δολοφονήσουν δυο καταστηματάρχες, έναν κρεοπώλη στο Μέστρε κι έναν χρυσοχόο στο Μιλάνο, διότι είχαν αντισταθεί με τα όπλα σε απόπειρες ληστείας από μέρους μικροεγκληματιών. Με τις δυο αυτές ενέργειες οι PAC θέλησαν να εδραιώσουν την «πολιτική ηγεμονία» τους στο χώρο της νεανικής παραβατικότητας του Μιλάνου, αλλά δεν είχαν άλλο αποτέλεσμα παρά να εντείνουν τις έρευνες της αστυνομίας, που μέσα σε λίγες εβδομάδες κατάφερε να εξαρθρώσει την οργάνωση.
Από τους εναπομείναντες τρομοκράτες κάποιοι εντάχτηκαν σε μεγαλύτερες ένοπλες οργανώσεις, ενώ μια ομάδα συνέχισε μέχρι το 1980 να ληστεύει τράπεζες αναλαμβάνοντας την ευθύνη με την επωνυμία «Κομμουνιστές Ληστές». Στους PAC ανήκε και ο πολιτικοποιημένος πρώην ποινικός Τσέζαρε Μπατίστι, που διέφυγε στο Παρίσι κι εξελίχθηκε σε αξιόλογο συγγραφέα αστυνομικών μυθιστορημάτων. Η περίπτωση του Μπατίστι εξακολουθεί ακόμη να απασχολεί τα ιταλικά μέσα ενημέρωσης, αφού ο πρώην τρομοκράτης, καταδικασμένος σε δις ισόβια και για τις δυο δολοφονίες [σημ. 8], προσπάθησε να αποφύγει την έκδοση και κατέφυγε στη Βραζιλία.
Οι ΝΑP συγκροτήθηκαν στη βάση της επαναστατικής προοπτικής του υποκοσμικού προλεταριάτου, ενώ η Επαναστατική Δράση, αποτελούμενη κυρίως από φοιτητές και διανοούμενους, είχε θεωρητικοποιήσει την «εγκληματοποίηση» της ένοπλης πολιτικής πάλης. Υπήρξε όμως και μια άλλη εκδοχή στις σχέσεις μεταξύ τρομοκρατικών οργανώσεων και κοινού εγκλήματος. Ήταν εκείνη της απλής ένταξης ποινικών στις τρομοκρατικές οργανώσεις. Στην περίπτωση αυτή, ο πολιτικοποιημένος και ριζοσπαστικοποιημένος εγκληματίας αποδεχόταν το πρόγραμμα και τη στρατηγική της οργάνωσης κι έβαζε εντός παρενθέσεως την κοινωνική καταβολή του. Παράλληλα, έθετε, βεβαίως, στην υπηρεσία της οργάνωσης την ειδική τεχνογνωσία που απέκτησε κατά την εγκληματική του δράση. Συνήθως η τεχνογνωσία αυτή ήταν πολύτιμη για τις ένοπλες οργανώσεις προκειμένου να διδαχτούν τις ειδικές τεχνικές που χρειάζονται για τις ληστείες στις τράπεζες, την κλοπή αυτοκινήτων, την προμήθεια όπλων, την πλαστογράφηση δελτίων ταυτότητας.
Τα ιδρυτικά στελέχη των Ερυθρών Ταξιαρχιών και της Πρώτης Γραμμής παραδέχτηκαν εκ των υστέρων ότι οι τεχνικού τύπου υποδείξεις των ποινικών υπήρξαν πολύτιμες στην πρώτη φάση ένοπλης πάλης. Αργότερα, με την εξάρθρωση των τρομοκρατικών οργανώσεων, κατά κανόνα οι ποινικοί επανήλθαν στο χώρο του κοινού εγκλήματος, ενίοτε και σε μαφιόζικου τύπου συμμορίες, που στο μεταξύ είχαν εδραιώσει κι επεκτείνει την επιρροή τους, κυρίως στο ιταλικό Νότο.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Γκρατσιάνο Μπιάνκι, που υπήρξε στις αρχές της δεκαετίας του ΄80 μέλος της οργάνωσης COLP (Οργανωμένοι Κομμουνιστές για την Απελευθέρωση του Προλεταριάτου) [σημ. 9] και συνελήφθη στις 9 Δεκεμβρίου 2009 διότι υπέθαλψε στο Μιλάνο τον καταζητούμενο μεγαλονονό της Κόζα Νόστρα Γκαετάνο Φινταντζάτι. Στον υιό Φινταντζάτι, Γκουλιέλμο, είχε απευθυνθεί για να ζητήσει βοήθεια και ο Μπρούνο Γκιράρντι, πρώην ποινικός και στέλεχος της οργάνωσης Πολιτικο- Στρατιωτικό ΚΚ, που συνελήφθη το Φεβρουάριο 2007.
Στην περίπτωση μάλιστα μιας από τις πρώτες ένοπλες οργανώσεις της Ιταλίας, της Ομάδας που έγινε γνωστή ως 22 Οκτωβρίου, η παρουσία ποινικών αποδείχτηκε καταστροφική. Η ολιγομελής αυτή ομάδα, που σχηματίστηκε στις 22 Οκτωβρίου 1969 στη Γένοβα από πρώην αντιστασιακούς και διαφωνούντα μέλη του Ιταλικού Κ.Κ., συνεργάστηκε με ποινικούς στην απαγωγή του βιομηχάνου Σέρτζο Γκαντόλα τον Οκτώβριο του 1970. Όταν όμως, το επόμενο έτος, η αστυνομία βρέθηκε στα ίχνη της οργάνωσης μετά από αποτυχημένη απόπειρα ληστείας, οι ποινικοί συνεργάστηκαν αμέσως με τις αρχές και όχι μόνο διευκόλυναν την εξάρθρωση της οργάνωσης, αλλά βοήθησαν σημαντικά στο να επισκιαστεί ο πολιτικός χαρακτήρας της. [σημ. 10]
Ερυθρές Ταξιαρχίες και Καμόρα
Μέχρι τώρα ασχοληθήκαμε στη συνοπτική αυτή έκθεση με τις πολύπλοκες σχέσεις των ένοπλων οργανώσεων με το χώρο του κοινού εγκλήματος. Υπήρξε όμως στην ιταλική εμπειρία και μια διάσταση πολύ πιο σημαντική κι ενδιαφέρουσα. Ήταν εκείνη των σχέσεων μιας πτέρυγας των Ερυθρών Ταξιαρχιών με το οργανωμένο έγκλημα και πιο συγκεκριμένα με την Καμόρα της Νάπολης.
Είναι αποδεδειγμένο ιστορικά ότι το κυριότερο εμπόδιο στη διείσδυση του ένοπλου κόμματος στον ιταλικό Νότο ήταν η αντιπαλότητα της μαφίας, που δύσκολα ανεχόταν τη δραστηριότητα ακόμη και των νόμιμων οργανώσεων της αριστεράς, όπως αποδεικνύουν οι δολοφονίες από την Κόζα Νόστρα του βουλευτή Πιο Λα Τόρε, γραμματέα της οργάνωσης Σικελίας του Ιταλικού Κ.Κ. και, αργότερα, του Πεπίνο Ιμπαστάτο, στελέχους της Προλεταριακής Δημοκρατίας. Η σικελική Κόζα Νόστρα, η Ντράνγκετα (από την ελληνική λέξη «Ανδραγαθία») της Καλαβρίας και η Καμόρα της Νάπολης ήταν οργανώσεις βαθύτατα αντικομμουνιστικές και στενότατα συνδεδεμένες με τα κυβερνητικά κόμματα, κυρίως με τη Χριστιανοδημοκρατία.
Είναι γνωστή και δικαστικώς εξακριβωμένη, εξ άλλου, η ενεργοποίηση της μαφίας κατά τη διάρκεια της απαγωγής από τις Ερυθρές Ταξιαρχίες του προέδρου της Χριστιανοδημοκρατίας Άλντο Μόρο την άνοιξη του 1978. Η ηγεσία της μαφίας είχε δραστηριοποιηθεί για να ανακαλύψει τη μυστική «φυλακή του λαού» όπου κρατούνταν ο όμηρος και, σύμφωνα με μαρτυρίες, είχε μάλλον καταφέρει να εντοπίσει την πιο σημαντική γιάφκα των Ερυθρών Ταξιαρχιών στη Ρώμη. Σύμφωνα με πολυάριθμους ανανήψαντες μαφιόζους, οι έρευνες της μαφίας διεκόπησαν κατόπιν νέων εντολών της χριστιανοδημοκρατικής ηγεσίας, που δεν ενδιαφερόταν πλέον για τη σωτηρία του ομήρου.
Η ανάπτυξη των σχέσεων όμως των Ερυθρών Ταξιαρχιών με το οργανωμένο έγκλημα αφορά την περίοδο που ακολουθεί την απαγωγή και την εκτέλεση του Μόρο και είναι έργο του Τζοβάνι Σεντζάνι, με τη θεωρητική κάλυψη της ιστορικής ηγεσίας στη φυλακή.
Η πολιτική αποτυχία της επιχείρησης Μόρο τροφοδότησε φυγόκεντρες τάσεις και προκάλεσε έντονες εσωκομματικές διαμάχες στους κόλπους των Ερυθρών Ταξιαρχιών. Η πολιτική αυτή κρίση τελικά οδήγησε, στις αρχές του 1980, στην απόφαση του υπεύθυνου επιμελητείας Ρομπέρτο Πέτσι να ανανήψει μόλις λίγους μήνες μετά τη σύλληψη του και να επιφέρει σοβαρότατο πλήγμα στην οργάνωση. Το ογκώδες κύμα συλλήψεων διευκόλυνε την ανάδειξη στην ηγεσία των Ερυθρών Ταξιαρχιών του Τζοβάνι Σεντζάνι.
Οι δύο ηγεσίες των Ερυθρών Ταξιαρχιών
Καθηγητής κοινωνιολογίας στο πανεπιστήμιο της Πίζας, ο Σεντζάνι υπήρξε για πάνω από μια δεκαετία ο μεγαλύτερος εμπειρογνώμονας της Ιταλίας επάνω σε θέματα που αφορούσαν τις φυλακές. Μια εμπεριστατωμένη μελέτη του επάνω σε αυτό το θέμα αποτελούσε μέχρι το 1979 διδακτικό εγχειρίδιο στη σχολή ειδίκευσης αξιωματικών του σώματος δεσμοφυλάκων, ενώ ο ίδιος συνεργαζόταν σε τακτική βάση με το υπουργείο Δικαιοσύνης. Ο Σεντζάνι ήταν ήδη μέλος των Ερυθρών Ταξιαρχιών κατά τη διάρκεια της απαγωγής του Μόρο, αλλά παραμένει ομιχλώδης ο ακριβής ρόλος του. [σημ. 11] Συνελήφθη το 1978 με την κατηγορία ότι υπέθαλψε καταζητούμενο ερυθροταξιαρχίτη, αλλά δεν προέκυψαν στοιχεία εις βάρος του. Το επόμενο έτος αποφυλακίστηκε και πέρασε στην παρανομία.
Ένα από τα πρώτα μελήματα του Σεντζάνι, μέλος πλέον του Εκτελεστικού οργάνου των Ερυθρών Ταξιαρχιών και υπεύθυνος για το «Μέτωπο των Φυλακών», ήταν να οργανώσει, για πρώτη φορά, μια Φάλαγγα της οργάνωσης στην Νάπολη. Στην προσπάθεια του αυτή είχε την πλήρη υποστήριξη της ιστορικής ηγετικής ομάδας στη φυλακή (Ρενάτο Κούρτσο, Αλμπέρτο Φραντσεσκίνι, κ.α), που μόλις τότε είχε κυκλοφορήσει ένα ογκώδες πολιτικό ντοκουμέντο με τίτλο «Η Μέλισσα και ο Κομμουνιστής». Η φυλακισμένη ιστορική ηγεσία ήταν σε ρήξη με την εκτός φυλακής ηγεσία της οργάνωσης, εκπροσωπούμενη από τον Μάριο Μορέτι. Οι διαφωνία ξεκινούσε από τους χειρισμούς κατά τη διάρκεια της απαγωγής του Μόρο και τον υποβαθμισμένο ρόλο που έπαιξε στην κρίσιμη εκείνη συγκυρία η φυλακισμένη ηγεσία. Παράλληλα, οι φυλακισμένοι ηγέτες κατηγόρησαν τους ελεύθερους συντρόφους ότι αμελούσαν να ετοιμάσουν σχέδια για την απόδραση τους. Ο Μορέτι, πιεσμένος από τα σοβαρά οργανωτικά προβλήματα που δημιούργησε η λιποταξία του Πέτσι, δεν μπόρεσε να δώσει καθησυχαστικές απαντήσεις και γρήγορα η διαμάχη επεκτάθηκε σε θέματα γενικότερης στρατηγικής.
Στο «Η Μέλισσα και ο Κομμουνιστής» οι φυλακισμένοι ηγέτες προσπάθησαν να αναθεωρήσουν την ανάλυση της κοινωνίας που έκανε η ελεύθερη ηγεσία της οργάνωσης και να αμφισβητήσουν τη στρατηγική του «πλήγματος στην καρδιά του κράτους» που είχε χαρακτηρίσει την επιχείρηση Μόρο. Γι’ αυτό έδωσαν έμφαση στον «κεντρικό ρόλο της φυλακής» στη νέα στρατηγική της ένοπλης πάλης. Η κεντρικότητα αυτή, ισχυρίστηκε η φυλακισμένη ηγεσία, δεν προέκυπτε μόνο από τους εκατοντάδες τρομοκράτες που φυλακίστηκαν μετά τις αποκαλύψεις του Πέτσι, αλλά είχε ευρύτερο κοινωνικό και πολιτικό χαρακτήρα: η αναδιοργάνωση του συστήματος παραγωγής εξωθούσε στο περιθώριο μεγάλες μάζες εργαζομένων, καθιστώντας το «περιθωριακό προλεταριάτο» κεντρικό υποκείμενο της επαναστατικής δράσης.
Λίγους μήνες αργότερα η ιστορική ηγεσία των Ερυθρών Ταξιαρχιών έκανε ένα ακόμη βήμα προς αυτή την κατεύθυνση, δημοσιεύοντας ένα δεύτερο βιβλίο επάνω στο ίδιο θέμα, με τίτλο «Το Δέντρο της Αμαρτίας». Στο κείμενο αυτό, για πρώτη φορά, οι φυλακισμένοι ηγέτες άφησαν ανοιχτό το ενδεχόμενο «τακτικών συμμαχιών» με το οργανωμένο έγκλημα, με στόχο να αναδειχτούν τα μάτια του προλεταριάτου η αντίθεση ανάμεσα στην «ανατρεπτική πρακτική» των μαφιόζικων οργανώσεων και τη συνεργασία της ηγεσίας τους με το πολιτικό κατεστημένο. Στις προθέσεις των συγγραφέων, η νέα τακτική σκόπευε στο να περιορίσει τη στρατολόγηση που οι μαφιόζικες οργανώσεις προωθούσαν μέσα κι έξω από τις φυλακές, ευνοώντας αντίθετα την ένοπλη στράτευση.
Η επιρροή του Σεντζάνι στη διαμόρφωση των αντιλήψεων αυτών είναι εμφανής. Ο τρομοκράτης καθηγητής ερμήνευσε ορθά τη δημοσίευση των δυο κειμένων ως σαφή τοποθέτηση της ιστορικής ηγεσίας με το μέρος του στην εσωκομματική διαμάχη του με τον Μορέτι, που κατηγορείτο για «μιλιταρισμό».
Σε συνέπεια με τις νέες υποδείξεις της ιστορικής ηγεσίας, η Φάλαγγα Νάπολης των Ερυθρών Ταξιαρχιών, εξ ολοκλήρου ελεγχόμενη από τον Σεντζάνι, αποφάσισε να αναλάβει δράση. Ο στόχος ήταν ο χριστιανοδημοκράτης τοπικός ηγέτης Τσίρο Τσιρίλο, υπεύθυνος ανοικοδόμησης της περιφερειακής κυβέρνησης Καμπανίας. Ουσιαστικά, ο Τσιρίλο ήταν ο άνθρωπος που χειριζόταν τις ογκώδεις χρηματοδοτήσεις της κεντρικής κυβέρνησης για την ανοικοδόμηση της Νάπολης μετά τον καταστρεπτικό σεισμό του 1980.
Ο Τσιρίλο απήχθη από κομάντο τρομοκρατών στις 27 Απριλίου 1981 στην Τόρε ντελ Γκρέκο, στα περίχωρα της Νάπολης. Λίγους μήνες πριν οι Ερυθρές Ταξιαρχίες είχαν απαγάγει στη Ρώμη τον υπεύθυνο για τις φυλακές του υπουργείου Δικαιοσύνης, τον δικαστικό Τζοβάνι Ντ΄ Ούρσο. Η απαγωγή του Ντ΄ Ούρσο ήταν η τελευταία ενέργεια των ενιαίων Ερυθρών Ταξιαρχιών πριν από τη διάσπαση και συνδυάστηκε με μεγάλη εξέγερση των κρατουμένων στις φυλακές εξαιρετικής ασφαλείας στο Πάλμι, όπου είχε μεταφερθεί η ιστορική ηγεσία της τρομοκρατικής οργάνωσης. Η εξέγερση κατεστάλη βάρβαρα από τις ειδικές δυνάμεις των καραμπινιέρων, ενώ ο Ντ΄ Ούρσο αφέθηκε ελεύθερος μετά από πολλούς μήνες, αφού ικανοποιήθηκαν τα πολιτικά αιτήματα των απαγωγέων.
Διαφορετική ήταν η εξέλιξη της απαγωγής Τσιρίλο. Η χριστιανοδημοκρατική ηγεσία, αμέσως την επομένη της απαγωγής του, θεώρησε ότι ο Τσιρίλο ήταν αναντικατάστατος άξονας στην εύθραυστη πολιτική ισορροπία μεταξύ κυβερνητικών κομμάτων και οργανωμένου εγκλήματος στην κατανομή των κονδυλίων για την ανοικοδόμηση. Η ενδεχόμενη απώλεια του θα προκαλούσε πραγματικό σεισμό σε πανιταλικό επίπεδο κι αποφάσισε να πράξει ο,τι δεν είχε πράξει κατά τη διάρκεια της απαγωγής του Μόρο: να ανοίξει δηλαδή διαπραγματεύσεις, μέσω των μυστικών υπηρεσιών, με τους απαγωγείς για την απελευθέρωση του. Μεσάζων στις διαπραγματεύσεις αυτές ορίστηκε ο Ραφαέλε Κούτολο, ο φυλακισμένος αρχηγός της μαφιόζικης οργάνωσης Νέα Οργανωμένη Καμόρα NCO. Ο Κούτολο θεώρησε ότι η διαμεσολάβηση του αποτελούσε χρυσή ευκαιρία για να ενισχύσει την οργάνωση του, που βρισκόταν σε εμπόλεμη κατάσταση με άλλη μαφιόζικη συμμορία της Νάπολης, τη Νέα Οικογένεια, επικεφαλής της οποίας ήταν μια γυναίκα, η Πουπέλα Μαρέσκα. Γι΄ αυτό το λόγο ενεργοποιήθηκε χωρίς χρονοτριβή μέσα κι έξω από τις φυλακές και ήρθε γρήγορα σε επαφή με την φράξια Σεντζάνι.
Οι διαπραγματεύσεις διεξήχθησαν μυστικά και ακόμη μέχρι και σήμερα πολλές πτυχές τους παραμένουν άγνωστες. Ο Κούτολο απαίτησε κι εξασφάλισε από τη Χριστιανοδημοκρατία τον έλεγχο μεγάλου μέρους του κονδυλίου για την ανοικοδόμηση της Νάπολης, καθώς και τη μεταφορά του στη φυλακή της Νάπολης. Στους τρομοκράτες ο αρχηγός της Καμόρα προσέφερε πέντε δισεκατομμύρια λιρέτες, καθώς και λεπτομερείς πληροφορίες για πολιτικούς και αστυνομικούς που θα μπορούσαν να αποτελέσουν στόχο των Ερυθρών Ταξιαρχιών. Ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα ώστε να εξουδετερωθεί ο ενοχλητικός αρχηγός της ομάδας άμεσης δράσης της αστυνομίας της Νάπολης. Παρόλο που ο αστυνόμος δεν είχε ποτέ ασχοληθεί με θέματα τρομοκρατίας, η Φάλαγγα Νάπολης αποδέχτηκε τις υποδείξεις της Καμόρα και τον εξετέλεσε κατά τη διάρκεια της απαγωγής Τσιρίλο.
Ο Σετζάνι αποδέχτηκε τελικά την προσφορά του Κούτολο και ο Τσιρίλο απελευθερώθηκε στις 24 Ιουλίου 1981. Ο τρομοκράτης ηγέτης μίλησε για «σημαντική νίκη», αφού ο όμηρος «αποκάλυψε στην ανάκριση το υπόγειο σύστημα εξουσίας της Χριστιανοδημοκρατίας», ενώ η τοπική αυτοδιοίκηση είχε δεσμευτεί να επιτάξει 12.000 άδεια διαμερίσματα για να στεγαστούν οι σεισμόπληκτοι. Αλλά δεν έκανε λέξη για τα χρηματικά οφέλη που αποκόμισε η οργάνωση χάρη στη συνεργασία της με τη μαφία. Αντιθέτως μάλιστα, ο ρόλος της Καμόρας στην απελευθέρωση του ομήρου καλύφθηκε επιμελώς απ΄ όλους τους πρωταγωνιστές της υπόθεσης. Ο Τσιρίλο, αμέσως μετά την απελευθέρωση του, απήχθη ξανά από άνδρες των μυστικών υπηρεσιών και παρέμεινε έγκλειστος στην κατοικία του. Ο υπαρχηγός του Κούτολο, Φραντσέσκο Καζίλο, που κρατούσε τις επαφές με τις μυστικές υπηρεσίες, ανατινάχτηκε στον αέρα. Ο ίδιος ο Μορέτι, που είχε εκφράσει επιφυλάξεις για την κατάληξη της υπόθεσης Τσιρίλο, δέχτηκε δολοφονική επίθεση στη φυλακή από πληρωμένο δολοφόνο. Ο Μορέτι είχε στο μεταξύ πέσει στα χέρια της αστυνομίας στις 4 Απριλίου στο Μιλάνο, ενώ προσπαθούσε να στρατολογήσει τοξικομανείς και ανθρώπους του υποκόσμου.
Φαινομενικά, η συνεργασία του Σεντζάνι με τη μαφία της Νάπολης είχε ως αποτέλεσμα να εξασφαλίσει τον έλεγχο της τρομοκρατικής οργάνωσης, την οποία –για να υπογραμμίσει τη ρήξη με το «μιλιταριστικό» παρελθόν- μετονόμασε σε Ερυθρές Ταξιαρχίες- Κόμμα του Αντάρτικου. Οι εναπομείναντες ερυθροταξιαρχίτες, που δεν συμφωνούσαν με τις θέσεις του Σεντζάνι, διασπάστηκαν με τη σειρά τους και σε σύντομο χρονικό διάστημα έπαψαν να υφίστανται.
Οι ανανήψαντες
Στην πραγματικότητα, η συνεργασία με τη μαφιόζικη οργάνωση αποδείχτηκε μοιραία και για την πολιτική συνοχή του Κόμματος του Αντάρτικου. Πρακτικές ευρύτατα διαδεδομένες στο οργανωμένο έγκλημα άρχισαν να υιοθετούνται από τους τρομοκράτες, αυξάνοντας την απόσταση ανάμεσα στις Ερυθρές Ταξιαρχίες και την κοινωνική βάση στην οποία απευθύνονταν. Αυτό έγινε σαφές με την αμέσως επόμενη επιχείρηση που πραγματοποίησε η ομάδα του Σεντζάνι: την απαγωγή του Ρομπέρτο Πέτσι, αδελφού του ανανήψαντος ερυθροταξιαρχίτη Πατρίτσιο. Ο Ρομπέρτο Πέτσι είχε χρηματίσει για σύντομο χρονικό διάστημα μέλος της οργάνωσης στην πόλη Σαν Μπενεντέτο, αλλά ήδη την επομένη της επιχείρησης Μόρο είχε εγκαταλείψει την ένοπλη δράση. Η απαγωγή του εντάχτηκε στο πλαίσιο της εκστρατείας του Κόμματος του Αντάρτικου εναντίον των ανανηψάντων τρομοκρατών. Επειδή όμως ήταν δύσκολο να δικαιολογηθεί η επίθεση εναντίον όχι του ίδιου του «προδότη» αλλά ενός συγγενή του, ο Σεντζάνι φρόντισε να κατασκευάσει ολόκληρη θεωρία.
Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, ο Ρομπέρτο ήταν συνυπεύθυνος της «προδοσίας» του Πατρίτσιο, αφού συνεργάστηκε με τους καραμπινιέρους για να ασκήσει πίεση στον συλληφθέντα ώστε να αποκαλύψει τα μυστικά της οργάνωσης. Ο ισχυρισμός αυτός ήταν εντελώς αβάσιμος, όπως ήταν ήδη γνωστό την εποχή της απαγωγής, αλλά έπρεπε να καλύψει την καθαρά μαφιόζικη πρακτική να πλήττονται συγγενείς του «προδότη». Τελικά ο Ρομπέρτο Πέτσι εκτελέστηκε σε σκουπιδότοπο στα περίχωρα της Ρώμης. Η εκτέλεση του μαγνητοσκοπίστηκε σε βίντεο, με επαναστατικά εμβατήρια ως ηχητική υπόκρουση.
Η εκστρατεία εναντίον των ανανηψάντων γρήγορα μεταφέρθηκε στις φυλακές, καθώς στις αρχές του 1982 και ο Σεντζάνι έπεσε στα χέρια της αστυνομίας. Η σύλληψη του ηγέτη σήμανε και το τέλος του Κόμματος του Αντάρτικου, το οποίο όμως από καιρό βρισκόταν σε φάση αποσύνθεσης. Ιδιαίτερα στη Νάπολη, η συνύπαρξη με την Καμόρα είχε διαλυτική επιρροή στους τρομοκράτες. Σημαντικά στελέχη έπεσαν στα χέρια της αστυνομίας, μάλλον χάρη σε πληροφοριοδότες του υποκόσμου. Ορισμένα στελέχη εξαφανίστηκαν με μέρος από τα 5 δισεκατομμύρια που εισπράχτηκαν ως λύτρα για την απαγωγή Τσιρίλο, ενώ δεν έλειψαν και περιπτώσεις τρομοκρατών που προσχώρησαν στη μαφία.
Στις φυλακές γρήγορα η κατάσταση έγινε εφιαλτική. Και το Κόμμα του Αντάρτικου και η Καμόρα του Κούτολο ανέλαβαν εκστρατεία εκφοβισμού των φυλακισμένων μελών τους που θεωρούνται ύποπτοι «προδοσίας». Εκατοντάδες κρατούμενοι ξυλοκοπήθηκαν και ορισμένοι δολοφονήθηκαν [σημ. 12]. Η εκστρατεία αυτή δεν μπόρεσε όμως να σταματήσει το μεγάλο κύμα ανανηψάντων τρομοκρατών, που έδωσαν το τελειωτικό χτύπημα στις ένοπλες οργανώσεις της Ιταλίας. Κάτι ανάλογο συνέβη και με την Καμόρα, αφού γρήγορα θεσπίστηκε νομοθεσία που ευνοούσε τη «μεταμέλεια» όχι μόνον των τρομοκρατών αλλά και των μαφιόζων. Τόσο η οργάνωση του Κούτολο όσο και η αντίπαλη Νέα Οικογένεια υπέκυψαν κάτω από τα πλήγματα της αστυνομίας και στη θέση τους αναδείχτηκαν νέες εγκληματικές οργανώσεις.
Από αυτή την αναγκαστικά συνοπτική θεώρηση των σχέσεων των ιταλικών ενόπλων οργανώσεων με το χώρο του κοινού εγκλήματος μπορούν να προκύψουν κάποια συμπεράσματα. Η ιστορική εμπειρία της Ιταλίας φαίνεται να διαψεύδει οικτρά τις όποιες προσδοκίες της Σέχτας Επαναστατών σχετικά με το «επαναστατικό δυναμικό» των ανθρώπων που κινούνται στο χώρο του κοινού εγκλήματος. Απ΄ όλες τις περιπτώσεις που εξετάσαμε, σε μια μόνον περίπτωση η συνεργασία αυτή είχε ευνοϊκά για την πολιτική οργάνωση αποτελέσματα: όταν ο ποινικός αποδέχτηκε πλήρως την πολιτική πρακτική της οργάνωσης κι απλώς έθεσε την εγκληματική εμπειρία του στην υπηρεσία της στρατηγικής της. Αυτή η πρακτική του πρωτείου της πολιτικής, εξ άλλου, δεν χαρακτήρισε μόνον τις ένοπλες οργανώσεις αλλά και τις νόμιμες πολιτικές δυνάμεις της ιταλικής αριστεράς που έκαναν πολιτική επέμβαση στο χώρο των φυλακών και του κοινωνικού περιθωρίου. Στην αντίθετη περίπτωση, όταν η πολιτική οργάνωση βασιζόταν στο «επαναστατικό δυναμικό» του εγκληματία, τότε το εγκληματικό στοιχείο ή κυριάρχησε επί της πολιτικής πρακτικής ή οδήγησε την οργάνωση σε πολιτικό και οργανωτικό αδιέξοδο.
Ακόμη πιο καταστρεπτική υπήρξε η συνεργασία ενός συγκεκριμένου τομέα των Ερυθρών Ταξιαρχιών με το οργανωμένο έγκλημα.
Πράγματι, ακριβώς τη στιγμή που η ένοπλη πάλη όδευε προς τη δύση της, το οργανωμένο έγκλημα ετοιμαζόταν να κάνει το μεγάλο άλμα προς τα μπρος. Ήταν η εποχή που η ηρωίνη είχε κάνει ορμητικά την είσοδο της στην ευρωπαϊκή αγορά, προσφέροντας στις διάφορες ιταλικές μαφίες μια πρωτόγνωρη πηγή πλουτισμού. Ένα κύμα φρέσκου χρήματος έκανε ορμητικά την είσοδο του στον ιταλικό Νότο, παρασύροντας τα πάντα: θεσμούς, οικονομία και κοινωνία των πολιτών. Μέσα σε λίγα χρόνια το ιταλικό οργανωμένο έγκλημα αναδείχτηκε ως ο πρώτος οικονομικός παράγοντας της Ιταλίας, διεισδύοντας σε νόμιμες επιχειρήσεις, σε τράπεζες και στο Χρηματιστήριο. Τα σκάνδαλα με τους μαφιόζους τραπεζίτες Μικέλε Σιντόνα και Ρομπέρτο Κάλβι το αποδεικνύουν.
Οι θεωρητικές αναλύσεις του Σεντζάνι και της ιστορικής ηγεσίας των Ερυθρών Ταξιαρχιών εξανεμίστηκαν σαν χιόνι στον ήλιο. Στη θέση τους, δημιουργήθηκε στη δεκαετία του ΄90 ένα εκτεταμένο λαϊκό κίνημα εναντίον της μαφίας, που βρήκε ανταπόκριση σε συγκεκριμένα δικαστικά περιβάλλοντα, τα οποία εξαπέλυσαν την περίοδο 1992-1995 την εκστρατεία εναντίον της πολιτικής διαφθοράς που έγινε ευρύτερα γνωστή με την επωνυμία «επιχείρηση Καθαρά Χέρια». Το κίνημα αυτό εντόπισε τη διασύνδεση μεταξύ πολιτικής εξουσίας και οργανωμένου εγκλήματος ως καίρια απειλή εναντίον των δημοκρατικών θεσμών και την αρχή της νομιμότητας ως πολύτιμο εργαλείο για την υπεράσπιση της δημοκρατίας και την καταπολέμηση εκείνου που ο Αντόνιο Γκράμσι χαρακτήρισε «ανατρεπτικό πνεύμα» της ιταλικής αστικής τάξης. Οι συνεχείς επιθέσεις του Σίλβιο Μπερλουσκόνι εναντίον των «κομμουνιστών δικαστών» αποτελούν την καλύτερη απόδειξη.
http://politicongr.wordpress.com/2010/07/20/antartes-polewn-italia-70-sehta-ellada/#more-899
Ο Δημήτρης Δεληολάνης, δημοσιογράφος και συγγραφέας με έδρα τη Ρώμη, αναλύει τις σχέσεις των Ιταλών ανταρτών πόλεων με τους ποινικούς στη δεκαετία του ’70 στην Ιταλία, και τις πιθανές αναφορές της ελληνικής Σέχτας Επαναστατών στην παράδοση των ιταλικών Ενοπλων Επαναστατικών Πυρήνων εκείνης της εποχής.
Το κείμενο γράφτηκε για να δημοσιευτεί στο περιοδικό “Τετράδια”, που θα κυκλοφορήσει το φθινόπωρο. Προδημοσιεύεται στο politicon.gr, κατόπιν παραχώρησης του συγγραφέα.
Η νεότευκτη τρομοκρατική οργάνωση Σέχτα Επαναστατών επέλεξε να τοποθετήσει ως προμετωπίδα στην προκήρυξη της 24ης Ιουνίου 2009 κάποιους στίχους του Ιταλού τρομοκράτη Σέρτζο Ρομέο. Η επιλογή αυτή έχει και πολιτικό και υφολογικό ενδιαφέρον, καθώς, μαζί με το συνολικό κείμενο της προκήρυξης, επιτρέπει να βγουν κάποια συμπεράσματα για την αντίληψη που κυριαρχεί στους κόλπους της τρομοκρατικής αυτής οργάνωσης για την δυνατότητα να διασυνδεθεί με το χώρο του κοινού ποινικού εγκλήματος.
Τζουζέπε Ρομέο
Ο Τζουζέπε Σέρτζο Ρομέο ήταν ένας νέος Ναπολιτάνος με παραβατική συμπεριφορά και, σχετικά με το νεαρό της ηλικίας του, μακροχρόνια εμπειρία φυλάκισης. Στρατεύτηκε στις αρχές της δεκαετίας του ΄70 στην αριστερή εξωκοινοβουλευτική οργάνωση Lotta Continua (Συνεχής Πάλη) και στα τέλη του 1973 ακολούθησε την επιλογή της Επιτροπής Φυλακών της ίδιας οργάνωσης να εγκαταλείψει τη νόμιμη πολιτική δράση και να προχωρήσει στην ίδρυση των Ένοπλων Προλεταριακών Πυρήνων (ΝΑP, Nuclei Armati Proletari).
Η πρώτη εντύπωση είναι η απορία για τους λόγους που οδήγησαν τον ανώνυμο συντάκτη της προκήρυξης της Σέχτας Επαναστατών να προτιμήσει να αποδώσει φόρο τιμής, ως αγωνιστή σύμβολο της νέας φάσης ένοπλης πάλης στην Ελλάδα, το πρόσωπο του Ρομέο και όχι εκείνο του συντρόφου του Λούκα Μαντίνι. Και όμως: η δραματική ιστορία του Λούκα Μαντίνι όχι μόνον περιέχεται εξ ολοκλήρου στον ίδιο τόμο [σημ. 1] που κατά πάσα πιθανότητα συμβουλεύτηκε ο ανώνυμος συντάκτης της Σέχτας Επαναστατών, όχι μόνον είναι κατά πολύ πιο γνωστή σε οποιονδήποτε γνωρίζει έστω επιδερμικά την ιστορία της ιταλικής τρομοκρατίας, αλλά –επιπρόσθετα― συνδέεται άμεσα με εκείνη του Σέρτζο Ρομέο, καθώς οι δύο αγωνιστές των ΝΑP βρήκαν μαζί το θάνατο στις 29 Οκτωβρίου 1974.
Την ημέρα εκείνη ένας πενταμελής πυρήνας των ΝΑP προσπάθησε να ληστέψει μια τράπεζα στο κέντρο της Φλωρεντίας. Σύμφωνα με την εκδοχή που υποστήριξαν εκ των υστέρων οι ίδιοι οι ΝΑP, οι καραμπινιέροι είχαν πληροφορηθεί εκ των προτέρων για την απόπειρα ληστείας και έστησαν ενέδρα στους τρομοκράτες. Η αλήθεια είναι ότι, αμέσως μόλις βγήκαν από την τράπεζα, τα μέλη των ΝΑP έγιναν στόχος ριπών αυτομάτων. Ο Ρομέο και ο Μαντίνι σκοτώθηκαν επί τόπου, άλλοι δυο τρομοκράτες τραυματίστηκαν σοβαρά και μόνον ένας κατάφερε να ξεφύγει. Η εκδοχή της ενέδρας που υποστήριξε η προκήρυξη των ΝΑP άφηνε αναπάντητες καίριες ερωτήσεις, όπως τον τρόπο με τον οποίο έφτασε στους καραμπινιέρους η πληροφορία για την επικείμενη ληστεία. Και τελικά αποδείχτηκε εξ ολοκλήρου ανακριβής, χάρη στην όψιμη μαρτυρία του μοναδικού μέλους του πυρήνα που διασώθηκε [σημ. 2].
Λούκα Μαντίνι
Αυτό όμως δεν ήταν γνωστό την επομένη του θανάτου των δυο νεαρών τρομοκρατών. Ενώ ο θάνατος του Ρομέο θρηνήθηκε στα στενά πλαίσια της τρομοκρατικής οργάνωσης, εκείνος του Λούκα Μαντίνι προκάλεσε μεγάλη εντύπωση, προπαντός στη Φλωρεντία, όπου ήταν γνωστός για τους αγώνες του στα λαϊκά στρώματα της πόλης για να μειώσουν με δική τους πρωτοβουλία το κόστος των δημόσιων υπηρεσιών. Ακόμη μεγαλύτερη εντύπωση όμως προκάλεσε λίγους μήνες αργότερα ο θάνατος της μικρότερης αδελφής του, της Ανναμαρία Μαντίνι, σε ανταλλαγή πυροβολισμών με τους καραμπινιέρους στη Ρώμη στις 8 Ιουλίου 1975. Ο ιταλικός Τύπος κατέγραψε την εκδοχή ότι η ένοπλη στράτευση της Ανναμαρία ήταν επακόλουθο του θανάτου του αδελφού της, με τον οποίο ήταν, σύμφωνα με όλες τις μαρτυρίες, πολύ δεμένη. Ο καραμπινιέρος που πυροβόλησε την Ανναμαρία δολοφονήθηκε με τη σειρά του από τους ΝΑP λίγους μήνες αργότερα.
Η Σέχτα Επαναστατών αδιαφόρησε για τη συγκλονιστική ιστορία των δυο αδελφών Μαντίνι για να επικεντρώσει την προσοχή της στην περίπτωση του σχετικά άγνωστου Ρομέο. Ο λόγος δεν μπορεί παρά να είναι πολιτικός. Τα δυο αδέλφια από την Φλωρεντία ήταν γόνοι εργατικής οικογενείας και φοιτητές, ο νεαρός Ναπολιτάνος τρομοκράτης ήταν ορφανός κι εγκληματίας του ποινικού δικαίου.
Nuclei Armati Proletari
Όλη η ιστορία των ΝΑP όμως είναι μια ιστορία που συνδέεται στενά με το πολύπλοκο και πολυσύνθετο σύμπαν του ιταλικού υποκόσμου της δεκαετίας του ΄70. Η ιδρυτική ομάδα των ΝΑP αποτελείτο από φοιτητές και ποινικούς που πολιτικοποιήθηκαν στη φυλακή χάρη στη συνεχή κι επίμονη δουλειά που είχε κάνει η Επιτροπή Φυλακών ήδη από την ίδρυση της, το 1970. Όπως ήταν λογικό, στην πρώτη θέση της στρατηγικής των ΝΑP ήταν ο χώρος των φυλακών και η «απελευθέρωση του εκτός νόμου προλεταριάτου». Το σύνθημα που κυριαρχούσε στην ιδρυτική προκήρυξη της οργάνωσης, το Σεπτέμβριο 1974, ήταν: «Γενική εξέγερση μέσα στις φυλακές κι ένοπλη πάλη των πυρήνων που βρίσκονται απ΄ έξω».
Οι ένοπλες ενέργειες της οργάνωσης στόχευαν κυρίως στο να πλήξουν τους μηχανισμούς καταστολής και το προσωπικό των φυλακών. Αλλά οι επιχειρήσεις των ΝΑP χαρακτηρίστηκαν ευθύς εξ αρχής από ερασιτεχνισμό και πολύ περιορισμένη αποτελεσματικότητα. Ένα μέλος της οργάνωσης ανατινάχτηκε καθώς προσπαθούσε να τοποθετήσει εκρηκτικό μηχανισμό στην ταράτσα του ποινικού τμήματος της ψυχιατρικής κλινικής στην πόλη Αβέρσα. Άλλα δύο μέλη της οργάνωσης τραυματίστηκαν σοβαρά και ένας σκοτώθηκε από τυχαία έκρηξη καθώς ετοίμαζαν εκρηκτικό μηχανισμό σε γιάφκα στη Νάπολη. Ένας τρομοκράτης έπεσε θύμα φίλιων πυρών σε ενέδρα σε αξιωματικό της αστυνομίας στη Ρώμη. Μια εξέγερση στη φυλακή του Βιτέρμπο απέτυχε να προκαλέσει μαζική απόδραση των κρατουμένων και μετατράπηκε σε αιχμαλωσία ορισμένου αριθμού δεσμοφυλάκων.
Αυτές οι απανωτές αποτυχίες αποδεκάτισαν τα μέλη της οργάνωσης που προέρχονταν από το χώρο του ποινικού εγκλήματος και περιόρισαν την επιρροή τους στην επεξεργασία της στρατηγικής. Η στροφή σηματοδοτήθηκε με την απαγωγή του διευθυντή του τμήματος φυλακών του υπουργείου Δικαιοσύνης Τζουζέπε Ντι Τζενάρο στις 6 Μαϊου 1975. Ο Ντι Τζενάρο απελευθερώθηκε 5 ημέρες αργότερα, αφού προκήρυξη της οργάνωσης μεταδόθηκε από το κρατικό ραδιόφωνο.
Η στροφή αυτή έφερε τους ΝΑP πιο κοντά στην παραδοσιακή λενινιστική αντίληψη που είχαν επεξεργαστεί για την ένοπλη πάλη οι Ερυθρές Ταξιαρχίες. Τόσο που το 1976 οι δυο οργανώσεις ανήγγειλαν «επιχειρησιακή συνεργασία». Επρόκειτο όμως απλώς για ένα βήμα πριν από τη προσχώρηση των φυλακισμένων μελών των ΝΑP στις Ερυθρές Ταξιαρχίες: εκείνη την περίοδο η επιχειρησιακή ικανότητα των ΝΑP ήταν ήδη ουσιαστικά ανύπαρκτη, αφού σχεδόν όλη η ηγετική ομάδα ήταν νεκρή ή φυλακισμένη. Τελικά, το Δεκέμβριο του 1977 τρία ηγετικά στελέχη των ΝΑPανακοίνωσαν από τη φυλακή ότι η εμπειρία της οργάνωσης έληξε και προσχώρησαν στις Ερυθρές Ταξιαρχίες.
Η εμπειρία των ΝΑP θεωρείται ιστορικά ότι είχε πενιχρά αποτελέσματα τόσο σε επίπεδο ευρύτερης επιρροής στο πολιτικό προσκήνιο όσο και σε εκείνο της κινητοποίησης και της στράτευσης του κοινωνικού υποκειμένου στο οποίο απευθύνονταν, δηλαδή στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα της Νάπολης που συντηρούνταν χάρη σε παράνομες δραστηριότητες, όπως το λαθρεμπόριο τσιγάρων. Η ηγετική ομάδα των ΝΑP, που αποτελείτο κυρίως από Ναπολιτάνους, στοιχημάτισε στο επαναστατικό δυναμικό των στρωμάτων αυτών, που είναι ευρύτατα διαδεδομένα στην πρωτεύουσα του ιταλικού Νότου.
Ο τελικός απολογισμός όμως ήταν απογοητευτικός. Η ηγεσία των ΝΑP δεν έλαβε υπ΄ όψη της τις απαιτήσεις μακροχρόνιας στρατηγικής που απαιτούσε οποιαδήποτε υπόθεση ευρύτερης επαναστατικής αλλαγής. Οι απαιτήσεις αυτές δύσκολα γίνονταν κατανοητές από ανθρώπους που χαρακτηρίζονταν από την αντίληψη ότι ο αγώνας τους έπρεπε να επιφέρει απτά αποτελέσματα εδώ και τώρα. Απεναντίας, το οργανωμένο έγκλημα είχε το πλεονέκτημα να μπορεί να δώσει άμεση ικανοποίηση στα πιεστικά προβλήματα επιβίωσης του «παράνομου προλεταριάτου». Δεν είναι, λοιπόν, τυχαίο το γεγονός ότι η κρίση των ΝΑP και η ύφεση της πολιτικής επιρροής της άκρας αριστεράς στις ιταλικές φυλακές συνοδεύτηκαν, όπως θα δούμε, από την παράλληλη αύξηση της οργανωτικής ισχύος της μαφίας τόσο στις φυλακές όσο και στα ευρύτερα λαϊκά στρώματα της Ιταλίας και προπαντός του ιταλικού Νότου.
Επανάσταση και έγκλημα
Ο ρόλος του κοινού εγκληματία στην επαναστατική διαδικασία όμως συνέχισε να απασχολεί τους προβληματισμούς ορισμένων τομέων της ιταλικής άκρας αριστεράς. Επανήλθε στο προσκήνιο την επομένη της μεγάλης νεανικής κινητοποίησης του 1977. Ο καθηγητής του πανεπιστημίου της Γένοβας Τζανφράνκο Φαΐνα θεώρησε ότι το κίνημα αυτό ευνοούσε τη δημιουργία μιας ένοπλης οργάνωσης που να συνδυάζει την παρανομία με την εμπειρία του σιτουασιονισμού και του αναρχικού κινήματος, αναφορικά κυρίως με παλαιότερες καταστάσεις όπως η συμμορία Μπονό στη Γαλλία και άλλες. Η οργάνωση αυτή ονομάστηκε Επαναστατική Δράση. Ο Φαϊνα υιοθέτησε τις προηγούμενες θεωρητικοποιήσεις των Ιταλών σιτουασιονιστών και κομοντιστών περί «επαναστατικής αξίας της εγκληματικής πράξης» και επεξεργάστηκε την οργανωτική μορφή της «ομάδας κατά εκλεκτική συγγένεια», όπου τα μέλη της επιλέγονται με κριτήριο την οικειότητα, τη φιλία και τα κοινά ενδιαφέροντα [σημ. 4].
Σε ο,τι αφορούσε το κοινό έγκλημα, ο αναρχικός καθηγητής περιορίστηκε σε διακηρύξεις pour épater le bourgeois, χωρίς να προσπαθήσει καν να τις εφαρμόσει. Στην πράξη οι θεωρίες του Φαϊνα επισκιάστηκαν από το άγχος της ελευθεριακής ένοπλης οργάνωσης να διαχωριστεί από τους «μαρξιστές» των υπόλοιπων τρομοκρατικών οργανώσεων. Άγχος δικαιολογημένο, αφού η Επαναστατική Δράση δεν κατάφερε να προβάλει πολιτικά κι επιχειρησιακά μια ταυτότητα διαφορετική απέναντι στις εκατοντάδες ένοπλες ομάδες που δραστηριοποιούνταν εκείνη την περίοδο στην Ιταλία. Ακόμη και η εμμονή της να πλήττει εφημερίδες και δημοσιογράφους είχε βεβαίως στερεή βάση στην αυστηρή κριτική του Γκυ Ντεμπόρ προς τα μέσα ενημέρωσης.
Στην πράξη όμως οι επιθέσεις αυτές φάνηκαν να ακολουθούν μιμητικά τις υποδείξεις των Ερυθρών Ταξιαρχιών, που είχαν ήδη επιτεθεί και τραυματίσει μεγάλα ονόματα της ιταλικής δημοσιογραφίας στην προσπάθεια τους να φιμώσουν τις πιο οξυδερκείς και διαυγείς κριτικές φωνές, κυρίως του προοδευτικού χώρου.
Μονίμως στο περιθώριο της ένοπλης πάλης, η Επαναστατική Δράση τράβηξε παραδόξως την προσοχή των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών. Ένα μέλος της, ο Ενρίκο Παγκέρα, ήρθε σε επαφή στη φυλακή Φλωρεντίας με τον Αμερικανό μυστικό πράκτορα Ρόναλντ Στάρκ, που από καιρό είχε διεισδύσει στο χώρο της ιταλικής άκρας αριστεράς. Ο Σταρκ υπερηφανεύτηκε στον Παγκέρα ότι διέθετε πρώτης τάξεως διαπιστευτήρια στην ηγεσία του Λαϊκού Μετώπου για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης και εξέφρασε το ενδιαφέρον του για την ανάπτυξη μιας «μη μαρξιστικής τρομοκρατικής οργάνωσης στην Ιταλία» [σημ. 5]. Η ιστορία της οργάνωσης έληξε το 1981, όταν μια ομάδα φυλακισμένα μέλη της Επαναστατικής Δράσης ανήγγειλε τη διάλυση της.
Ένοπλοι Προλετάριοι για τον Κομμουνισμό
πό ορισμένους ακραίους τομείς του μεγάλου νεανικού κινήματος του ΄77 προέκυψε και μια άλλη οργάνωση που επανέφερε στο προσκήνιο, σε πολύ πιο περιορισμένη κλίμακα, την προβληματική των ΝΑP γύρω από την «επαναστατική δυναμική» του εγκληματικού χώρου. Η οργάνωση αυτή γεννήθηκε στην προλεταριακή συνοικία Μπαρόνα του Μιλάνου από νεαρούς πρώην Αυτόνομους και έλαβε την ονομασία Ένοπλοι Προλετάριοι για τον Κομμουνισμό (Proletari Armati per il Comunismo, PAC). Στην πραγματικότητα, οι PAC δεν υιοθέτησαν την αντίληψη των ΝΑP ότι το «παράνομο προλεταριάτο» αποτελεί «επαναστατικό υποκείμενο».
Ο Τόνι Νέγκρι συλλαμβάνεται στην Πάντοβα, 7 Απρίλίου 1979
Χωρίς μεγάλες απαιτήσεις ανάλυσης, περιορίστηκαν στο να τραβήξουν προς τα άκρα μια κάποια αισθητική της παρανομίας που κυριαρχούσε τότε στο νεανικό κίνημα και που βρήκε θεωρητική επιστέγαση τόσο στα γραπτά του θεωρητικού της Αυτονομίας Τόνι Νέγκρι [σημ. 6] όσο και στη θεωρία της «επιθυμητικής μηχανής» των Γάλλων ριζοσπαστών φιλοσόφων Ζιλ Ντελέζ και Φελίξ Γκουατταρί [σημ. 7]. Αυτό το υποτυπώδες θεωρητικό υπόβαθρο, όπως και η δίψα για άμεση δράση, βοήθησαν στη στρατολόγηση ορισμένων νεαρών εγκληματιών που ήδη κινούνταν στο χώρο της Αυτονομίας.
Μετά από σποραδικές όσο μάταιες απόπειρες να ασκήσει επιρροή στα εργοστάσια της περιοχής, η οργάνωση αυτή στράφηκε σχεδόν αποκλειστικά εναντίον της αστυνομίας σε μια προσπάθεια να την αποβάλει από τις λαϊκές συνοικίες του Μιλάνου. Στις 6 Ιουνίου 1978 οι PAC έφτασαν μάλιστα στο σημείο να δολοφονήσουν δυο καταστηματάρχες, έναν κρεοπώλη στο Μέστρε κι έναν χρυσοχόο στο Μιλάνο, διότι είχαν αντισταθεί με τα όπλα σε απόπειρες ληστείας από μέρους μικροεγκληματιών. Με τις δυο αυτές ενέργειες οι PAC θέλησαν να εδραιώσουν την «πολιτική ηγεμονία» τους στο χώρο της νεανικής παραβατικότητας του Μιλάνου, αλλά δεν είχαν άλλο αποτέλεσμα παρά να εντείνουν τις έρευνες της αστυνομίας, που μέσα σε λίγες εβδομάδες κατάφερε να εξαρθρώσει την οργάνωση.
Από τους εναπομείναντες τρομοκράτες κάποιοι εντάχτηκαν σε μεγαλύτερες ένοπλες οργανώσεις, ενώ μια ομάδα συνέχισε μέχρι το 1980 να ληστεύει τράπεζες αναλαμβάνοντας την ευθύνη με την επωνυμία «Κομμουνιστές Ληστές». Στους PAC ανήκε και ο πολιτικοποιημένος πρώην ποινικός Τσέζαρε Μπατίστι, που διέφυγε στο Παρίσι κι εξελίχθηκε σε αξιόλογο συγγραφέα αστυνομικών μυθιστορημάτων. Η περίπτωση του Μπατίστι εξακολουθεί ακόμη να απασχολεί τα ιταλικά μέσα ενημέρωσης, αφού ο πρώην τρομοκράτης, καταδικασμένος σε δις ισόβια και για τις δυο δολοφονίες [σημ. 8], προσπάθησε να αποφύγει την έκδοση και κατέφυγε στη Βραζιλία.
Οι ΝΑP συγκροτήθηκαν στη βάση της επαναστατικής προοπτικής του υποκοσμικού προλεταριάτου, ενώ η Επαναστατική Δράση, αποτελούμενη κυρίως από φοιτητές και διανοούμενους, είχε θεωρητικοποιήσει την «εγκληματοποίηση» της ένοπλης πολιτικής πάλης. Υπήρξε όμως και μια άλλη εκδοχή στις σχέσεις μεταξύ τρομοκρατικών οργανώσεων και κοινού εγκλήματος. Ήταν εκείνη της απλής ένταξης ποινικών στις τρομοκρατικές οργανώσεις. Στην περίπτωση αυτή, ο πολιτικοποιημένος και ριζοσπαστικοποιημένος εγκληματίας αποδεχόταν το πρόγραμμα και τη στρατηγική της οργάνωσης κι έβαζε εντός παρενθέσεως την κοινωνική καταβολή του. Παράλληλα, έθετε, βεβαίως, στην υπηρεσία της οργάνωσης την ειδική τεχνογνωσία που απέκτησε κατά την εγκληματική του δράση. Συνήθως η τεχνογνωσία αυτή ήταν πολύτιμη για τις ένοπλες οργανώσεις προκειμένου να διδαχτούν τις ειδικές τεχνικές που χρειάζονται για τις ληστείες στις τράπεζες, την κλοπή αυτοκινήτων, την προμήθεια όπλων, την πλαστογράφηση δελτίων ταυτότητας.
Τα ιδρυτικά στελέχη των Ερυθρών Ταξιαρχιών και της Πρώτης Γραμμής παραδέχτηκαν εκ των υστέρων ότι οι τεχνικού τύπου υποδείξεις των ποινικών υπήρξαν πολύτιμες στην πρώτη φάση ένοπλης πάλης. Αργότερα, με την εξάρθρωση των τρομοκρατικών οργανώσεων, κατά κανόνα οι ποινικοί επανήλθαν στο χώρο του κοινού εγκλήματος, ενίοτε και σε μαφιόζικου τύπου συμμορίες, που στο μεταξύ είχαν εδραιώσει κι επεκτείνει την επιρροή τους, κυρίως στο ιταλικό Νότο.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Γκρατσιάνο Μπιάνκι, που υπήρξε στις αρχές της δεκαετίας του ΄80 μέλος της οργάνωσης COLP (Οργανωμένοι Κομμουνιστές για την Απελευθέρωση του Προλεταριάτου) [σημ. 9] και συνελήφθη στις 9 Δεκεμβρίου 2009 διότι υπέθαλψε στο Μιλάνο τον καταζητούμενο μεγαλονονό της Κόζα Νόστρα Γκαετάνο Φινταντζάτι. Στον υιό Φινταντζάτι, Γκουλιέλμο, είχε απευθυνθεί για να ζητήσει βοήθεια και ο Μπρούνο Γκιράρντι, πρώην ποινικός και στέλεχος της οργάνωσης Πολιτικο- Στρατιωτικό ΚΚ, που συνελήφθη το Φεβρουάριο 2007.
Στην περίπτωση μάλιστα μιας από τις πρώτες ένοπλες οργανώσεις της Ιταλίας, της Ομάδας που έγινε γνωστή ως 22 Οκτωβρίου, η παρουσία ποινικών αποδείχτηκε καταστροφική. Η ολιγομελής αυτή ομάδα, που σχηματίστηκε στις 22 Οκτωβρίου 1969 στη Γένοβα από πρώην αντιστασιακούς και διαφωνούντα μέλη του Ιταλικού Κ.Κ., συνεργάστηκε με ποινικούς στην απαγωγή του βιομηχάνου Σέρτζο Γκαντόλα τον Οκτώβριο του 1970. Όταν όμως, το επόμενο έτος, η αστυνομία βρέθηκε στα ίχνη της οργάνωσης μετά από αποτυχημένη απόπειρα ληστείας, οι ποινικοί συνεργάστηκαν αμέσως με τις αρχές και όχι μόνο διευκόλυναν την εξάρθρωση της οργάνωσης, αλλά βοήθησαν σημαντικά στο να επισκιαστεί ο πολιτικός χαρακτήρας της. [σημ. 10]
Ερυθρές Ταξιαρχίες και Καμόρα
Μέχρι τώρα ασχοληθήκαμε στη συνοπτική αυτή έκθεση με τις πολύπλοκες σχέσεις των ένοπλων οργανώσεων με το χώρο του κοινού εγκλήματος. Υπήρξε όμως στην ιταλική εμπειρία και μια διάσταση πολύ πιο σημαντική κι ενδιαφέρουσα. Ήταν εκείνη των σχέσεων μιας πτέρυγας των Ερυθρών Ταξιαρχιών με το οργανωμένο έγκλημα και πιο συγκεκριμένα με την Καμόρα της Νάπολης.
Είναι αποδεδειγμένο ιστορικά ότι το κυριότερο εμπόδιο στη διείσδυση του ένοπλου κόμματος στον ιταλικό Νότο ήταν η αντιπαλότητα της μαφίας, που δύσκολα ανεχόταν τη δραστηριότητα ακόμη και των νόμιμων οργανώσεων της αριστεράς, όπως αποδεικνύουν οι δολοφονίες από την Κόζα Νόστρα του βουλευτή Πιο Λα Τόρε, γραμματέα της οργάνωσης Σικελίας του Ιταλικού Κ.Κ. και, αργότερα, του Πεπίνο Ιμπαστάτο, στελέχους της Προλεταριακής Δημοκρατίας. Η σικελική Κόζα Νόστρα, η Ντράνγκετα (από την ελληνική λέξη «Ανδραγαθία») της Καλαβρίας και η Καμόρα της Νάπολης ήταν οργανώσεις βαθύτατα αντικομμουνιστικές και στενότατα συνδεδεμένες με τα κυβερνητικά κόμματα, κυρίως με τη Χριστιανοδημοκρατία.
Είναι γνωστή και δικαστικώς εξακριβωμένη, εξ άλλου, η ενεργοποίηση της μαφίας κατά τη διάρκεια της απαγωγής από τις Ερυθρές Ταξιαρχίες του προέδρου της Χριστιανοδημοκρατίας Άλντο Μόρο την άνοιξη του 1978. Η ηγεσία της μαφίας είχε δραστηριοποιηθεί για να ανακαλύψει τη μυστική «φυλακή του λαού» όπου κρατούνταν ο όμηρος και, σύμφωνα με μαρτυρίες, είχε μάλλον καταφέρει να εντοπίσει την πιο σημαντική γιάφκα των Ερυθρών Ταξιαρχιών στη Ρώμη. Σύμφωνα με πολυάριθμους ανανήψαντες μαφιόζους, οι έρευνες της μαφίας διεκόπησαν κατόπιν νέων εντολών της χριστιανοδημοκρατικής ηγεσίας, που δεν ενδιαφερόταν πλέον για τη σωτηρία του ομήρου.
Η ανάπτυξη των σχέσεων όμως των Ερυθρών Ταξιαρχιών με το οργανωμένο έγκλημα αφορά την περίοδο που ακολουθεί την απαγωγή και την εκτέλεση του Μόρο και είναι έργο του Τζοβάνι Σεντζάνι, με τη θεωρητική κάλυψη της ιστορικής ηγεσίας στη φυλακή.
Η πολιτική αποτυχία της επιχείρησης Μόρο τροφοδότησε φυγόκεντρες τάσεις και προκάλεσε έντονες εσωκομματικές διαμάχες στους κόλπους των Ερυθρών Ταξιαρχιών. Η πολιτική αυτή κρίση τελικά οδήγησε, στις αρχές του 1980, στην απόφαση του υπεύθυνου επιμελητείας Ρομπέρτο Πέτσι να ανανήψει μόλις λίγους μήνες μετά τη σύλληψη του και να επιφέρει σοβαρότατο πλήγμα στην οργάνωση. Το ογκώδες κύμα συλλήψεων διευκόλυνε την ανάδειξη στην ηγεσία των Ερυθρών Ταξιαρχιών του Τζοβάνι Σεντζάνι.
Οι δύο ηγεσίες των Ερυθρών Ταξιαρχιών
Καθηγητής κοινωνιολογίας στο πανεπιστήμιο της Πίζας, ο Σεντζάνι υπήρξε για πάνω από μια δεκαετία ο μεγαλύτερος εμπειρογνώμονας της Ιταλίας επάνω σε θέματα που αφορούσαν τις φυλακές. Μια εμπεριστατωμένη μελέτη του επάνω σε αυτό το θέμα αποτελούσε μέχρι το 1979 διδακτικό εγχειρίδιο στη σχολή ειδίκευσης αξιωματικών του σώματος δεσμοφυλάκων, ενώ ο ίδιος συνεργαζόταν σε τακτική βάση με το υπουργείο Δικαιοσύνης. Ο Σεντζάνι ήταν ήδη μέλος των Ερυθρών Ταξιαρχιών κατά τη διάρκεια της απαγωγής του Μόρο, αλλά παραμένει ομιχλώδης ο ακριβής ρόλος του. [σημ. 11] Συνελήφθη το 1978 με την κατηγορία ότι υπέθαλψε καταζητούμενο ερυθροταξιαρχίτη, αλλά δεν προέκυψαν στοιχεία εις βάρος του. Το επόμενο έτος αποφυλακίστηκε και πέρασε στην παρανομία.
Ένα από τα πρώτα μελήματα του Σεντζάνι, μέλος πλέον του Εκτελεστικού οργάνου των Ερυθρών Ταξιαρχιών και υπεύθυνος για το «Μέτωπο των Φυλακών», ήταν να οργανώσει, για πρώτη φορά, μια Φάλαγγα της οργάνωσης στην Νάπολη. Στην προσπάθεια του αυτή είχε την πλήρη υποστήριξη της ιστορικής ηγετικής ομάδας στη φυλακή (Ρενάτο Κούρτσο, Αλμπέρτο Φραντσεσκίνι, κ.α), που μόλις τότε είχε κυκλοφορήσει ένα ογκώδες πολιτικό ντοκουμέντο με τίτλο «Η Μέλισσα και ο Κομμουνιστής». Η φυλακισμένη ιστορική ηγεσία ήταν σε ρήξη με την εκτός φυλακής ηγεσία της οργάνωσης, εκπροσωπούμενη από τον Μάριο Μορέτι. Οι διαφωνία ξεκινούσε από τους χειρισμούς κατά τη διάρκεια της απαγωγής του Μόρο και τον υποβαθμισμένο ρόλο που έπαιξε στην κρίσιμη εκείνη συγκυρία η φυλακισμένη ηγεσία. Παράλληλα, οι φυλακισμένοι ηγέτες κατηγόρησαν τους ελεύθερους συντρόφους ότι αμελούσαν να ετοιμάσουν σχέδια για την απόδραση τους. Ο Μορέτι, πιεσμένος από τα σοβαρά οργανωτικά προβλήματα που δημιούργησε η λιποταξία του Πέτσι, δεν μπόρεσε να δώσει καθησυχαστικές απαντήσεις και γρήγορα η διαμάχη επεκτάθηκε σε θέματα γενικότερης στρατηγικής.
Στο «Η Μέλισσα και ο Κομμουνιστής» οι φυλακισμένοι ηγέτες προσπάθησαν να αναθεωρήσουν την ανάλυση της κοινωνίας που έκανε η ελεύθερη ηγεσία της οργάνωσης και να αμφισβητήσουν τη στρατηγική του «πλήγματος στην καρδιά του κράτους» που είχε χαρακτηρίσει την επιχείρηση Μόρο. Γι’ αυτό έδωσαν έμφαση στον «κεντρικό ρόλο της φυλακής» στη νέα στρατηγική της ένοπλης πάλης. Η κεντρικότητα αυτή, ισχυρίστηκε η φυλακισμένη ηγεσία, δεν προέκυπτε μόνο από τους εκατοντάδες τρομοκράτες που φυλακίστηκαν μετά τις αποκαλύψεις του Πέτσι, αλλά είχε ευρύτερο κοινωνικό και πολιτικό χαρακτήρα: η αναδιοργάνωση του συστήματος παραγωγής εξωθούσε στο περιθώριο μεγάλες μάζες εργαζομένων, καθιστώντας το «περιθωριακό προλεταριάτο» κεντρικό υποκείμενο της επαναστατικής δράσης.
Λίγους μήνες αργότερα η ιστορική ηγεσία των Ερυθρών Ταξιαρχιών έκανε ένα ακόμη βήμα προς αυτή την κατεύθυνση, δημοσιεύοντας ένα δεύτερο βιβλίο επάνω στο ίδιο θέμα, με τίτλο «Το Δέντρο της Αμαρτίας». Στο κείμενο αυτό, για πρώτη φορά, οι φυλακισμένοι ηγέτες άφησαν ανοιχτό το ενδεχόμενο «τακτικών συμμαχιών» με το οργανωμένο έγκλημα, με στόχο να αναδειχτούν τα μάτια του προλεταριάτου η αντίθεση ανάμεσα στην «ανατρεπτική πρακτική» των μαφιόζικων οργανώσεων και τη συνεργασία της ηγεσίας τους με το πολιτικό κατεστημένο. Στις προθέσεις των συγγραφέων, η νέα τακτική σκόπευε στο να περιορίσει τη στρατολόγηση που οι μαφιόζικες οργανώσεις προωθούσαν μέσα κι έξω από τις φυλακές, ευνοώντας αντίθετα την ένοπλη στράτευση.
Η επιρροή του Σεντζάνι στη διαμόρφωση των αντιλήψεων αυτών είναι εμφανής. Ο τρομοκράτης καθηγητής ερμήνευσε ορθά τη δημοσίευση των δυο κειμένων ως σαφή τοποθέτηση της ιστορικής ηγεσίας με το μέρος του στην εσωκομματική διαμάχη του με τον Μορέτι, που κατηγορείτο για «μιλιταρισμό».
Σε συνέπεια με τις νέες υποδείξεις της ιστορικής ηγεσίας, η Φάλαγγα Νάπολης των Ερυθρών Ταξιαρχιών, εξ ολοκλήρου ελεγχόμενη από τον Σεντζάνι, αποφάσισε να αναλάβει δράση. Ο στόχος ήταν ο χριστιανοδημοκράτης τοπικός ηγέτης Τσίρο Τσιρίλο, υπεύθυνος ανοικοδόμησης της περιφερειακής κυβέρνησης Καμπανίας. Ουσιαστικά, ο Τσιρίλο ήταν ο άνθρωπος που χειριζόταν τις ογκώδεις χρηματοδοτήσεις της κεντρικής κυβέρνησης για την ανοικοδόμηση της Νάπολης μετά τον καταστρεπτικό σεισμό του 1980.
Ο Τσιρίλο απήχθη από κομάντο τρομοκρατών στις 27 Απριλίου 1981 στην Τόρε ντελ Γκρέκο, στα περίχωρα της Νάπολης. Λίγους μήνες πριν οι Ερυθρές Ταξιαρχίες είχαν απαγάγει στη Ρώμη τον υπεύθυνο για τις φυλακές του υπουργείου Δικαιοσύνης, τον δικαστικό Τζοβάνι Ντ΄ Ούρσο. Η απαγωγή του Ντ΄ Ούρσο ήταν η τελευταία ενέργεια των ενιαίων Ερυθρών Ταξιαρχιών πριν από τη διάσπαση και συνδυάστηκε με μεγάλη εξέγερση των κρατουμένων στις φυλακές εξαιρετικής ασφαλείας στο Πάλμι, όπου είχε μεταφερθεί η ιστορική ηγεσία της τρομοκρατικής οργάνωσης. Η εξέγερση κατεστάλη βάρβαρα από τις ειδικές δυνάμεις των καραμπινιέρων, ενώ ο Ντ΄ Ούρσο αφέθηκε ελεύθερος μετά από πολλούς μήνες, αφού ικανοποιήθηκαν τα πολιτικά αιτήματα των απαγωγέων.
Διαφορετική ήταν η εξέλιξη της απαγωγής Τσιρίλο. Η χριστιανοδημοκρατική ηγεσία, αμέσως την επομένη της απαγωγής του, θεώρησε ότι ο Τσιρίλο ήταν αναντικατάστατος άξονας στην εύθραυστη πολιτική ισορροπία μεταξύ κυβερνητικών κομμάτων και οργανωμένου εγκλήματος στην κατανομή των κονδυλίων για την ανοικοδόμηση. Η ενδεχόμενη απώλεια του θα προκαλούσε πραγματικό σεισμό σε πανιταλικό επίπεδο κι αποφάσισε να πράξει ο,τι δεν είχε πράξει κατά τη διάρκεια της απαγωγής του Μόρο: να ανοίξει δηλαδή διαπραγματεύσεις, μέσω των μυστικών υπηρεσιών, με τους απαγωγείς για την απελευθέρωση του. Μεσάζων στις διαπραγματεύσεις αυτές ορίστηκε ο Ραφαέλε Κούτολο, ο φυλακισμένος αρχηγός της μαφιόζικης οργάνωσης Νέα Οργανωμένη Καμόρα NCO. Ο Κούτολο θεώρησε ότι η διαμεσολάβηση του αποτελούσε χρυσή ευκαιρία για να ενισχύσει την οργάνωση του, που βρισκόταν σε εμπόλεμη κατάσταση με άλλη μαφιόζικη συμμορία της Νάπολης, τη Νέα Οικογένεια, επικεφαλής της οποίας ήταν μια γυναίκα, η Πουπέλα Μαρέσκα. Γι΄ αυτό το λόγο ενεργοποιήθηκε χωρίς χρονοτριβή μέσα κι έξω από τις φυλακές και ήρθε γρήγορα σε επαφή με την φράξια Σεντζάνι.
Οι διαπραγματεύσεις διεξήχθησαν μυστικά και ακόμη μέχρι και σήμερα πολλές πτυχές τους παραμένουν άγνωστες. Ο Κούτολο απαίτησε κι εξασφάλισε από τη Χριστιανοδημοκρατία τον έλεγχο μεγάλου μέρους του κονδυλίου για την ανοικοδόμηση της Νάπολης, καθώς και τη μεταφορά του στη φυλακή της Νάπολης. Στους τρομοκράτες ο αρχηγός της Καμόρα προσέφερε πέντε δισεκατομμύρια λιρέτες, καθώς και λεπτομερείς πληροφορίες για πολιτικούς και αστυνομικούς που θα μπορούσαν να αποτελέσουν στόχο των Ερυθρών Ταξιαρχιών. Ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα ώστε να εξουδετερωθεί ο ενοχλητικός αρχηγός της ομάδας άμεσης δράσης της αστυνομίας της Νάπολης. Παρόλο που ο αστυνόμος δεν είχε ποτέ ασχοληθεί με θέματα τρομοκρατίας, η Φάλαγγα Νάπολης αποδέχτηκε τις υποδείξεις της Καμόρα και τον εξετέλεσε κατά τη διάρκεια της απαγωγής Τσιρίλο.
Ο Σετζάνι αποδέχτηκε τελικά την προσφορά του Κούτολο και ο Τσιρίλο απελευθερώθηκε στις 24 Ιουλίου 1981. Ο τρομοκράτης ηγέτης μίλησε για «σημαντική νίκη», αφού ο όμηρος «αποκάλυψε στην ανάκριση το υπόγειο σύστημα εξουσίας της Χριστιανοδημοκρατίας», ενώ η τοπική αυτοδιοίκηση είχε δεσμευτεί να επιτάξει 12.000 άδεια διαμερίσματα για να στεγαστούν οι σεισμόπληκτοι. Αλλά δεν έκανε λέξη για τα χρηματικά οφέλη που αποκόμισε η οργάνωση χάρη στη συνεργασία της με τη μαφία. Αντιθέτως μάλιστα, ο ρόλος της Καμόρας στην απελευθέρωση του ομήρου καλύφθηκε επιμελώς απ΄ όλους τους πρωταγωνιστές της υπόθεσης. Ο Τσιρίλο, αμέσως μετά την απελευθέρωση του, απήχθη ξανά από άνδρες των μυστικών υπηρεσιών και παρέμεινε έγκλειστος στην κατοικία του. Ο υπαρχηγός του Κούτολο, Φραντσέσκο Καζίλο, που κρατούσε τις επαφές με τις μυστικές υπηρεσίες, ανατινάχτηκε στον αέρα. Ο ίδιος ο Μορέτι, που είχε εκφράσει επιφυλάξεις για την κατάληξη της υπόθεσης Τσιρίλο, δέχτηκε δολοφονική επίθεση στη φυλακή από πληρωμένο δολοφόνο. Ο Μορέτι είχε στο μεταξύ πέσει στα χέρια της αστυνομίας στις 4 Απριλίου στο Μιλάνο, ενώ προσπαθούσε να στρατολογήσει τοξικομανείς και ανθρώπους του υποκόσμου.
Φαινομενικά, η συνεργασία του Σεντζάνι με τη μαφία της Νάπολης είχε ως αποτέλεσμα να εξασφαλίσει τον έλεγχο της τρομοκρατικής οργάνωσης, την οποία –για να υπογραμμίσει τη ρήξη με το «μιλιταριστικό» παρελθόν- μετονόμασε σε Ερυθρές Ταξιαρχίες- Κόμμα του Αντάρτικου. Οι εναπομείναντες ερυθροταξιαρχίτες, που δεν συμφωνούσαν με τις θέσεις του Σεντζάνι, διασπάστηκαν με τη σειρά τους και σε σύντομο χρονικό διάστημα έπαψαν να υφίστανται.
Οι ανανήψαντες
Στην πραγματικότητα, η συνεργασία με τη μαφιόζικη οργάνωση αποδείχτηκε μοιραία και για την πολιτική συνοχή του Κόμματος του Αντάρτικου. Πρακτικές ευρύτατα διαδεδομένες στο οργανωμένο έγκλημα άρχισαν να υιοθετούνται από τους τρομοκράτες, αυξάνοντας την απόσταση ανάμεσα στις Ερυθρές Ταξιαρχίες και την κοινωνική βάση στην οποία απευθύνονταν. Αυτό έγινε σαφές με την αμέσως επόμενη επιχείρηση που πραγματοποίησε η ομάδα του Σεντζάνι: την απαγωγή του Ρομπέρτο Πέτσι, αδελφού του ανανήψαντος ερυθροταξιαρχίτη Πατρίτσιο. Ο Ρομπέρτο Πέτσι είχε χρηματίσει για σύντομο χρονικό διάστημα μέλος της οργάνωσης στην πόλη Σαν Μπενεντέτο, αλλά ήδη την επομένη της επιχείρησης Μόρο είχε εγκαταλείψει την ένοπλη δράση. Η απαγωγή του εντάχτηκε στο πλαίσιο της εκστρατείας του Κόμματος του Αντάρτικου εναντίον των ανανηψάντων τρομοκρατών. Επειδή όμως ήταν δύσκολο να δικαιολογηθεί η επίθεση εναντίον όχι του ίδιου του «προδότη» αλλά ενός συγγενή του, ο Σεντζάνι φρόντισε να κατασκευάσει ολόκληρη θεωρία.
Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, ο Ρομπέρτο ήταν συνυπεύθυνος της «προδοσίας» του Πατρίτσιο, αφού συνεργάστηκε με τους καραμπινιέρους για να ασκήσει πίεση στον συλληφθέντα ώστε να αποκαλύψει τα μυστικά της οργάνωσης. Ο ισχυρισμός αυτός ήταν εντελώς αβάσιμος, όπως ήταν ήδη γνωστό την εποχή της απαγωγής, αλλά έπρεπε να καλύψει την καθαρά μαφιόζικη πρακτική να πλήττονται συγγενείς του «προδότη». Τελικά ο Ρομπέρτο Πέτσι εκτελέστηκε σε σκουπιδότοπο στα περίχωρα της Ρώμης. Η εκτέλεση του μαγνητοσκοπίστηκε σε βίντεο, με επαναστατικά εμβατήρια ως ηχητική υπόκρουση.
Η εκστρατεία εναντίον των ανανηψάντων γρήγορα μεταφέρθηκε στις φυλακές, καθώς στις αρχές του 1982 και ο Σεντζάνι έπεσε στα χέρια της αστυνομίας. Η σύλληψη του ηγέτη σήμανε και το τέλος του Κόμματος του Αντάρτικου, το οποίο όμως από καιρό βρισκόταν σε φάση αποσύνθεσης. Ιδιαίτερα στη Νάπολη, η συνύπαρξη με την Καμόρα είχε διαλυτική επιρροή στους τρομοκράτες. Σημαντικά στελέχη έπεσαν στα χέρια της αστυνομίας, μάλλον χάρη σε πληροφοριοδότες του υποκόσμου. Ορισμένα στελέχη εξαφανίστηκαν με μέρος από τα 5 δισεκατομμύρια που εισπράχτηκαν ως λύτρα για την απαγωγή Τσιρίλο, ενώ δεν έλειψαν και περιπτώσεις τρομοκρατών που προσχώρησαν στη μαφία.
Στις φυλακές γρήγορα η κατάσταση έγινε εφιαλτική. Και το Κόμμα του Αντάρτικου και η Καμόρα του Κούτολο ανέλαβαν εκστρατεία εκφοβισμού των φυλακισμένων μελών τους που θεωρούνται ύποπτοι «προδοσίας». Εκατοντάδες κρατούμενοι ξυλοκοπήθηκαν και ορισμένοι δολοφονήθηκαν [σημ. 12]. Η εκστρατεία αυτή δεν μπόρεσε όμως να σταματήσει το μεγάλο κύμα ανανηψάντων τρομοκρατών, που έδωσαν το τελειωτικό χτύπημα στις ένοπλες οργανώσεις της Ιταλίας. Κάτι ανάλογο συνέβη και με την Καμόρα, αφού γρήγορα θεσπίστηκε νομοθεσία που ευνοούσε τη «μεταμέλεια» όχι μόνον των τρομοκρατών αλλά και των μαφιόζων. Τόσο η οργάνωση του Κούτολο όσο και η αντίπαλη Νέα Οικογένεια υπέκυψαν κάτω από τα πλήγματα της αστυνομίας και στη θέση τους αναδείχτηκαν νέες εγκληματικές οργανώσεις.
Από αυτή την αναγκαστικά συνοπτική θεώρηση των σχέσεων των ιταλικών ενόπλων οργανώσεων με το χώρο του κοινού εγκλήματος μπορούν να προκύψουν κάποια συμπεράσματα. Η ιστορική εμπειρία της Ιταλίας φαίνεται να διαψεύδει οικτρά τις όποιες προσδοκίες της Σέχτας Επαναστατών σχετικά με το «επαναστατικό δυναμικό» των ανθρώπων που κινούνται στο χώρο του κοινού εγκλήματος. Απ΄ όλες τις περιπτώσεις που εξετάσαμε, σε μια μόνον περίπτωση η συνεργασία αυτή είχε ευνοϊκά για την πολιτική οργάνωση αποτελέσματα: όταν ο ποινικός αποδέχτηκε πλήρως την πολιτική πρακτική της οργάνωσης κι απλώς έθεσε την εγκληματική εμπειρία του στην υπηρεσία της στρατηγικής της. Αυτή η πρακτική του πρωτείου της πολιτικής, εξ άλλου, δεν χαρακτήρισε μόνον τις ένοπλες οργανώσεις αλλά και τις νόμιμες πολιτικές δυνάμεις της ιταλικής αριστεράς που έκαναν πολιτική επέμβαση στο χώρο των φυλακών και του κοινωνικού περιθωρίου. Στην αντίθετη περίπτωση, όταν η πολιτική οργάνωση βασιζόταν στο «επαναστατικό δυναμικό» του εγκληματία, τότε το εγκληματικό στοιχείο ή κυριάρχησε επί της πολιτικής πρακτικής ή οδήγησε την οργάνωση σε πολιτικό και οργανωτικό αδιέξοδο.
Ακόμη πιο καταστρεπτική υπήρξε η συνεργασία ενός συγκεκριμένου τομέα των Ερυθρών Ταξιαρχιών με το οργανωμένο έγκλημα.
Πράγματι, ακριβώς τη στιγμή που η ένοπλη πάλη όδευε προς τη δύση της, το οργανωμένο έγκλημα ετοιμαζόταν να κάνει το μεγάλο άλμα προς τα μπρος. Ήταν η εποχή που η ηρωίνη είχε κάνει ορμητικά την είσοδο της στην ευρωπαϊκή αγορά, προσφέροντας στις διάφορες ιταλικές μαφίες μια πρωτόγνωρη πηγή πλουτισμού. Ένα κύμα φρέσκου χρήματος έκανε ορμητικά την είσοδο του στον ιταλικό Νότο, παρασύροντας τα πάντα: θεσμούς, οικονομία και κοινωνία των πολιτών. Μέσα σε λίγα χρόνια το ιταλικό οργανωμένο έγκλημα αναδείχτηκε ως ο πρώτος οικονομικός παράγοντας της Ιταλίας, διεισδύοντας σε νόμιμες επιχειρήσεις, σε τράπεζες και στο Χρηματιστήριο. Τα σκάνδαλα με τους μαφιόζους τραπεζίτες Μικέλε Σιντόνα και Ρομπέρτο Κάλβι το αποδεικνύουν.
Οι θεωρητικές αναλύσεις του Σεντζάνι και της ιστορικής ηγεσίας των Ερυθρών Ταξιαρχιών εξανεμίστηκαν σαν χιόνι στον ήλιο. Στη θέση τους, δημιουργήθηκε στη δεκαετία του ΄90 ένα εκτεταμένο λαϊκό κίνημα εναντίον της μαφίας, που βρήκε ανταπόκριση σε συγκεκριμένα δικαστικά περιβάλλοντα, τα οποία εξαπέλυσαν την περίοδο 1992-1995 την εκστρατεία εναντίον της πολιτικής διαφθοράς που έγινε ευρύτερα γνωστή με την επωνυμία «επιχείρηση Καθαρά Χέρια». Το κίνημα αυτό εντόπισε τη διασύνδεση μεταξύ πολιτικής εξουσίας και οργανωμένου εγκλήματος ως καίρια απειλή εναντίον των δημοκρατικών θεσμών και την αρχή της νομιμότητας ως πολύτιμο εργαλείο για την υπεράσπιση της δημοκρατίας και την καταπολέμηση εκείνου που ο Αντόνιο Γκράμσι χαρακτήρισε «ανατρεπτικό πνεύμα» της ιταλικής αστικής τάξης. Οι συνεχείς επιθέσεις του Σίλβιο Μπερλουσκόνι εναντίον των «κομμουνιστών δικαστών» αποτελούν την καλύτερη απόδειξη.
http://politicongr.wordpress.com/2010/07/20/antartes-polewn-italia-70-sehta-ellada/#more-899
Δεν περνάει μέρα χωρίς να θυμίζει την ελληνική ιδιαιτερότητα, στην πραγματικότητα την πολιτική και πολιτιστική καθυστέρηση της χώρας σε σχέση με οποιαδήποτε άλλη στον λεγόμενο αναπτυγμένο κόσμο. Την προηγούμενη εβδομάδα ήταν η όλη συζήτηση για την ελεεινή κατάσταση μεγάλου μέρους της ελληνικής μπλογκόσφαιρας, με αφορμή την περίπτωση του troktiko. Σήμερα, είναι η ανάληψη της ευθύνης για την δολοφονία του επικεφαλής του blog από την «Σέχτα Επαναστατών» και η προκήρυξη με την οποία επιχειρείται η προπαγανδιστική εκμετάλλευση της δολοφονίας.
Με την εξαίρεση του Πακιστάν και μερικών ακόμη χωρών που μαστίζονται από εμφυλίους πολέμους ή εθνικιστικές διαμάχες, σχεδόν σε καμία άλλη χώρα δεν δρουν τρομοκρατικές οργανώσεις ούτε παρατηρείται αναβίωση του «αντάρτικου πόλης», που δοκιμάστηκε στις ΗΠΑ και την Ευρώπη τις προηγούμενες δεκαετίες για να αποτύχει παταγωδώς μέσα σε ένα λουτρό αίματος, πολυετών φυλακίσεων και περιστολής των δημοκρατικών δικαιωμάτων στο όνομα αντιμετώπισης της τρομοκρατίας. Μάλιστα, μόλις πριν από μερικούς μήνες στην Ουρουγουάη ο «Πέπε» Μουχίκα, ένας από τους περίφημους ηγέτες του αντάρτικου πόλης τις προηγούμενες δεκαετίες, εκλεχθηκε πρόεδρος της Δημοκρατίας υποστηριζόμενος από τους Τουπαμάρος συντρόφους του, οι οποίοι συμμετέχουν στo Frente Amblio, έναν πλατύ συνασπισμό αριστερών και σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων.
Την άνοιξη του 2009, όταν η νέα εγχώρια τρομοκρατία άρχισε να οικειοποιείται την εξέγερση του Δεκέμβρη, ο Δ. Κουφοντίνας ο οποίος μετέφρασε στη φυλακή το βιβλίο που περιγράφει την εμπειρία και την εξέλιξη των Τουπαμάρος, πήρε σαφείς αποστάσεις από την δράση της «Σέχτας» και του «Επαναστατικού Αγώνα», καλώντας τους επίδοξους διαδόχους του να μελετήσουν το παράδειγμα των συντρόφων της Ουρουγουάης. Παρ ότι ο επιχειρησιακός αρχηγός της «17 Νοέμβρη» αποτελεί ίνδαλμα για την νέα γενιά του «αντάρτικου πόλης» ελληνικής κοπής, οι προτροπές του έπεσαν στο κενό, με τελευταίο παράδειγμα την εν ψυχρώ δολοφονία του Σ. Γκιόλια από την «Σέχτα Επαναστατών».
Και όμως, η προκήρυξη για την τελευταία αυτή ενέργεια ακολουθεί τα χνάρια της «17 Νοέμβρη». Περισσότερο πολιτική και χωρίς το παραλήρημα της προηγούμενης, έχει σαφή στόχο αφενός να πείσει την κοινή γνώμη ότι πρόκειται για πραγματική «ένοπλη οργάνωση», και αφ ετέρου να προσελκύσει νέα μέλη: «Σύντροφοι οργανωθείτε, φτιάξτε ομάδες, συλλογικοποιείστε τις επιθυμίες σας, οπλιστείτε, διαβάστε, επικοινωνήστε, αρνηθείτε τους ρόλους και τις ηγεμονίες, καταργείστε τη δουλειά και περάστε στη στρατηγική του ένοπλου αγώνα».
Όπως οι προκηρύξεις της 17 Νοέμβρη την δεκαετία του 80, όταν αρκετοί αμφισβητούσαν την αυθεντικότητα της και χαρακτήριζαν τις ενέργειες της προβοκατόρικες, η προκήρυξη της «Σέχτας» δίνει πληροφορίες για την ίδια («Ετσι πριν 1,5 χρόνο φτιάξαμε την Σέχτα Επαναστατών…. δυο- τρία όπλα για αρχή, μερικά βιβλία …»). Αφήνει να εννοηθεί ότι κάποια από τα μέλη της είχαν προηγούμενη εμπειρία με τον νόμο («κάποιες παραβατικές γνώσεις από προηγούμενες εμπειρίες του παρελθόντος »), ότι τα οικονομικά της οργάνωσης εξσφαλιζονται από απαλλοτροιώσεις κάποιας τράπεζας (για να καλυφθεί η «αεργία» της ηγετικής ομάδας) και, το σημαντικότερο, ότι η οργάνωση είναι μαζική: «Σε αυτό το διάστημα αρκετοί από εμάς εκπαιδευτήκαμε στα όπλα, μάθαμε νέες τεχνικές, διαβάσαμε, ενημερωθήκαμε για άγνωστες μέχρι τότε καταστάσεις αγώνα, ανταλλάξαμε εμπειρίες και σκεπτικά με άλλους μαχητές και ανεφοδιαστήκαμε στον υλικοτεχνικό τομέα... Παράλληλα οι υπόλοιποι μαχητές μας δεν έμειναν ανενεργοί. Δημιούργησαν ένα απαραίτητο δίκτυο πληροφοριών, συνέλεξαν στοιχεία, φρόντισαν την συνειδητή αεργία μας..».
Αντίστοιχη επίδειξη δύναμης επιδιώκεται με την σκληρή φρασεολογία αλλά και την λεπτομερή καταγραφή της επιχειρήσης Γκιόλια, για την οποία δίνονται λεπτομέρειες για τον αριθμό των αυτοκινήτων του καθώς και για τους “«γορίλες» της προστασίας του (η προκήρυξη υποστηρίζει ότι επρόκειτο για άνδρες της αντιτρομοκρατικής ενώ στην πραγματικότητα ήταν ιδιωτική φρουρά, την οποία υποστήριζε οικονομικά ο επιχειρηματίας και ιδιοκτήτης του ράδιο «Πρώτο Θέμα» κ. Κοντομηνάς- αλλά αυτό δεν ήταν σε θέση να το γνωρίζει η Σέχτα).
Ενώ οι σχετικές πληροφορίες δίνουν την εικόνα μιας συστηματικής παρακολούθησης που κράτησε καιρό- απομακρύνοντας έτσι την περίπτωση μιας δολοφονίας για ξεκαθάρισμα λογαριασμών ποινικού τύπου- η «Σέχτα» είναι ιδιαίτερα φειδωλή στην εξήγηση που δίνει για το πως κατάφερε να πείσει το θύμα (που όπως είδαμε ήξερε ότι κινδυνεύει η ζωή του και έπαιρνε μέτρα προφύλαξης) να κατέβει από το διαμέρισμα του: «Το τι ακριβώς ειπώθηκε στο θυροτηλέφωνο ώστε να εξασφαλίσουμε όχι μόνο ότι θα κατέβει, αλλά θα ΄ρθει μόνος του χωρίς να συνοδεύεται από τη σύζυγό του, είναι κάτι που δεν χρειάζεται να δημοσιοποιηθεί για αρκετούς λόγους. ». (Nα που και η.. επανάσταση κρατάει τα μυστικά της από τις.. μάζες...). Έτσι αναπάντητο παραμένει και το ερώτημα πως θα αντιδρούσε η ομάδα που πήρε μέρος στην επιχείρηση αν ο Σ. Γκιόλιας δεν κατέβαινε να ανοίξει την πόρτα, την στιγμή μάλιστα που η προκήρυξη αποκλείει την περίπτωση εισβολής στο διαμέρισμα του...
Παρά τα προηγούμενα ερωτηματικά αλλά και τις πεποιθήσεις ενός μέρους της κοινής γνώμης ότι πρόκειται για ομάδα προβοκατόρων, η «Σέχτα» είναι προφανώς αυτό που δηλώνει: μια τρομοκρατική οργάνωση, η μόνη μετά την πρόσφατη εξάρθρωση του «Επαναστατικού Αγώνα», που δεν θα διστάζει να επιβάλλει την θανατική ποινή σε όποιον η ίδια κρίνει ένοχο. Όπως έχει συμβεί με την 17 Ν στην Ελλάδα αλλά και τις αντίστοιχες οργανώσεις σε όλο τον κόσμο, το τέλος είναι ήδη γνωστό: αντί να προωθήσει την επανάσταση, η οργάνωση κάποια στιγμή θα εξαρθρωθεί, αφού προηγουμένως η δράση της θα έχει συμβάλλει στην συντηρητική στροφή της ελληνικής κοινωνίας και άνθρωποι θα έχουν χάσει τους δικούς τους. Όπως έμειναν τώρα ορφανά τα παιδιά του Σ. Γκιόλια , κουβαλώντας το φόνο του πατέρα τους σε όλη την υπόλοιπη ζωή τους.
Η δράση του θύματος και του troktiko, η οποία κατακρίνεται εκτενώς στην προκήρυξη, δεν προσφέρει την παραμικρή δικαιολογία για την στυγνή δολοφονία του. Σε οποιαδήποτε άλλη χώρα του κόσμου ένα λαϊκιστικό και ξεδιάντροπο blog θα είχε αντιμετωπιστεί με αποφασιστικότητα και χιούμορ από τα υγιή κομμάτια της κοινωνίας και του διαδικτύου. Το γεγονός ότι εδώ φτάσαμε στο φόνο παραπέμπει σε βασικό, αρχικό ερώτημα: πως είναι δυνατόν να έχουμε ακόμη τρομοκρατία στην Ελλάδα;
ΣΤΕΛΙΟΣ ΚΟΥΛΟΓΛΟΥ
Με την εξαίρεση του Πακιστάν και μερικών ακόμη χωρών που μαστίζονται από εμφυλίους πολέμους ή εθνικιστικές διαμάχες, σχεδόν σε καμία άλλη χώρα δεν δρουν τρομοκρατικές οργανώσεις ούτε παρατηρείται αναβίωση του «αντάρτικου πόλης», που δοκιμάστηκε στις ΗΠΑ και την Ευρώπη τις προηγούμενες δεκαετίες για να αποτύχει παταγωδώς μέσα σε ένα λουτρό αίματος, πολυετών φυλακίσεων και περιστολής των δημοκρατικών δικαιωμάτων στο όνομα αντιμετώπισης της τρομοκρατίας. Μάλιστα, μόλις πριν από μερικούς μήνες στην Ουρουγουάη ο «Πέπε» Μουχίκα, ένας από τους περίφημους ηγέτες του αντάρτικου πόλης τις προηγούμενες δεκαετίες, εκλεχθηκε πρόεδρος της Δημοκρατίας υποστηριζόμενος από τους Τουπαμάρος συντρόφους του, οι οποίοι συμμετέχουν στo Frente Amblio, έναν πλατύ συνασπισμό αριστερών και σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων.
Την άνοιξη του 2009, όταν η νέα εγχώρια τρομοκρατία άρχισε να οικειοποιείται την εξέγερση του Δεκέμβρη, ο Δ. Κουφοντίνας ο οποίος μετέφρασε στη φυλακή το βιβλίο που περιγράφει την εμπειρία και την εξέλιξη των Τουπαμάρος, πήρε σαφείς αποστάσεις από την δράση της «Σέχτας» και του «Επαναστατικού Αγώνα», καλώντας τους επίδοξους διαδόχους του να μελετήσουν το παράδειγμα των συντρόφων της Ουρουγουάης. Παρ ότι ο επιχειρησιακός αρχηγός της «17 Νοέμβρη» αποτελεί ίνδαλμα για την νέα γενιά του «αντάρτικου πόλης» ελληνικής κοπής, οι προτροπές του έπεσαν στο κενό, με τελευταίο παράδειγμα την εν ψυχρώ δολοφονία του Σ. Γκιόλια από την «Σέχτα Επαναστατών».
Και όμως, η προκήρυξη για την τελευταία αυτή ενέργεια ακολουθεί τα χνάρια της «17 Νοέμβρη». Περισσότερο πολιτική και χωρίς το παραλήρημα της προηγούμενης, έχει σαφή στόχο αφενός να πείσει την κοινή γνώμη ότι πρόκειται για πραγματική «ένοπλη οργάνωση», και αφ ετέρου να προσελκύσει νέα μέλη: «Σύντροφοι οργανωθείτε, φτιάξτε ομάδες, συλλογικοποιείστε τις επιθυμίες σας, οπλιστείτε, διαβάστε, επικοινωνήστε, αρνηθείτε τους ρόλους και τις ηγεμονίες, καταργείστε τη δουλειά και περάστε στη στρατηγική του ένοπλου αγώνα».
Όπως οι προκηρύξεις της 17 Νοέμβρη την δεκαετία του 80, όταν αρκετοί αμφισβητούσαν την αυθεντικότητα της και χαρακτήριζαν τις ενέργειες της προβοκατόρικες, η προκήρυξη της «Σέχτας» δίνει πληροφορίες για την ίδια («Ετσι πριν 1,5 χρόνο φτιάξαμε την Σέχτα Επαναστατών…. δυο- τρία όπλα για αρχή, μερικά βιβλία …»). Αφήνει να εννοηθεί ότι κάποια από τα μέλη της είχαν προηγούμενη εμπειρία με τον νόμο («κάποιες παραβατικές γνώσεις από προηγούμενες εμπειρίες του παρελθόντος »), ότι τα οικονομικά της οργάνωσης εξσφαλιζονται από απαλλοτροιώσεις κάποιας τράπεζας (για να καλυφθεί η «αεργία» της ηγετικής ομάδας) και, το σημαντικότερο, ότι η οργάνωση είναι μαζική: «Σε αυτό το διάστημα αρκετοί από εμάς εκπαιδευτήκαμε στα όπλα, μάθαμε νέες τεχνικές, διαβάσαμε, ενημερωθήκαμε για άγνωστες μέχρι τότε καταστάσεις αγώνα, ανταλλάξαμε εμπειρίες και σκεπτικά με άλλους μαχητές και ανεφοδιαστήκαμε στον υλικοτεχνικό τομέα... Παράλληλα οι υπόλοιποι μαχητές μας δεν έμειναν ανενεργοί. Δημιούργησαν ένα απαραίτητο δίκτυο πληροφοριών, συνέλεξαν στοιχεία, φρόντισαν την συνειδητή αεργία μας..».
Αντίστοιχη επίδειξη δύναμης επιδιώκεται με την σκληρή φρασεολογία αλλά και την λεπτομερή καταγραφή της επιχειρήσης Γκιόλια, για την οποία δίνονται λεπτομέρειες για τον αριθμό των αυτοκινήτων του καθώς και για τους “«γορίλες» της προστασίας του (η προκήρυξη υποστηρίζει ότι επρόκειτο για άνδρες της αντιτρομοκρατικής ενώ στην πραγματικότητα ήταν ιδιωτική φρουρά, την οποία υποστήριζε οικονομικά ο επιχειρηματίας και ιδιοκτήτης του ράδιο «Πρώτο Θέμα» κ. Κοντομηνάς- αλλά αυτό δεν ήταν σε θέση να το γνωρίζει η Σέχτα).
Ενώ οι σχετικές πληροφορίες δίνουν την εικόνα μιας συστηματικής παρακολούθησης που κράτησε καιρό- απομακρύνοντας έτσι την περίπτωση μιας δολοφονίας για ξεκαθάρισμα λογαριασμών ποινικού τύπου- η «Σέχτα» είναι ιδιαίτερα φειδωλή στην εξήγηση που δίνει για το πως κατάφερε να πείσει το θύμα (που όπως είδαμε ήξερε ότι κινδυνεύει η ζωή του και έπαιρνε μέτρα προφύλαξης) να κατέβει από το διαμέρισμα του: «Το τι ακριβώς ειπώθηκε στο θυροτηλέφωνο ώστε να εξασφαλίσουμε όχι μόνο ότι θα κατέβει, αλλά θα ΄ρθει μόνος του χωρίς να συνοδεύεται από τη σύζυγό του, είναι κάτι που δεν χρειάζεται να δημοσιοποιηθεί για αρκετούς λόγους. ». (Nα που και η.. επανάσταση κρατάει τα μυστικά της από τις.. μάζες...). Έτσι αναπάντητο παραμένει και το ερώτημα πως θα αντιδρούσε η ομάδα που πήρε μέρος στην επιχείρηση αν ο Σ. Γκιόλιας δεν κατέβαινε να ανοίξει την πόρτα, την στιγμή μάλιστα που η προκήρυξη αποκλείει την περίπτωση εισβολής στο διαμέρισμα του...
Παρά τα προηγούμενα ερωτηματικά αλλά και τις πεποιθήσεις ενός μέρους της κοινής γνώμης ότι πρόκειται για ομάδα προβοκατόρων, η «Σέχτα» είναι προφανώς αυτό που δηλώνει: μια τρομοκρατική οργάνωση, η μόνη μετά την πρόσφατη εξάρθρωση του «Επαναστατικού Αγώνα», που δεν θα διστάζει να επιβάλλει την θανατική ποινή σε όποιον η ίδια κρίνει ένοχο. Όπως έχει συμβεί με την 17 Ν στην Ελλάδα αλλά και τις αντίστοιχες οργανώσεις σε όλο τον κόσμο, το τέλος είναι ήδη γνωστό: αντί να προωθήσει την επανάσταση, η οργάνωση κάποια στιγμή θα εξαρθρωθεί, αφού προηγουμένως η δράση της θα έχει συμβάλλει στην συντηρητική στροφή της ελληνικής κοινωνίας και άνθρωποι θα έχουν χάσει τους δικούς τους. Όπως έμειναν τώρα ορφανά τα παιδιά του Σ. Γκιόλια , κουβαλώντας το φόνο του πατέρα τους σε όλη την υπόλοιπη ζωή τους.
Η δράση του θύματος και του troktiko, η οποία κατακρίνεται εκτενώς στην προκήρυξη, δεν προσφέρει την παραμικρή δικαιολογία για την στυγνή δολοφονία του. Σε οποιαδήποτε άλλη χώρα του κόσμου ένα λαϊκιστικό και ξεδιάντροπο blog θα είχε αντιμετωπιστεί με αποφασιστικότητα και χιούμορ από τα υγιή κομμάτια της κοινωνίας και του διαδικτύου. Το γεγονός ότι εδώ φτάσαμε στο φόνο παραπέμπει σε βασικό, αρχικό ερώτημα: πως είναι δυνατόν να έχουμε ακόμη τρομοκρατία στην Ελλάδα;
ΣΤΕΛΙΟΣ ΚΟΥΛΟΓΛΟΥ
Οι "ερυθρες ταξιαρχίες"
* Τα πρώτα βήματα
Βρισκόμαστε στο τέλος της δεκαετίας του '60. Η Ιταλία έχει ζήσει τη φοιτητική της εξέγερση (αμέσως μετά τον γαλλικό Μάη) και την επόμενη χρονιά, το 1969, τις σφοδρές συγκρούσεις της αστυνομίας με τους εργάτες των βιομηχανιών του Τορίνο και του Μιλάνου, οι οποίοι ζητούν πιο ευνοϊκούς όρους για την ανανέωση των συμβάσεων εργασίας τους. Το πολιτικό κλίμα είναι φορτισμένο. Από τη μια, υπάρχουν δύο μεγάλες οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς: η Εργατική Εξουσία (Potere Operaio) και o Συνεχής Αγώνας (Lotta Continua). Θεωρούνται νόμιμες, διαθέτουν δικές τους εφημερίδες, ασκούν κριτική στο ιταλικό κομμουνιστικό κόμμα «από αριστερά». Εχουν οργανώσει όμως και ομάδες ένοπλης άμυνας, για να ελέγχουν την κατάσταση στις διάφορες διαδηλώσεις που συχνά καταλήγουν σε σφοδρές συγκρούσεις με τους αστυνομικούς και τους καραμπινιέρους. Στα μέλη τους συγκαταλέγονται πολλοί εργάτες αλλά και διανοούμενοι.
Οι Ερυθρές Ταξιαρχίες κάνουν την εμφάνισή τους στις αρχές της δεκαετίας του '70. Ή μάλλον, για την ακρίβεια, το φθινόπωρο του 1970. Σε μυστική συνάντηση στο Πεκορίλε, στον ιταλικό Βορρά, αποφασίζεται ότι πρέπει να υιοθετηθούν νέες μορφές πάλης, πιο δυναμικές, που να ανεβάσουν το επίπεδο της αντιπαράθεσης, ιδίως με τους εργοδότες-βιομηχάνους. Στους ιδρυτές των ΕΤ ο Ρενάτο Κούρτσιο και η σύντροφός του Μαργκερίτα Καγκόλ. Και δεν είναι τυχαίο ίσως ότι ο Κούρτσιο προερχόταν από το Πανεπιστήμιο του Τρέντο, όπου είχε μόλις ιδρυθεί η σχολή της Κοινωνιολογίας, στην οποία αναλύονταν οι νέες μορφές περιθωριοποίησης και οι δυνατότητες μιας συνολικής, πιο ανοιχτής ερμηνείας του κοινωνικού γίγνεσθαι.
Σύμφωνα με όσα κατέθεσαν οι δύο πρωταγωνιστές, το όνομα «Ερυθρές Ταξιαρχίες» γεννήθηκε ύστερα από συζήτηση που είχαν στο Μιλάνο με δύο εργάτες, οι οποίοι έδωσαν και την ιδέα, με αναφορά και στην παράδοση της αντίστασης κατά του ναζιφασισμού. Κοντά στον Κούρτσιο και στην Καγκόλ και πολλά άλλα ιστορικά στελέχη, ανάμεσα στα οποία ο εργάτης Μάριο Μορέτι και ο Αλμπέρτο Φραντσεσκίνι με τον Πρόσπερο Γκαλινάρι, οι οποίοι μεγάλωσαν σε παραδοσιακά αριστερές, κομμουνιστικές οικογένειες. Στα πρώτα τους κείμενα-προκηρύξεις κάνουν αναφορά στην «ανάγκη ενός διαρκούς αγώνα για την υπεράσπιση των εργαζομένων και την ένοπλη ταξική πάλη». Δεν εμπιστεύονται το ιταλικό κομμουνιστικό κόμμα, το οποίο και κρίνουν υπερβολικά μετριοπαθές, και φοβούνται ότι οι ακροδεξιές δυνάμεις ετοιμάζουν πραξικόπημα.
Η τελευταία αυτή ανάλυση χαρακτηρίζεται από μια κάποια ευστοχία: το 1964 και το '70 ήταν όλα έτοιμα για τη βίαιη κατάληψη της εξουσίας από μέρους ακροδεξιών σωτήρων της πατρίδας. Και τις δύο φορές όμως τα ανατρεπτικά σχέδια σταμάτησαν στο παρά πέντε, χωρίς να γίνει ποτέ γνωστό ποιος παρενέβη και τι ακριβώς έγινε. Οσο για το ΚΚΙ, ο άνθρωπος-σύμβολο του κόμματος, ο Ενρίκο Μπερλιγκουέρ, απέδειξε ότι ο ιταλικός ευρωκομμουνισμός στόχευε τελικά, στο τέλος της δεκαετίας του '70, στη συγκυβέρνηση με τη Χριστιανική Δημοκρατία. Ο κομμουνιστής Γραμματέας μετά την ανατροπή του Αλιέντε στη Χιλή είχε πειστεί ότι οι ΗΠΑ δεν θα ανέχονταν σε καμία περίπτωση την αυτόνομη διακυβέρνηση μιας μεγάλης δυτικής χώρας σαν την Ιταλία από την Αριστερά.
* Η διείσδυση στις βιομηχανίες
Οι Ερυθρές Ταξιαρχίες και οι ιδρυτές τους βρίσκουν πρόσφορο έδαφος σε πολλές λαϊκές συνοικίες του Μιλάνου και ιδίως σε πολλές βιομηχανίες του ιταλικού, παραγωγικού, Βορρά: τη «Σιτ Ζίμενς», την «Πιρέλι» και τη «Φίατ». Συνοικίες-υπνωτήρια στο περιθώριο της κοινωνικής ζωής, όπου οι συγκρούσεις αριστερών και ακροδεξιών είναι φαινόμενο κάθε άλλο παρά σπάνιο. Και βιομηχανίες παράλληλα, όπου οι σχέσεις των εργαζομένων με τους εργοδότες είναι συχνά άκρως τεταμένες.
Τα πρώτα τρία χρόνια της δραστηριότητάς τους οι ερυθροταξιαρχίτες αποφασίζουν να «τιμωρήσουν» τους υπεύθυνους για την ασφάλεια των βιομηχανικών εγκαταστάσεων και τους δεξιούς εργάτες οι οποίοι κατέδιδαν τους συναδέλφους τους που οργάνωναν απεργίες και κινητοποιήσεις. Αρχίζουν οι εκρήξεις αυτοκινήτων των «μαρτυριάρηδων». Αλλά όχι μόνο: οργανώνονται και απαγωγές-αστραπή. Οπως εκείνη του πολιτικού μηχανικού Μακιαρίνι στις 3 Μαρτίου του 1972 και του Γραμματέα του ακροδεξιού συνδικάτου «Τσισνάλ» Μπρούνο Λαμπάτε τον Φεβρουάριο του 1973. Μεταφέρονται σε κρησφύγετα, ανακρίνονται, τους ζητείται να αποκαλύψουν τις λεπτομέρειες των σχεδίων συρρίκνωσης του προσωπικού της «Φίατ» και της «Σιτ Ζίμενς» και στη συνέχεια αφήνονται ελεύθεροι. Ο Λαμπάτε μάλιστα εγκαταλείπεται δεμένος με χειροπέδες, ξυρισμένος γουλί, μπροστά στις εγκαταστάσεις της «Φίατ», την ώρα εξόδου των εργατών, πολλοί από τους οποίους τον χλευάζουν.
Στη φάση αυτή οι Ερυθρές Ταξιαρχίες δεν έχουν κάνει το μοιραίο βήμα, δεν έχουν προχωρήσει στην επιλογή της δολοφονικής στρατηγικής, που θα σπείρει τον πανικό στην Ιταλία και θα αποδειχθεί, βεβαίως, αυτοκαταστρεπτική, παρανοϊκή, για την ίδια την οργάνωση. Στα πρώτα τρία χρόνια δραστηριότητάς τους μπορεί κανείς να πει ότι ισχύει ακόμη το ταμπού της δολοφονίας. Η ανθρώπινη ζωή διατηρεί ακόμη την αξία της. Οι τρομοκράτες ξεκαθαρίζουν το ιδεολογικό τους προφίλ: είναι μαρξιστές-λενινιστές, βλέπουν με συμπάθεια την κινεζική κομμουνιστική ερμηνεία και διατηρούν επαφές με τους αντάρτες που πολέμησαν τους φασίστες και τους Γερμανούς. Σαγηνεύονται από τον μύθο των παρτιζάνων-ανταρτών και θα ήθελαν κατά κάποιον τρόπο να παρουσιαστούν ως συνεχιστές τους, ως υπερασπιστές του λαού.
* Η επίθεση στο κράτος
Από το '74 και πέρα, η ηγετική ομάδα της οργάνωσης (Φραντσεσκίνι, Κούρτσιο, Καγκόλ, Μορέτι κ.ά.) αλλάζει, εν μέρει, πορεία. «Η επανάσταση, η υπερίσχυση της εργατικής τάξης, η αλλαγή ισορροπιών δεν μπορούν να επιτευχθούν μόνο με τις κινητοποιήσεις μέσα στις βιομηχανίες. Το επίπεδο της αντιπαράθεσης πρέπει να ανέβει, πρέπει να αρχίσει η επίθεση στην καρδιά του κράτους» λέει στους «συντρόφους» του o Ρενάτο Κούρτσιο.
Και η επίθεση αρχίζει από τους δικαστικούς. Συγκεκριμένα από τη Γένοβα και τον δικαστή Σόσι, ο οποίος απάγεται στις 18 Απριλίου του 1974. Οι ΕΤ τον θεωρούν υπεύθυνο για την καταδίκη των μελών της οργάνωσης «22 Οκτώβρη», μιας ομάδας που είχε ξεκινήσει και αυτή από τον ένοπλο αγώνα, πέφτοντας αμέσως όμως στα δίχτυα της αστυνομίας. Ο δικαστής απάγεται έξω από το σπίτι του. Ανακρίνεται επί δύο εβδομάδες, αποκαλύπτει πρόθυμα όσα γνωρίζει για τις διασυνδέσεις δεξιών και ακροδεξιών πολιτικών με τη Δικαιοσύνη και στο τέλος αφήνεται ελεύθερος.
Στο μεταξύ τα περισσότερα μέλη των Ερυθρών Ταξιαρχιών έχουν μπει στην παρανομία: ψευδώνυμα και πλαστές ταυτότητες, για να μπορούν να νοικιάζουν σπίτια, τα οποία χρησιμοποιούνται και ως κρησφύγετα. Υπάρχει και μια δεύτερη κατηγορία: μέλη της οργάνωσης που συνεχίζουν να εργάζονται κανονικά και να χρησιμοποιούν το όνομά τους, καταφέρνοντας έτσι να κρατούν τις διασυνδέσεις, κυρίως με τους εργαζομένους στις μεγάλες βιομηχανίες. Η γραμμή που στόχο έχει το ποιοτικό άλμα δεν εγκαταλείπεται.
Στις 17 Ιουνίου του 1974 στην Πάδοβα οι ερυθροταξιαρχίτες θανατώνουν δύο μέλη του ακροδεξιού κόμματος Κοινωνικό Κίνημα. Η έφοδος στα γραφεία των ακροδεξιών είχε σχεδιαστεί για να κατασχεθούν «καυτά ντοκουμέντα». Καταλήγει όμως σε διπλή ανθρωποκτονία. Το ταμπού της δολοφονίας παύει να έχει την αποτρεπτική του ισχύ. Η ηγετική ομάδα της οργάνωσης δεν είχε δώσει καμία σχετική εντολή, το μοιραίο όμως συνέβη.
Παρά το αρχικό σοκ, δεν γίνεται βήμα όπισθεν. Οι ΕΤ διαθέτουν πλέον βάσεις από τη Νάπολι ίσαμε το Τορίνο, τα μέλη τους ξεπερνούν τα 1.000. Στις 17 Ιουνίου του 1976 δολοφονείται στη Γένοβα ο δικαστικός Φραντσέσκο Κόκο. Είχε μπλοκάρει την αποφυλάκιση πολιτικών κρατουμένων κατά τη διάρκεια της απαγωγής του δικαστή Σόσι.
* 55 δολοφονίες στον... βρόντο
«Η εμπειρία ολοκληρώθηκε...»
Την επομένη της δολοφονίας του Αλντο Μόρο αρχίζει η φθίνουσα πορεία των Ερυθρών Ταξιαρχιών. Πολλά μέλη της οργάνωσης που έχουν συλληφθεί δεν μπορούν να κατανοήσουν σε τι μπορεί να ωφελήσει η εκτέλεση αυτή. Ο αρχηγός, ο Μάριο Μορέτι, δεν είναι σε θέση να επεξεργαστεί κάποια μελλοντική γραμμή που να χαρακτηρίζεται από συνοχή. Η συντριπτική πλειονότητα της κοινής γνώμης βλέπει τώρα τους ερυθροταξιαρχίτες ως εχθρούς του δημοκρατικού πολιτεύματος, ως αιμοσταγείς δολοφόνους που επιζητούν τη βία ως αυτοσκοπό. Η αστυνομία και οι καραμπινιέροι ενισχύονται με ανθρώπινο δυναμικό και τεχνολογικά μέσα. Παράλληλα αρχίζει να αποδίδει η δικαστική στρατηγική των μετανοημένων: όποιος τρομοκράτης συνεργάζεται με τη Δικαιοσύνη προχωρώντας σε ουσιαστικές αποκαλύψεις ανταμείβεται με μείωση της ποινής του. Οπως στο παιχνίδι του ντόμινο, τα κρησφύγετα πέφτουν το ένα μετά το άλλο. Λίγους μήνες μετά τη δολοφονία Μόρο, ο Ρενάτο Κούρτσιο μαζί με μια ομάδα έγκλειστων, πάντα, ομοϊδεατών του γράφει σε απόρρητο κείμενο το οποίο απευθύνεται στους εν ενεργεία τρομοκράτες: «Η εμπειρία των Ερυθρών Ταξιαρχιών ολοκληρώθηκε. Η ένοπλη επίθεση, στο επίπεδο που έχει φτάσει, δεν μπορεί και δεν πρέπει να συνεχιστεί».
* Ο απολογισμός
Από το 1974 ως το 1988 έχασαν τη ζωή τους 55 άτομα από επιθέσεις των ΕΤ. Πάνω από 7.000 Ιταλοί κατηγορήθηκαν για τρομοκρατική δράση. Την περίοδο της απαγωγής Μόρο έγκυρες εκτιμήσεις υπολογίζουν στους 3.000 τους τρομοκράτες με ενεργό δράση. Ως το τέλος της δεκαετίας του '80 οι Ερυθρές Ταξιαρχίες συνέχισαν να δολοφονούν. Χωρίς όμως στρατηγική, διχασμένες σε ομάδες οι οποίες, τις περισσότερες φορές, πατούσαν τη σκανδάλη μόνο και μόνο για να αποδείξουν στον εαυτό τους ότι υφίσταντο ακόμη. Οι περισσότεροι τρομοκράτες αποκήρυξαν τον ένοπλο αγώνα, λόγω του ότι «ξεπεράστηκε από την κοινωνικοπολιτική κατάσταση» ή επειδή κρίνουν πλέον ότι ήταν στρατηγικό, ηθικό και πολιτικό λάθος. Υπάρχουν βέβαια και οι λεγόμενοι «αμετανόητοι»: 120 τον αριθμό, φυλακισμένοι, οι οποίοι δεν προχώρησαν σε καμία απολύτως αυτοκριτική.
Τα σχόλια που μπορούν να γίνουν είναι πάρα πολλά. Δεν είναι τυχαίο ίσως ότι η Ιταλία μπήκε επί 20 χρόνια στο μάτι του τρομοκρατικού κυκλώνα. Μια χώρα με τεράστιες ανισότητες στο εσωτερικό της, με το μεγαλύτερο κομμουνιστικό κόμμα της Δύσης, που ήταν όμως «ευρωκομμουνιστικό». Και τη Μαφία βεβαίως, την πανταχού παρούσα λερναία ύδρα.
Σήμερα (που οι Ερυθρές Ταξιαρχίες επιχειρούν να ξαναεμφανιστούν στο προσκήνιο) όπως και χθες, η απάντηση είναι άμεσα συνδεδεμένη με τη δυνατότητα του κοινοβουλίου, της κυβέρνησης, του όλου συστήματος που λέγεται πολιτική, με την ευρύτερη σημασία της λέξεως, να καταφέρουν να προσφέρουν πειστικές απαντήσεις. Συμφωνεί και ο Λανφράνκο Πάτσε, ο οποίος προσπαθεί τώρα, μετά την εμπειρία της αυτοεξορίας στο Παρίσι και τη φυλάκιση στην Ιταλία, να ερμηνεύσει την καθημερινή πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα από τη στήλη της εφημερίδας του: «Η αποτελμάτωση, η έλλειψη πολιτικού θάρρους, η ανισότητα και οι υπόγειες και ύποπτες συμφωνίες μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης είναι ό,τι ευνοϊκότερο, δημιουργούν πρόσφορο έδαφος για να μπορέσει να αναπτυχθεί, σε κάθε χώρα και σε κάθε εποχή, η τρομοκρατική δράση».
Αλντο Μόρο: η θυσία ενός συμβόλου
* Η θεαματική εγκληματική πράξη που επέλεξαν οι τρομοκράτες ήταν η αρχή του τέλους τους
Ο ιδρυτής και ιδεολόγος των Ερυθρών Ταξιαρχιών, ο Ρενάτο Κούρτσιο, συλλαμβάνεται για δεύτερη φορά στις 18 Φεβρουαρίου του 1976. Στη θέση του αρχηγού τον διαδέχεται ο Μάριο Μορέτι, ο οποίος λειτουργεί περισσότερο με τη λογική των όπλων και λιγότερο με την ανάλυση και την προσπάθεια παράλληλης επεξεργασίας μιας πολιτικής σκέψης (έστω και εσφαλμένης), που χαρακτήριζε τον Κούρτσιο. Η οργάνωση έχει αποφασίσει εδώ και αρκετό καιρό ότι ο κύριος εχθρός της δεν είναι πλέον οι καταδότες που εργάζονται στις βιομηχανίες ούτε οι ακροδεξιοί. Η πιο βίαιη εκστρατεία πρέπει να πλήξει το κόμμα της Χριστιανικής Δημοκρατίας. Το μεγάλο κεντροδεξιό κόμμα που κυβερνά την Ιταλία με τη στήριξη του Βατικανού. Το κόμμα-σύμβολο, σύμφωνα με τους τρομοκράτες, της αλαζονείας και της διαφθοράς της αστικής τάξης. Σε μια ιστορική φάση κατά την οποία οι χριστιανοδημοκράτες ετοιμάζονται να συμπλεύσουν με το κομμουνιστικό κόμμα, με από κοινού συμμετοχή στην κυβέρνηση της χώρας. Η συνεργασία αυτή έπρεπε να έχει ως γνώμονα τις αρχές της δικαιοσύνης και της κοινωνικής ευαισθησίας που ένωναν τις δύο μεγαλύτερες πολιτικές δυνάμεις της Ιταλίας. Για τους τρομοκράτες όμως ήταν πρόκληση και παρακμή. Στις 16 Μαρτίου του 1978 οι Ερυθρές Ταξιαρχίες απάγουν τον πρόεδρο της Χριστιανικής Δημοκρατίας Αλντο Μόρο. Δολοφονούν τους πέντε άνδρες της σωματοφυλακής του, τον υποχρεώνουν να κατεβεί από το αυτοκίνητο με το όποιο θα έπρεπε να μεταβεί στο κοινοβούλιο και τον μεταφέρουν σε κρησφύγετο στην απόκεντρη συνοικία της Ρώμης Πορτουένσε. Πενήντα πέντε τραγικές ημέρες αιχμαλωσίας. Ο Μόρο υποβάλλεται σε συνεχείς ανακρίσεις, κατά τις οποίες καταγγέλλει, μεταξύ άλλων, τις διασυνδέσεις του κόμματός του με την άκρα Δεξιά και τμήματα των μυστικών υπηρεσιών, για την ενοχοποίηση των αναρχικών, της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς και των πολιτικών κληρονόμων του '68. Μιλάει και για τη δραστηριοποίηση των ελληνικών χουντικών μυστικών υπηρεσιών στην Ιταλία με στόχο την εξαγωγή της «επανάστασης». Οι ΕΤ όμως δεν είναι ικανοποιημένες. Για να αφήσουν ελεύθερο τον χριστιανοδημοκράτη πολιτικό ζητούν σε αντάλλαγμα την αποφυλάκιση 13, τουλάχιστον, συντρόφων τους.
Η χώρα ζει ημέρες πρωτοφανούς έντασης για μια κοινοβουλευτική δημοκρατία: μπλόκα κάθε 100 μέτρα στους δρόμους, συνεχείς έφοδοι των αστυνομικών στα σπίτια, εκκλήσεις του Πάπα υπέρ της απελευθέρωσης και βεβαίως εντονότατος πολιτικός προβληματισμός. Τελικά υπερισχύουν οι αδιάλλακτοι, η λεγόμενη «σταθερή γραμμή». Οι κομμουνιστές και η πλειοψηφία των χριστιανοδημοκρατών απορρίπτουν κάθε είδος διαπραγμάτευσης με τους τρομοκράτες, με τη λογική ότι το κράτος δεν μπορεί να υπόκειται σε εκβιασμούς. Ο τότε νεοεκλεγείς Γραμματέας των σοσιαλιστών, ο Μπετίνο Κράξι, είναι υπέρ του διαλόγου, προσπαθεί να δημιουργήσει κανάλια επικοινωνίας. Δεν καταφέρνει όμως να πείσει τα υπόλοιπα κόμματα. Το πτώμα του Αλντο Μόρο εγκαταλείπεται μέσα σε ένα κόκκινο «Ρενό 5» στις 9 Μαΐου 1978. Οι πολιτικοί δεν μπόρεσαν (ίσως κάποιοι δεν θέλησαν) να βρουν διέξοδο. Οι τρομοκράτες επέλεξαν τη θεαματική εγκληματική πράξη, έστω και αν πολλοί υποστήριζαν ότι ο Μόρο θα αποσταθεροποιούσε περισσότερο το πολιτικό σύστημα αν έβγαινε ζωντανός από το διαμέρισμα της οδού Γκράντολι, όπου πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της αιχμαλωσίας του. Για τις Ερυθρές Ταξιαρχίες είναι η αρχή του τέλους. Οπως μας είπε και ο Λανφράνκο Πάτσε: «Οταν σκοτώνεις τον βασιλιά και τίποτε δεν αλλάζει, έχεις χάσει οριστικά το παιχνίδι». Από τα κύρια στελέχη της αριστερής εξωκοινοβουλευτικής οργάνωσης «Λαϊκή Εξουσία», ο Πάτσε είχε δραστηριοποιηθεί για την αποφυλάκιση του Μόρο, διατηρώντας επαφές με τους τρομοκράτες και το σοσιαλιστικό κόμμα. Τελικά όμως οι δικαστές αποφάσισαν να ενοχοποιήσουν και τον ίδιο για τρομοκρατική δράση. Σήμερα έχει αποφυλακιστεί και εργάζεται ως δημοσιογράφος.
Θ. ΑΝΔΡΕΑΔΗΣ-ΣΥΓΓΕΛΛΑΚΗΣ
* Τα πρώτα βήματα
Βρισκόμαστε στο τέλος της δεκαετίας του '60. Η Ιταλία έχει ζήσει τη φοιτητική της εξέγερση (αμέσως μετά τον γαλλικό Μάη) και την επόμενη χρονιά, το 1969, τις σφοδρές συγκρούσεις της αστυνομίας με τους εργάτες των βιομηχανιών του Τορίνο και του Μιλάνου, οι οποίοι ζητούν πιο ευνοϊκούς όρους για την ανανέωση των συμβάσεων εργασίας τους. Το πολιτικό κλίμα είναι φορτισμένο. Από τη μια, υπάρχουν δύο μεγάλες οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς: η Εργατική Εξουσία (Potere Operaio) και o Συνεχής Αγώνας (Lotta Continua). Θεωρούνται νόμιμες, διαθέτουν δικές τους εφημερίδες, ασκούν κριτική στο ιταλικό κομμουνιστικό κόμμα «από αριστερά». Εχουν οργανώσει όμως και ομάδες ένοπλης άμυνας, για να ελέγχουν την κατάσταση στις διάφορες διαδηλώσεις που συχνά καταλήγουν σε σφοδρές συγκρούσεις με τους αστυνομικούς και τους καραμπινιέρους. Στα μέλη τους συγκαταλέγονται πολλοί εργάτες αλλά και διανοούμενοι.
Οι Ερυθρές Ταξιαρχίες κάνουν την εμφάνισή τους στις αρχές της δεκαετίας του '70. Ή μάλλον, για την ακρίβεια, το φθινόπωρο του 1970. Σε μυστική συνάντηση στο Πεκορίλε, στον ιταλικό Βορρά, αποφασίζεται ότι πρέπει να υιοθετηθούν νέες μορφές πάλης, πιο δυναμικές, που να ανεβάσουν το επίπεδο της αντιπαράθεσης, ιδίως με τους εργοδότες-βιομηχάνους. Στους ιδρυτές των ΕΤ ο Ρενάτο Κούρτσιο και η σύντροφός του Μαργκερίτα Καγκόλ. Και δεν είναι τυχαίο ίσως ότι ο Κούρτσιο προερχόταν από το Πανεπιστήμιο του Τρέντο, όπου είχε μόλις ιδρυθεί η σχολή της Κοινωνιολογίας, στην οποία αναλύονταν οι νέες μορφές περιθωριοποίησης και οι δυνατότητες μιας συνολικής, πιο ανοιχτής ερμηνείας του κοινωνικού γίγνεσθαι.
Σύμφωνα με όσα κατέθεσαν οι δύο πρωταγωνιστές, το όνομα «Ερυθρές Ταξιαρχίες» γεννήθηκε ύστερα από συζήτηση που είχαν στο Μιλάνο με δύο εργάτες, οι οποίοι έδωσαν και την ιδέα, με αναφορά και στην παράδοση της αντίστασης κατά του ναζιφασισμού. Κοντά στον Κούρτσιο και στην Καγκόλ και πολλά άλλα ιστορικά στελέχη, ανάμεσα στα οποία ο εργάτης Μάριο Μορέτι και ο Αλμπέρτο Φραντσεσκίνι με τον Πρόσπερο Γκαλινάρι, οι οποίοι μεγάλωσαν σε παραδοσιακά αριστερές, κομμουνιστικές οικογένειες. Στα πρώτα τους κείμενα-προκηρύξεις κάνουν αναφορά στην «ανάγκη ενός διαρκούς αγώνα για την υπεράσπιση των εργαζομένων και την ένοπλη ταξική πάλη». Δεν εμπιστεύονται το ιταλικό κομμουνιστικό κόμμα, το οποίο και κρίνουν υπερβολικά μετριοπαθές, και φοβούνται ότι οι ακροδεξιές δυνάμεις ετοιμάζουν πραξικόπημα.
Η τελευταία αυτή ανάλυση χαρακτηρίζεται από μια κάποια ευστοχία: το 1964 και το '70 ήταν όλα έτοιμα για τη βίαιη κατάληψη της εξουσίας από μέρους ακροδεξιών σωτήρων της πατρίδας. Και τις δύο φορές όμως τα ανατρεπτικά σχέδια σταμάτησαν στο παρά πέντε, χωρίς να γίνει ποτέ γνωστό ποιος παρενέβη και τι ακριβώς έγινε. Οσο για το ΚΚΙ, ο άνθρωπος-σύμβολο του κόμματος, ο Ενρίκο Μπερλιγκουέρ, απέδειξε ότι ο ιταλικός ευρωκομμουνισμός στόχευε τελικά, στο τέλος της δεκαετίας του '70, στη συγκυβέρνηση με τη Χριστιανική Δημοκρατία. Ο κομμουνιστής Γραμματέας μετά την ανατροπή του Αλιέντε στη Χιλή είχε πειστεί ότι οι ΗΠΑ δεν θα ανέχονταν σε καμία περίπτωση την αυτόνομη διακυβέρνηση μιας μεγάλης δυτικής χώρας σαν την Ιταλία από την Αριστερά.
* Η διείσδυση στις βιομηχανίες
Οι Ερυθρές Ταξιαρχίες και οι ιδρυτές τους βρίσκουν πρόσφορο έδαφος σε πολλές λαϊκές συνοικίες του Μιλάνου και ιδίως σε πολλές βιομηχανίες του ιταλικού, παραγωγικού, Βορρά: τη «Σιτ Ζίμενς», την «Πιρέλι» και τη «Φίατ». Συνοικίες-υπνωτήρια στο περιθώριο της κοινωνικής ζωής, όπου οι συγκρούσεις αριστερών και ακροδεξιών είναι φαινόμενο κάθε άλλο παρά σπάνιο. Και βιομηχανίες παράλληλα, όπου οι σχέσεις των εργαζομένων με τους εργοδότες είναι συχνά άκρως τεταμένες.
Τα πρώτα τρία χρόνια της δραστηριότητάς τους οι ερυθροταξιαρχίτες αποφασίζουν να «τιμωρήσουν» τους υπεύθυνους για την ασφάλεια των βιομηχανικών εγκαταστάσεων και τους δεξιούς εργάτες οι οποίοι κατέδιδαν τους συναδέλφους τους που οργάνωναν απεργίες και κινητοποιήσεις. Αρχίζουν οι εκρήξεις αυτοκινήτων των «μαρτυριάρηδων». Αλλά όχι μόνο: οργανώνονται και απαγωγές-αστραπή. Οπως εκείνη του πολιτικού μηχανικού Μακιαρίνι στις 3 Μαρτίου του 1972 και του Γραμματέα του ακροδεξιού συνδικάτου «Τσισνάλ» Μπρούνο Λαμπάτε τον Φεβρουάριο του 1973. Μεταφέρονται σε κρησφύγετα, ανακρίνονται, τους ζητείται να αποκαλύψουν τις λεπτομέρειες των σχεδίων συρρίκνωσης του προσωπικού της «Φίατ» και της «Σιτ Ζίμενς» και στη συνέχεια αφήνονται ελεύθεροι. Ο Λαμπάτε μάλιστα εγκαταλείπεται δεμένος με χειροπέδες, ξυρισμένος γουλί, μπροστά στις εγκαταστάσεις της «Φίατ», την ώρα εξόδου των εργατών, πολλοί από τους οποίους τον χλευάζουν.
Στη φάση αυτή οι Ερυθρές Ταξιαρχίες δεν έχουν κάνει το μοιραίο βήμα, δεν έχουν προχωρήσει στην επιλογή της δολοφονικής στρατηγικής, που θα σπείρει τον πανικό στην Ιταλία και θα αποδειχθεί, βεβαίως, αυτοκαταστρεπτική, παρανοϊκή, για την ίδια την οργάνωση. Στα πρώτα τρία χρόνια δραστηριότητάς τους μπορεί κανείς να πει ότι ισχύει ακόμη το ταμπού της δολοφονίας. Η ανθρώπινη ζωή διατηρεί ακόμη την αξία της. Οι τρομοκράτες ξεκαθαρίζουν το ιδεολογικό τους προφίλ: είναι μαρξιστές-λενινιστές, βλέπουν με συμπάθεια την κινεζική κομμουνιστική ερμηνεία και διατηρούν επαφές με τους αντάρτες που πολέμησαν τους φασίστες και τους Γερμανούς. Σαγηνεύονται από τον μύθο των παρτιζάνων-ανταρτών και θα ήθελαν κατά κάποιον τρόπο να παρουσιαστούν ως συνεχιστές τους, ως υπερασπιστές του λαού.
* Η επίθεση στο κράτος
Από το '74 και πέρα, η ηγετική ομάδα της οργάνωσης (Φραντσεσκίνι, Κούρτσιο, Καγκόλ, Μορέτι κ.ά.) αλλάζει, εν μέρει, πορεία. «Η επανάσταση, η υπερίσχυση της εργατικής τάξης, η αλλαγή ισορροπιών δεν μπορούν να επιτευχθούν μόνο με τις κινητοποιήσεις μέσα στις βιομηχανίες. Το επίπεδο της αντιπαράθεσης πρέπει να ανέβει, πρέπει να αρχίσει η επίθεση στην καρδιά του κράτους» λέει στους «συντρόφους» του o Ρενάτο Κούρτσιο.
Και η επίθεση αρχίζει από τους δικαστικούς. Συγκεκριμένα από τη Γένοβα και τον δικαστή Σόσι, ο οποίος απάγεται στις 18 Απριλίου του 1974. Οι ΕΤ τον θεωρούν υπεύθυνο για την καταδίκη των μελών της οργάνωσης «22 Οκτώβρη», μιας ομάδας που είχε ξεκινήσει και αυτή από τον ένοπλο αγώνα, πέφτοντας αμέσως όμως στα δίχτυα της αστυνομίας. Ο δικαστής απάγεται έξω από το σπίτι του. Ανακρίνεται επί δύο εβδομάδες, αποκαλύπτει πρόθυμα όσα γνωρίζει για τις διασυνδέσεις δεξιών και ακροδεξιών πολιτικών με τη Δικαιοσύνη και στο τέλος αφήνεται ελεύθερος.
Στο μεταξύ τα περισσότερα μέλη των Ερυθρών Ταξιαρχιών έχουν μπει στην παρανομία: ψευδώνυμα και πλαστές ταυτότητες, για να μπορούν να νοικιάζουν σπίτια, τα οποία χρησιμοποιούνται και ως κρησφύγετα. Υπάρχει και μια δεύτερη κατηγορία: μέλη της οργάνωσης που συνεχίζουν να εργάζονται κανονικά και να χρησιμοποιούν το όνομά τους, καταφέρνοντας έτσι να κρατούν τις διασυνδέσεις, κυρίως με τους εργαζομένους στις μεγάλες βιομηχανίες. Η γραμμή που στόχο έχει το ποιοτικό άλμα δεν εγκαταλείπεται.
Στις 17 Ιουνίου του 1974 στην Πάδοβα οι ερυθροταξιαρχίτες θανατώνουν δύο μέλη του ακροδεξιού κόμματος Κοινωνικό Κίνημα. Η έφοδος στα γραφεία των ακροδεξιών είχε σχεδιαστεί για να κατασχεθούν «καυτά ντοκουμέντα». Καταλήγει όμως σε διπλή ανθρωποκτονία. Το ταμπού της δολοφονίας παύει να έχει την αποτρεπτική του ισχύ. Η ηγετική ομάδα της οργάνωσης δεν είχε δώσει καμία σχετική εντολή, το μοιραίο όμως συνέβη.
Παρά το αρχικό σοκ, δεν γίνεται βήμα όπισθεν. Οι ΕΤ διαθέτουν πλέον βάσεις από τη Νάπολι ίσαμε το Τορίνο, τα μέλη τους ξεπερνούν τα 1.000. Στις 17 Ιουνίου του 1976 δολοφονείται στη Γένοβα ο δικαστικός Φραντσέσκο Κόκο. Είχε μπλοκάρει την αποφυλάκιση πολιτικών κρατουμένων κατά τη διάρκεια της απαγωγής του δικαστή Σόσι.
* 55 δολοφονίες στον... βρόντο
«Η εμπειρία ολοκληρώθηκε...»
Την επομένη της δολοφονίας του Αλντο Μόρο αρχίζει η φθίνουσα πορεία των Ερυθρών Ταξιαρχιών. Πολλά μέλη της οργάνωσης που έχουν συλληφθεί δεν μπορούν να κατανοήσουν σε τι μπορεί να ωφελήσει η εκτέλεση αυτή. Ο αρχηγός, ο Μάριο Μορέτι, δεν είναι σε θέση να επεξεργαστεί κάποια μελλοντική γραμμή που να χαρακτηρίζεται από συνοχή. Η συντριπτική πλειονότητα της κοινής γνώμης βλέπει τώρα τους ερυθροταξιαρχίτες ως εχθρούς του δημοκρατικού πολιτεύματος, ως αιμοσταγείς δολοφόνους που επιζητούν τη βία ως αυτοσκοπό. Η αστυνομία και οι καραμπινιέροι ενισχύονται με ανθρώπινο δυναμικό και τεχνολογικά μέσα. Παράλληλα αρχίζει να αποδίδει η δικαστική στρατηγική των μετανοημένων: όποιος τρομοκράτης συνεργάζεται με τη Δικαιοσύνη προχωρώντας σε ουσιαστικές αποκαλύψεις ανταμείβεται με μείωση της ποινής του. Οπως στο παιχνίδι του ντόμινο, τα κρησφύγετα πέφτουν το ένα μετά το άλλο. Λίγους μήνες μετά τη δολοφονία Μόρο, ο Ρενάτο Κούρτσιο μαζί με μια ομάδα έγκλειστων, πάντα, ομοϊδεατών του γράφει σε απόρρητο κείμενο το οποίο απευθύνεται στους εν ενεργεία τρομοκράτες: «Η εμπειρία των Ερυθρών Ταξιαρχιών ολοκληρώθηκε. Η ένοπλη επίθεση, στο επίπεδο που έχει φτάσει, δεν μπορεί και δεν πρέπει να συνεχιστεί».
* Ο απολογισμός
Από το 1974 ως το 1988 έχασαν τη ζωή τους 55 άτομα από επιθέσεις των ΕΤ. Πάνω από 7.000 Ιταλοί κατηγορήθηκαν για τρομοκρατική δράση. Την περίοδο της απαγωγής Μόρο έγκυρες εκτιμήσεις υπολογίζουν στους 3.000 τους τρομοκράτες με ενεργό δράση. Ως το τέλος της δεκαετίας του '80 οι Ερυθρές Ταξιαρχίες συνέχισαν να δολοφονούν. Χωρίς όμως στρατηγική, διχασμένες σε ομάδες οι οποίες, τις περισσότερες φορές, πατούσαν τη σκανδάλη μόνο και μόνο για να αποδείξουν στον εαυτό τους ότι υφίσταντο ακόμη. Οι περισσότεροι τρομοκράτες αποκήρυξαν τον ένοπλο αγώνα, λόγω του ότι «ξεπεράστηκε από την κοινωνικοπολιτική κατάσταση» ή επειδή κρίνουν πλέον ότι ήταν στρατηγικό, ηθικό και πολιτικό λάθος. Υπάρχουν βέβαια και οι λεγόμενοι «αμετανόητοι»: 120 τον αριθμό, φυλακισμένοι, οι οποίοι δεν προχώρησαν σε καμία απολύτως αυτοκριτική.
Τα σχόλια που μπορούν να γίνουν είναι πάρα πολλά. Δεν είναι τυχαίο ίσως ότι η Ιταλία μπήκε επί 20 χρόνια στο μάτι του τρομοκρατικού κυκλώνα. Μια χώρα με τεράστιες ανισότητες στο εσωτερικό της, με το μεγαλύτερο κομμουνιστικό κόμμα της Δύσης, που ήταν όμως «ευρωκομμουνιστικό». Και τη Μαφία βεβαίως, την πανταχού παρούσα λερναία ύδρα.
Σήμερα (που οι Ερυθρές Ταξιαρχίες επιχειρούν να ξαναεμφανιστούν στο προσκήνιο) όπως και χθες, η απάντηση είναι άμεσα συνδεδεμένη με τη δυνατότητα του κοινοβουλίου, της κυβέρνησης, του όλου συστήματος που λέγεται πολιτική, με την ευρύτερη σημασία της λέξεως, να καταφέρουν να προσφέρουν πειστικές απαντήσεις. Συμφωνεί και ο Λανφράνκο Πάτσε, ο οποίος προσπαθεί τώρα, μετά την εμπειρία της αυτοεξορίας στο Παρίσι και τη φυλάκιση στην Ιταλία, να ερμηνεύσει την καθημερινή πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα από τη στήλη της εφημερίδας του: «Η αποτελμάτωση, η έλλειψη πολιτικού θάρρους, η ανισότητα και οι υπόγειες και ύποπτες συμφωνίες μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης είναι ό,τι ευνοϊκότερο, δημιουργούν πρόσφορο έδαφος για να μπορέσει να αναπτυχθεί, σε κάθε χώρα και σε κάθε εποχή, η τρομοκρατική δράση».
Αλντο Μόρο: η θυσία ενός συμβόλου
* Η θεαματική εγκληματική πράξη που επέλεξαν οι τρομοκράτες ήταν η αρχή του τέλους τους
Ο ιδρυτής και ιδεολόγος των Ερυθρών Ταξιαρχιών, ο Ρενάτο Κούρτσιο, συλλαμβάνεται για δεύτερη φορά στις 18 Φεβρουαρίου του 1976. Στη θέση του αρχηγού τον διαδέχεται ο Μάριο Μορέτι, ο οποίος λειτουργεί περισσότερο με τη λογική των όπλων και λιγότερο με την ανάλυση και την προσπάθεια παράλληλης επεξεργασίας μιας πολιτικής σκέψης (έστω και εσφαλμένης), που χαρακτήριζε τον Κούρτσιο. Η οργάνωση έχει αποφασίσει εδώ και αρκετό καιρό ότι ο κύριος εχθρός της δεν είναι πλέον οι καταδότες που εργάζονται στις βιομηχανίες ούτε οι ακροδεξιοί. Η πιο βίαιη εκστρατεία πρέπει να πλήξει το κόμμα της Χριστιανικής Δημοκρατίας. Το μεγάλο κεντροδεξιό κόμμα που κυβερνά την Ιταλία με τη στήριξη του Βατικανού. Το κόμμα-σύμβολο, σύμφωνα με τους τρομοκράτες, της αλαζονείας και της διαφθοράς της αστικής τάξης. Σε μια ιστορική φάση κατά την οποία οι χριστιανοδημοκράτες ετοιμάζονται να συμπλεύσουν με το κομμουνιστικό κόμμα, με από κοινού συμμετοχή στην κυβέρνηση της χώρας. Η συνεργασία αυτή έπρεπε να έχει ως γνώμονα τις αρχές της δικαιοσύνης και της κοινωνικής ευαισθησίας που ένωναν τις δύο μεγαλύτερες πολιτικές δυνάμεις της Ιταλίας. Για τους τρομοκράτες όμως ήταν πρόκληση και παρακμή. Στις 16 Μαρτίου του 1978 οι Ερυθρές Ταξιαρχίες απάγουν τον πρόεδρο της Χριστιανικής Δημοκρατίας Αλντο Μόρο. Δολοφονούν τους πέντε άνδρες της σωματοφυλακής του, τον υποχρεώνουν να κατεβεί από το αυτοκίνητο με το όποιο θα έπρεπε να μεταβεί στο κοινοβούλιο και τον μεταφέρουν σε κρησφύγετο στην απόκεντρη συνοικία της Ρώμης Πορτουένσε. Πενήντα πέντε τραγικές ημέρες αιχμαλωσίας. Ο Μόρο υποβάλλεται σε συνεχείς ανακρίσεις, κατά τις οποίες καταγγέλλει, μεταξύ άλλων, τις διασυνδέσεις του κόμματός του με την άκρα Δεξιά και τμήματα των μυστικών υπηρεσιών, για την ενοχοποίηση των αναρχικών, της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς και των πολιτικών κληρονόμων του '68. Μιλάει και για τη δραστηριοποίηση των ελληνικών χουντικών μυστικών υπηρεσιών στην Ιταλία με στόχο την εξαγωγή της «επανάστασης». Οι ΕΤ όμως δεν είναι ικανοποιημένες. Για να αφήσουν ελεύθερο τον χριστιανοδημοκράτη πολιτικό ζητούν σε αντάλλαγμα την αποφυλάκιση 13, τουλάχιστον, συντρόφων τους.
Η χώρα ζει ημέρες πρωτοφανούς έντασης για μια κοινοβουλευτική δημοκρατία: μπλόκα κάθε 100 μέτρα στους δρόμους, συνεχείς έφοδοι των αστυνομικών στα σπίτια, εκκλήσεις του Πάπα υπέρ της απελευθέρωσης και βεβαίως εντονότατος πολιτικός προβληματισμός. Τελικά υπερισχύουν οι αδιάλλακτοι, η λεγόμενη «σταθερή γραμμή». Οι κομμουνιστές και η πλειοψηφία των χριστιανοδημοκρατών απορρίπτουν κάθε είδος διαπραγμάτευσης με τους τρομοκράτες, με τη λογική ότι το κράτος δεν μπορεί να υπόκειται σε εκβιασμούς. Ο τότε νεοεκλεγείς Γραμματέας των σοσιαλιστών, ο Μπετίνο Κράξι, είναι υπέρ του διαλόγου, προσπαθεί να δημιουργήσει κανάλια επικοινωνίας. Δεν καταφέρνει όμως να πείσει τα υπόλοιπα κόμματα. Το πτώμα του Αλντο Μόρο εγκαταλείπεται μέσα σε ένα κόκκινο «Ρενό 5» στις 9 Μαΐου 1978. Οι πολιτικοί δεν μπόρεσαν (ίσως κάποιοι δεν θέλησαν) να βρουν διέξοδο. Οι τρομοκράτες επέλεξαν τη θεαματική εγκληματική πράξη, έστω και αν πολλοί υποστήριζαν ότι ο Μόρο θα αποσταθεροποιούσε περισσότερο το πολιτικό σύστημα αν έβγαινε ζωντανός από το διαμέρισμα της οδού Γκράντολι, όπου πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της αιχμαλωσίας του. Για τις Ερυθρές Ταξιαρχίες είναι η αρχή του τέλους. Οπως μας είπε και ο Λανφράνκο Πάτσε: «Οταν σκοτώνεις τον βασιλιά και τίποτε δεν αλλάζει, έχεις χάσει οριστικά το παιχνίδι». Από τα κύρια στελέχη της αριστερής εξωκοινοβουλευτικής οργάνωσης «Λαϊκή Εξουσία», ο Πάτσε είχε δραστηριοποιηθεί για την αποφυλάκιση του Μόρο, διατηρώντας επαφές με τους τρομοκράτες και το σοσιαλιστικό κόμμα. Τελικά όμως οι δικαστές αποφάσισαν να ενοχοποιήσουν και τον ίδιο για τρομοκρατική δράση. Σήμερα έχει αποφυλακιστεί και εργάζεται ως δημοσιογράφος.
Θ. ΑΝΔΡΕΑΔΗΣ-ΣΥΓΓΕΛΛΑΚΗΣ
Η «γαμημένη ησυχία του κόσμου» και ο δολοφονικός αυνανισμός της «Σέχτας»
Πιο «τρομακτικά συνεπή» υποπροϊόντα του συστήματος που υποτίθεται πως χτυπούν, δεν νομίζω πως έχουν υπάρξει ξανά.
Η γλώσσα τους, η πρακτική τους, το ύφος τους, όλα τους, αναπαράγουν με τον πλέον περίλαμπρο τρόπο όσα «καταγγέλλουν» μέσα στο παραληρηματικό τους μανιφέστο.
Όλα είναι εκεί:
Σκοτεινοί εκδικητές τύπου Batman, τοποθέτηση του εαυτού τους σε ένα σκηνικό κινηματογραφικό που φέρνει σε V for Vendetta (μου άρεσε η ταινία) υστερική χρήση ακόμα και ενός ενίοτε ποιητικότροπου ύφους που πασχίζει μάταια να αντιλαλήσει τον φλεγόμενο λόγο ενός Jim Morrison, νεοελληνική μαγκιά του κώλου, και ένας ανεξέλεγκτος βαθύτατα άρρωστος ναρκισσισμός. Ένας ναρκισσισμός ταυτόσημος με αυτόν από τον οποίο πάσχουν και όσοι αναφέρονται στο κείμενό τους ως δυνητικοί στόχοι.
Είναι βέβαιο, πως τα «παλικάρια» της Σέχτας δεν χρειάζονται καμία φαντασίωση και καμία τσόντα για να μαλακιστούν.
Σίγουρα, μόλις ρίξουν μια ματιά στον καθρέφτη τους, έρχονται σε οργασμό.
Tip για τις…Αρχές:
Ψάξτε σπίτια με πολλούς και μεγάλους καθρέφτες.
Οι «τύποι» την καταβρίσκουν με τον εαυτό τους, είναι απίστευτα αυτό-γοητευμένοι.
Επίσης, αναζητήστε στις ντουλάπες στολές Spiderman, Superman, Captain America, Zorro, Iron Man και άλλων εκδικητών.
Από το κείμενό τους ξεχειλίζουν χίλιες μύριες κινηματογραφικές επιδράσεις και ηρωικές φαντασιακές ονειρώξεις.
Έχουν δει αρκετό σινεμά και πολύ, μα πάρα πολύ τηλεόραση.
Αν δεν κινδύνευαν να συλληφθούν εύκολα, σίγουρα θα έφτιαχναν και ειδικές στολές για να νιώθουν «super». Δεν ξέρω ποια είναι η βιολογική τους ηλικία, αλλά αναφορικά με την λεγόμενη «πνευματική» στοιχηματίζω πως σε ένα επιστημονικό τεστ δεν θα ξεπερνούσαν αυτή των 14, άντε 16 χρόνων.
Από μια άποψη, θα έλεγα στις Αρχές «αφήστε τους ήσυχους. Είναι τόσο δυστυχισμένοι στον φονικό αυτοεγκλωβισμό τους, που πριν περάσει πολύς καιρός θα σφαχτούν μεταξύ τους» .
Δεν μπορώ όμως να το πω, γιατί μέχρι να φτάσουν σε αυτό το νομοτελειακό σημείο της αυτοκαταστροφής, ενδεχομένως να διαπράξουν και άλλα αισχρά φονικά.
Οπότε, ναι, πρέπει να ζητήσω και εγώ, όπως πάμπολλοι άλλοι, την κατά το δυνατόν γρηγορότερη σύλληψή τους, παρόλο που αυτή θα αποτελέσει για αυτούς λύτρωση, βάλσαμο και η τελευταία δοξαστική θεατρική παράσταση.
Πρώτα από όλα θα τους «απελευθερώσει» από τον εαυτό τους.
Στη συνέχεια, θα ακολουθήσει μια ζωή χαρισάμενη, όπως ακριβώς την ονειρεύεται ο κάθε άχρηστος:
Στη φυλακή για πάντα, χωρίς ευθύνες , με ύπνο και διατροφή πληρωμένα από την τσέπη του φορολογούμενου.
Θα πει κάποιος… «μα θα έχουν στερηθεί την ελευθερία τους, το πολυτιμότερο αγαθό, μπλα…μπλα…μπλα»
Βλακείες. Έτσι και αλλιώς, δεν είναι «ελεύθεροι». Είναι δέσμιοι του αίματος και της αρρώστιας τους. Ζουν με τόσες προφυλάξεις, μεθοδεύουν τόσο συστηματικά την κάθε κίνησή τους για να μην αποκαλυφθούν, που μόνο ελεύθεροι δεν είναι. Ζουν ανώμαλα, όπως «σκέπτονται» γράφουν και πράττουν ανώμαλα.
Στην εισαγωγή της «προκήρυξής» τους, «καταγγέλλουν» τον «βίαιο κόσμο» Ο «κόσμος μας κατακλύζεται από βία» γράφει ο κάκιστος και ατάλαντος κειμενογράφος τους. Επιζητούσαν λοιπόν, λένε, το «άλμα για την έφοδο στον ουρανό»…
Απορία…
Αν αυτό επιζητούσαν, γιατί δεν βρήκαν το κουράγιο να σαλτάρουν από μια ταράτσα;
Θα ήταν πιο δίκαιο από το να χρίσουν εαυτούς, Θεούς.
Γράφουν: « Έτσι από εδώ και πέρα θέλουμε να είμαστε τρομακτικά συνεπείς»
Υποθέτω πως θέλουνε να είναι «τρομακτικά» συνεπείς, γιατί ναρκισσεύονται απύθμενα όταν ακούν να τους αποκαλούν «τρομοκράτες». Η…συνέπειά τους, προκαλεί τον τρόμο. Αλλιώς δεν μπορώ να ερμηνεύσω αυτή την ελληνικούρα των αγράμματων συντακτών του κατεβατού που προσπαθεί –είναι γεγονός με ιδιαίτερη ένταση αυτή τη φορά- να δείξει πως πίσω από τη γραφίδα βρίσκονται κάποιοι νοήμονες. Είναι όμως η προσπάθεια τόσο εμφανής και κοπιώδης που τελικά, πείθει για το ακριβώς αντίθετο.
Το μόνο που αναδύεται είναι ένα απέραντο και αδιέξοδο δήθεν.
Συνεχίζουν:
«Πλέον δε μιλάμε για ένοπλη προπαγάνδα, αλλά την εφαρμόζουμε στην πράξη»
Η απόπειρα αναφοράς στην φρασεολογία του Τσε και στα κινήματα της Λατινικής Αμερικής είναι οφθαλμοφανής. Όπως παράλληλα, είναι καθαρό πως πάσχουν από οποιαδήποτε προσπάθεια αναλυτικής διεργασίας.
Μάλλον θα το βρίσκουν κουραστικό αυτό.
Κάποιοι, επιχειρούν να τους παρουσιάσουν σα να περπατάνε πλέον στα χνάρια της 17Ν.
Προσωπικά, δεν μπορώ να δω κάτι τέτοιο, ούτε στο ελάχιστο.
Αν διαβάσει κανείς προσεκτικά το κείμενο του Δημήτρη Κουφοντίνα με τίτλο «Η γενιά μας έδωσε τη δική της απάντηση στο παλιό ζήτημα της βίας» (eksegersi.gr, 1η Οκτωβρίου 2007) μπορεί να πάρει όλες τις απαντήσεις που μπορούν να δοθούν από κάποιον που ακολούθησε μεν τον δρόμο του ένοπλου αγώνα, αλλά είχε και έχει ένα στέρεο ιδεολογικό πλαίσιο που σου δίνει χώρο να διαφωνείς ή να συμφωνείς. Δηλαδή, υπάρχει ένα σκεπτικό με το οποίο μπορεί κάποιος, εάν και εφ’ όσον το θέλει, να διαλεχθεί.
Γράφει η Σέχτα:
«Η πρόσφατη επίθεση μας δεν στηρίχτηκε σε προπαγανδιστικούς λόγους, αλλά στην απόφαση να τερματίσουμε την άθλια καριέρα αυτού του τύπου.»
Εδώ, αναδύεται πεντακάθαρα ο ασυγκράτητος φετιχισμός της βίας και η μιλιταριστική διάθεση-που κάπου περιγράφει ο Δημήτρης Κουφοντίνας στο κείμενο που ανέφερα πιο πάνω. Αλλά και η βαθύτατα, απολίτικη «φιλοσοφία» τους.
Γιατί, από τη στιγμή που δολοφονείς κάποιον που κάνει «καριέρα» αξιωματικά, αναφέρεσαι όχι στο σύστημα και τους θεμελιωτές του, αλλά σε κάποιον υπηρέτη του που βρήκε τρόπο να κάνει καριέρα μέσα σε αυτό. Καλώς ή κακώς, όπως εκατομμύρια άλλοι άνθρωποι στην Ελλάδα και σε όλο τον κόσμο, ανάμεσά τους ίσως και οι ίδιοι, οι γονείς τους, οι φίλοι τους-αν έχουν. Να τους φάμε όλους;
Όταν χτυπάς έναν τροχό του οχήματος –συστήματος , του δίνεις την ευκαιρία να θωρακίσει περαιτέρω τη μηχανή.
Το σύστημα, δεν ανησυχεί για τους «τροχούς», έχει αμέτρητες πρόθυμες ρεζέρβες.
Οι άθλιες καριέρες, τρισάθλια και επηρμένα τσογλάνια, δεν τερματίζονται με το δικό τους αίμα, αλλά με την ακύρωση του συστήματος που τις παράγει.
Αλλιώς, σας διαβεβαιώνω θα είχα προ πολλού συγκροτήσει μία ομάδα και θα είχα πάρει στο κατόπι όλα τα σκυλάδικα, τους τραγουδιστές τους και όσους τα προωθούν. Εμένα αυτά με ενοχλούν!
Οι καριέρες των αθλίων τερματίζονται με την Παιδεία η οποία με τη σειρά της ακυρώνει το περιβάλλον στο οποίο αυτοί ανθούν.
Στην αρχή του κειμένου τους, γράφουν πως έφτιαξαν τη Σέχτα πριν από ενάμιση χρόνο, σαν «όχημα διαφυγής από τη γαμημένη ησυχία του κόσμου».
Μόνο που κατά πως φαίνεται έφτιαξαν τη Σέχτα για να παγώσουν στην κυριολεξία αυτή τη γαμημένη τη φασαρία του κόσμου, που τότε είχε ξεσπάσει τόσο ηχηρά, με αφορμή την δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου. Πάνω στη βράση, ακριβώς εκεί που χιλιάδες άνθρωποι εγκατέλειπαν για πρώτη φορά μετά από χρόνια ή και για πρώτη φορά στη ζωή τους τον μαλακό τους καναπέ, ήρθε ο «Επαναστατικός Αγώνας» στην αρχή και η «Σέχτα» μετά, για να υπηρετήσουν το σύστημα με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.
Σκορπώντας σφαίρες και αίμα και στέλνοντας τους ανθρώπους, φοβισμένους, πίσω στον καναπέ τους. Ευλόγως, αρκετούς μήνες μετά ο Μιχάλης Χρυσοχοΐδης, επέστρεφε στο παλιό του πόστο και παράλληλα κατακτούσε τις υψηλότερες θέσεις στη δημοφιλία μεταξύ των πολιτικών. Έργο Σέχτας και ομοειδών.
Είναι μηδενιστές, αντικοινωνικοί (τα δηλώνουν) αλλά πάνω απ’ όλα είναι ιδεολογικά ανύπαρκτοι. Σε όλο τους το κατεβατό ο μοναδικός τους αντίπαλος είναι η Τηλεόραση και τα διάφορα μακιγιαρισμένα φρούτα της. Σε βαθμό που αναρωτιέται κάποιος αν πρόκειται για Σέχτα Αποτυχημένων Τηλεοπτικών Αστέρων που εκδικείται την αποτυχία της.
Στο εύστοχο άρθρο του, ο Στέλιος Κούλογλου, αναρωτιέται στην τελευταία παράγραφο «πως είναι δυνατόν να υπάρχει ακόμα τρομοκρατία στην Ελλάδα;».
Νομίζω, πως σε καμία άλλη χώρα της Ευρώπης δεν έχει περιφρονηθεί τόσο απροκάλυπτα ο μέσος πολίτης.
Νομίζω πως σε καμία άλλη χώρα, ο καθημερινός άνθρωπος δεν έχει νιώσει πως οι υπηρεσίες του Κράτους είναι εκεί, αποκλειστικά για να τον εξευτελίζουν.
Νομίζω, πως πουθενά αλλού στην περιοχή μας, δεν αναδύθηκαν τόσοι πολλοί φελλοί, τόσο χυδαίοι, σε τόσο λίγο χρόνο, που σερβιρίστηκαν τόσο έντονα ως πρότυπα.
Νομίζω, πως πουθενά αλλού δεν έχει κυριολεκτικά κατατρομοκρατηθεί ο κοινός νους από όσο στην Ελλάδα.
Νομίζω, πως πουθενά αλλού στην Ευρώπη, δεν υπάρχει ένας τόσο εκτενής μηχανισμός «θεσμών» από την ίδια τη διοίκηση, τα σχολεία, την εκκλησία, που να λειτουργούν συστηματικά για να ακρωτηριάζουν το οτιδήποτε φρέσκο πηγάζει από τα μυαλά των νέων ανθρώπων.
Όταν λοιπόν το γνωστικό πεδίο είναι λειψό, σε συνδυασμό με την απελπισία και τα αδιέξοδα, μπορείς να καταλήξεις «Σέχτα». Και κάθε συνηγορία της «κρατούσας ηθικής» είναι τουλάχιστον υποκριτική.
Μόνο που σε όλα αυτά, οι φόνοι, όχι μόνο δεν συνιστούν απάντηση, αλλά αντίθετα εξοπλίζουν το ίδιο το σύστημα.
Αν η Σέχτα δεν είναι μια καλοστημένη προβοκάτσια, είναι ο καθρέφτης που επαναλαμβάνει στο άπειρο το είδωλο που τη δημιούργησε.
Και το αναπαράγει, με «τρομακτική συνέπεια».
Γιώργος Πήττας
Πιο «τρομακτικά συνεπή» υποπροϊόντα του συστήματος που υποτίθεται πως χτυπούν, δεν νομίζω πως έχουν υπάρξει ξανά.
Η γλώσσα τους, η πρακτική τους, το ύφος τους, όλα τους, αναπαράγουν με τον πλέον περίλαμπρο τρόπο όσα «καταγγέλλουν» μέσα στο παραληρηματικό τους μανιφέστο.
Όλα είναι εκεί:
Σκοτεινοί εκδικητές τύπου Batman, τοποθέτηση του εαυτού τους σε ένα σκηνικό κινηματογραφικό που φέρνει σε V for Vendetta (μου άρεσε η ταινία) υστερική χρήση ακόμα και ενός ενίοτε ποιητικότροπου ύφους που πασχίζει μάταια να αντιλαλήσει τον φλεγόμενο λόγο ενός Jim Morrison, νεοελληνική μαγκιά του κώλου, και ένας ανεξέλεγκτος βαθύτατα άρρωστος ναρκισσισμός. Ένας ναρκισσισμός ταυτόσημος με αυτόν από τον οποίο πάσχουν και όσοι αναφέρονται στο κείμενό τους ως δυνητικοί στόχοι.
Είναι βέβαιο, πως τα «παλικάρια» της Σέχτας δεν χρειάζονται καμία φαντασίωση και καμία τσόντα για να μαλακιστούν.
Σίγουρα, μόλις ρίξουν μια ματιά στον καθρέφτη τους, έρχονται σε οργασμό.
Tip για τις…Αρχές:
Ψάξτε σπίτια με πολλούς και μεγάλους καθρέφτες.
Οι «τύποι» την καταβρίσκουν με τον εαυτό τους, είναι απίστευτα αυτό-γοητευμένοι.
Επίσης, αναζητήστε στις ντουλάπες στολές Spiderman, Superman, Captain America, Zorro, Iron Man και άλλων εκδικητών.
Από το κείμενό τους ξεχειλίζουν χίλιες μύριες κινηματογραφικές επιδράσεις και ηρωικές φαντασιακές ονειρώξεις.
Έχουν δει αρκετό σινεμά και πολύ, μα πάρα πολύ τηλεόραση.
Αν δεν κινδύνευαν να συλληφθούν εύκολα, σίγουρα θα έφτιαχναν και ειδικές στολές για να νιώθουν «super». Δεν ξέρω ποια είναι η βιολογική τους ηλικία, αλλά αναφορικά με την λεγόμενη «πνευματική» στοιχηματίζω πως σε ένα επιστημονικό τεστ δεν θα ξεπερνούσαν αυτή των 14, άντε 16 χρόνων.
Από μια άποψη, θα έλεγα στις Αρχές «αφήστε τους ήσυχους. Είναι τόσο δυστυχισμένοι στον φονικό αυτοεγκλωβισμό τους, που πριν περάσει πολύς καιρός θα σφαχτούν μεταξύ τους» .
Δεν μπορώ όμως να το πω, γιατί μέχρι να φτάσουν σε αυτό το νομοτελειακό σημείο της αυτοκαταστροφής, ενδεχομένως να διαπράξουν και άλλα αισχρά φονικά.
Οπότε, ναι, πρέπει να ζητήσω και εγώ, όπως πάμπολλοι άλλοι, την κατά το δυνατόν γρηγορότερη σύλληψή τους, παρόλο που αυτή θα αποτελέσει για αυτούς λύτρωση, βάλσαμο και η τελευταία δοξαστική θεατρική παράσταση.
Πρώτα από όλα θα τους «απελευθερώσει» από τον εαυτό τους.
Στη συνέχεια, θα ακολουθήσει μια ζωή χαρισάμενη, όπως ακριβώς την ονειρεύεται ο κάθε άχρηστος:
Στη φυλακή για πάντα, χωρίς ευθύνες , με ύπνο και διατροφή πληρωμένα από την τσέπη του φορολογούμενου.
Θα πει κάποιος… «μα θα έχουν στερηθεί την ελευθερία τους, το πολυτιμότερο αγαθό, μπλα…μπλα…μπλα»
Βλακείες. Έτσι και αλλιώς, δεν είναι «ελεύθεροι». Είναι δέσμιοι του αίματος και της αρρώστιας τους. Ζουν με τόσες προφυλάξεις, μεθοδεύουν τόσο συστηματικά την κάθε κίνησή τους για να μην αποκαλυφθούν, που μόνο ελεύθεροι δεν είναι. Ζουν ανώμαλα, όπως «σκέπτονται» γράφουν και πράττουν ανώμαλα.
Στην εισαγωγή της «προκήρυξής» τους, «καταγγέλλουν» τον «βίαιο κόσμο» Ο «κόσμος μας κατακλύζεται από βία» γράφει ο κάκιστος και ατάλαντος κειμενογράφος τους. Επιζητούσαν λοιπόν, λένε, το «άλμα για την έφοδο στον ουρανό»…
Απορία…
Αν αυτό επιζητούσαν, γιατί δεν βρήκαν το κουράγιο να σαλτάρουν από μια ταράτσα;
Θα ήταν πιο δίκαιο από το να χρίσουν εαυτούς, Θεούς.
Γράφουν: « Έτσι από εδώ και πέρα θέλουμε να είμαστε τρομακτικά συνεπείς»
Υποθέτω πως θέλουνε να είναι «τρομακτικά» συνεπείς, γιατί ναρκισσεύονται απύθμενα όταν ακούν να τους αποκαλούν «τρομοκράτες». Η…συνέπειά τους, προκαλεί τον τρόμο. Αλλιώς δεν μπορώ να ερμηνεύσω αυτή την ελληνικούρα των αγράμματων συντακτών του κατεβατού που προσπαθεί –είναι γεγονός με ιδιαίτερη ένταση αυτή τη φορά- να δείξει πως πίσω από τη γραφίδα βρίσκονται κάποιοι νοήμονες. Είναι όμως η προσπάθεια τόσο εμφανής και κοπιώδης που τελικά, πείθει για το ακριβώς αντίθετο.
Το μόνο που αναδύεται είναι ένα απέραντο και αδιέξοδο δήθεν.
Συνεχίζουν:
«Πλέον δε μιλάμε για ένοπλη προπαγάνδα, αλλά την εφαρμόζουμε στην πράξη»
Η απόπειρα αναφοράς στην φρασεολογία του Τσε και στα κινήματα της Λατινικής Αμερικής είναι οφθαλμοφανής. Όπως παράλληλα, είναι καθαρό πως πάσχουν από οποιαδήποτε προσπάθεια αναλυτικής διεργασίας.
Μάλλον θα το βρίσκουν κουραστικό αυτό.
Κάποιοι, επιχειρούν να τους παρουσιάσουν σα να περπατάνε πλέον στα χνάρια της 17Ν.
Προσωπικά, δεν μπορώ να δω κάτι τέτοιο, ούτε στο ελάχιστο.
Αν διαβάσει κανείς προσεκτικά το κείμενο του Δημήτρη Κουφοντίνα με τίτλο «Η γενιά μας έδωσε τη δική της απάντηση στο παλιό ζήτημα της βίας» (eksegersi.gr, 1η Οκτωβρίου 2007) μπορεί να πάρει όλες τις απαντήσεις που μπορούν να δοθούν από κάποιον που ακολούθησε μεν τον δρόμο του ένοπλου αγώνα, αλλά είχε και έχει ένα στέρεο ιδεολογικό πλαίσιο που σου δίνει χώρο να διαφωνείς ή να συμφωνείς. Δηλαδή, υπάρχει ένα σκεπτικό με το οποίο μπορεί κάποιος, εάν και εφ’ όσον το θέλει, να διαλεχθεί.
Γράφει η Σέχτα:
«Η πρόσφατη επίθεση μας δεν στηρίχτηκε σε προπαγανδιστικούς λόγους, αλλά στην απόφαση να τερματίσουμε την άθλια καριέρα αυτού του τύπου.»
Εδώ, αναδύεται πεντακάθαρα ο ασυγκράτητος φετιχισμός της βίας και η μιλιταριστική διάθεση-που κάπου περιγράφει ο Δημήτρης Κουφοντίνας στο κείμενο που ανέφερα πιο πάνω. Αλλά και η βαθύτατα, απολίτικη «φιλοσοφία» τους.
Γιατί, από τη στιγμή που δολοφονείς κάποιον που κάνει «καριέρα» αξιωματικά, αναφέρεσαι όχι στο σύστημα και τους θεμελιωτές του, αλλά σε κάποιον υπηρέτη του που βρήκε τρόπο να κάνει καριέρα μέσα σε αυτό. Καλώς ή κακώς, όπως εκατομμύρια άλλοι άνθρωποι στην Ελλάδα και σε όλο τον κόσμο, ανάμεσά τους ίσως και οι ίδιοι, οι γονείς τους, οι φίλοι τους-αν έχουν. Να τους φάμε όλους;
Όταν χτυπάς έναν τροχό του οχήματος –συστήματος , του δίνεις την ευκαιρία να θωρακίσει περαιτέρω τη μηχανή.
Το σύστημα, δεν ανησυχεί για τους «τροχούς», έχει αμέτρητες πρόθυμες ρεζέρβες.
Οι άθλιες καριέρες, τρισάθλια και επηρμένα τσογλάνια, δεν τερματίζονται με το δικό τους αίμα, αλλά με την ακύρωση του συστήματος που τις παράγει.
Αλλιώς, σας διαβεβαιώνω θα είχα προ πολλού συγκροτήσει μία ομάδα και θα είχα πάρει στο κατόπι όλα τα σκυλάδικα, τους τραγουδιστές τους και όσους τα προωθούν. Εμένα αυτά με ενοχλούν!
Οι καριέρες των αθλίων τερματίζονται με την Παιδεία η οποία με τη σειρά της ακυρώνει το περιβάλλον στο οποίο αυτοί ανθούν.
Στην αρχή του κειμένου τους, γράφουν πως έφτιαξαν τη Σέχτα πριν από ενάμιση χρόνο, σαν «όχημα διαφυγής από τη γαμημένη ησυχία του κόσμου».
Μόνο που κατά πως φαίνεται έφτιαξαν τη Σέχτα για να παγώσουν στην κυριολεξία αυτή τη γαμημένη τη φασαρία του κόσμου, που τότε είχε ξεσπάσει τόσο ηχηρά, με αφορμή την δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου. Πάνω στη βράση, ακριβώς εκεί που χιλιάδες άνθρωποι εγκατέλειπαν για πρώτη φορά μετά από χρόνια ή και για πρώτη φορά στη ζωή τους τον μαλακό τους καναπέ, ήρθε ο «Επαναστατικός Αγώνας» στην αρχή και η «Σέχτα» μετά, για να υπηρετήσουν το σύστημα με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.
Σκορπώντας σφαίρες και αίμα και στέλνοντας τους ανθρώπους, φοβισμένους, πίσω στον καναπέ τους. Ευλόγως, αρκετούς μήνες μετά ο Μιχάλης Χρυσοχοΐδης, επέστρεφε στο παλιό του πόστο και παράλληλα κατακτούσε τις υψηλότερες θέσεις στη δημοφιλία μεταξύ των πολιτικών. Έργο Σέχτας και ομοειδών.
Είναι μηδενιστές, αντικοινωνικοί (τα δηλώνουν) αλλά πάνω απ’ όλα είναι ιδεολογικά ανύπαρκτοι. Σε όλο τους το κατεβατό ο μοναδικός τους αντίπαλος είναι η Τηλεόραση και τα διάφορα μακιγιαρισμένα φρούτα της. Σε βαθμό που αναρωτιέται κάποιος αν πρόκειται για Σέχτα Αποτυχημένων Τηλεοπτικών Αστέρων που εκδικείται την αποτυχία της.
Στο εύστοχο άρθρο του, ο Στέλιος Κούλογλου, αναρωτιέται στην τελευταία παράγραφο «πως είναι δυνατόν να υπάρχει ακόμα τρομοκρατία στην Ελλάδα;».
Νομίζω, πως σε καμία άλλη χώρα της Ευρώπης δεν έχει περιφρονηθεί τόσο απροκάλυπτα ο μέσος πολίτης.
Νομίζω πως σε καμία άλλη χώρα, ο καθημερινός άνθρωπος δεν έχει νιώσει πως οι υπηρεσίες του Κράτους είναι εκεί, αποκλειστικά για να τον εξευτελίζουν.
Νομίζω, πως πουθενά αλλού στην περιοχή μας, δεν αναδύθηκαν τόσοι πολλοί φελλοί, τόσο χυδαίοι, σε τόσο λίγο χρόνο, που σερβιρίστηκαν τόσο έντονα ως πρότυπα.
Νομίζω, πως πουθενά αλλού δεν έχει κυριολεκτικά κατατρομοκρατηθεί ο κοινός νους από όσο στην Ελλάδα.
Νομίζω, πως πουθενά αλλού στην Ευρώπη, δεν υπάρχει ένας τόσο εκτενής μηχανισμός «θεσμών» από την ίδια τη διοίκηση, τα σχολεία, την εκκλησία, που να λειτουργούν συστηματικά για να ακρωτηριάζουν το οτιδήποτε φρέσκο πηγάζει από τα μυαλά των νέων ανθρώπων.
Όταν λοιπόν το γνωστικό πεδίο είναι λειψό, σε συνδυασμό με την απελπισία και τα αδιέξοδα, μπορείς να καταλήξεις «Σέχτα». Και κάθε συνηγορία της «κρατούσας ηθικής» είναι τουλάχιστον υποκριτική.
Μόνο που σε όλα αυτά, οι φόνοι, όχι μόνο δεν συνιστούν απάντηση, αλλά αντίθετα εξοπλίζουν το ίδιο το σύστημα.
Αν η Σέχτα δεν είναι μια καλοστημένη προβοκάτσια, είναι ο καθρέφτης που επαναλαμβάνει στο άπειρο το είδωλο που τη δημιούργησε.
Και το αναπαράγει, με «τρομακτική συνέπεια».
Γιώργος Πήττας
Παρόμοια θέματα
» Η Ελληνική νύκτα των κρυστάλλων(vid)
» Η πρώτη τρόικα για την ελληνική οικονομία
» Περισσότερους φιλάθλους η Μπαρτσελόνα, πρώτη ελληνική ομάδα ο Ολυμπιακός
» Ελληνική κρίση...Κρίση πραγματικού χρέους ή ψευδοκρίση;
» Η πρώτη τρόικα για την ελληνική οικονομία
» Περισσότερους φιλάθλους η Μπαρτσελόνα, πρώτη ελληνική ομάδα ο Ολυμπιακός
» Ελληνική κρίση...Κρίση πραγματικού χρέους ή ψευδοκρίση;
Δικαιώματα σας στην κατηγορία αυτή
Δεν μπορείτε να απαντήσετε στα Θέματα αυτής της Δ.Συζήτησης
|
|