«1821»: Πώς Σκά(ε)ι μια Επανάσταση…
Σελίδα 1 από 1
23032011
«1821»: Πώς Σκά(ε)ι μια Επανάσταση…
Από το ντοκιμαντέρ λείπουν εντελώς τα επεισόδια εκείνα κατά τη διάρκεια της επανάστασης που δείχνουν τις κοινωνικές και ταξικές συγκρούσεις της εποχής
Εκατόν ενενήντα χρόνια συμπληρώνονται από τον Μάρτιο του 1821, όταν ξεκίνησε η μεγάλη εθνικοαπελευθερωτική Επανάσταση που έμελλε να αποτινάξει την οθωμανική κυριαρχία και να θέσει τα θεμέλια του νεοελληνικού κράτους. Από τότε μέχρι σήμερα, από τα απομνημονεύματα των πρωταγωνιστών της εποχής μέχρι τους σύγχρονους επιστήμονες της ιστορίας, δεν έχει σταματήσει μια διαπάλη ιδεών για την ερμηνεία της Επανάστασης, την ανίχνευση των κινήτρων της, τη διερεύνηση των κοινωνικών δυνάμεων που την έφεραν σε πέρας αλλά και των αποτελεσμάτων της.
Η τηλεοπτική παραγωγή του Σκάι με τίτλο «1821, η γέννηση ενός έθνους κράτους», που συνοδεύτηκε από την έκδοση πέντε τόμων, επανέφερε στη δημόσια συζήτηση μια εναλλακτική θεώρηση των συνταρακτικών εκείνων γεγονότων, σε σχέση με την «εθνική» και εθνοκεντρική ιστοριογραφία που έχει τις ρίζες της στους πρώτους ιστορικούς της σύγχρονης Ελλάδας, οι οποίοι υπήρξαν και αυτόπτες μάρτυρες των γεγονότων. Η εναλλακτική αυτή οπτική του ντοκιμαντέρ που προβλήθηκε στον τηλεοπτικό Σκάι, που καταγράφηκε στα πέντε βιβλία της σειράς και που συζητήθηκε από τους τηλεοπτικούς και ραδιοφωνικούς σχολιαστές του σταθμού, έφερε εκ νέου στην επιφάνεια την αντίθεση μεταμοντέρνου και εθνικού. Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που αντέδρασαν και μόνο στο άκουσμα του τίτλου, δηλώνοντας αηδιασμένοι από την «αντεθνική προπαγάνδα», η οποία τολμά να μιλά για γέννηση του έθνους τόσο αργά. Επώνυμα σχόλια στην ιστοσελίδα της σειράς αναφέρουν για παράδειγμα πως «χρειάζεται μεγαλύτερη ευσυνειδησία όταν αναφερόμαστε στα ιερά και στα όσια της πατρίδας μας» ή ότι «το να “στρογγυλεύουμε αιχμηρές γωνίες” δεν αποτελεί επιστημονική προσέγγιση της Ιστορίας, αλλά ένδειξη δουλικότητας και ραγιαδισμού προς τον γείτονα», για να αναφέρουμε τις πιο μετριοπαθείς φωνές.
Φαίνεται ότι ξεκίνησε τρίτος γύρος αντιπαράθεσης, μετά το βιβλίο Ιστορίας της Στ’ Δημοτικού που επιμελήθηκε η Μαρία Ρεπούση (το οποίο αποσύρθηκε) και μετά το βιβλίο Τι ’ναι η πατρίδα μας της υφυπουργού Παιδείας Θάλειας Δραγώνα (η οποία τελικώς παραιτήθηκε). Παγιώνεται έτσι ένα ψευδές δίπολο: Από τη μία πλευρά μια εθνοκεντρική τάση στην ιστορία, που ερμηνεύει τα γεγονότα στη βάση της αδιάσπαστης συνέχειας του έθνους, αναπαράγοντας μύθους και στρεβλώσεις, και από την άλλη μεριά ένα νέο και «αιρετικό» ρεύμα, το οποίο αποκαλύπτει τους μύθους και διατυπώνει μια εναλλακτική εκδοχή. Οι αντιτιθέμενες παρατάξεις όμως στην πραγματικότητα βρίσκονται στην ίδια πλευρά. Η μία αποτελεί το κατοπτρικό είδωλο της άλλης, καθώς τόσο η εθνοκεντρική όσο και η μεταμοντέρνα άποψη έχει σαν βάση της μια αταξική θεώρηση της ίδιας της κοινωνίας και των γεγονότων της ιστορίας.
Αντίθετα με τον Κολοκοτρώνη, που παρουσιάζεται ως φιλάργυρος τοπικιστής, το ντοκιμαντέρ του Σκάι επιφυλάσσει πολύ ευνοϊκή μεταχείριση στον Καποδίστρια που κατάργησε το Σύνταγμα του 1827
Η ιστορία της Επανάστασης του 1821 μένει ημιτελής και μετέωρη, σαν τα σχεδιάσματα των Ελεύθερων Πολιορκημένων του Σολωμού, αν δεν απαντηθεί η ερώτηση γιατί: Γιατί ξέσπασε τότε και όχι νωρίτερα ή αργότερα, γιατί είχε τους συγκεκριμένους εμπνευστές, γιατί γεννήθηκε εξαρχής η ιδέα του Σηκωμού. Η σειρά του Σκάι, 1821, δεν δίνει έμφαση σε αυτά τα ερωτήματα. Στο 2ο επεισόδιο της σειράς δίνεται μια απάντηση: «Η δύναμη των ιδεών συνέβαλλε περισσότερο από κάθε άλλο παράγοντα στη δημιουργία μιας νέας εθνικής οντότητας». Λίγο αργότερα ο καθηγητής Θάνος Βερέμης, επιστημονικός σύμβουλος της παραγωγής, εξηγεί στην κάμερα: «Η νέα τάξη των εμπόρων είναι μικρή σε αριθμό, έχει καταλάβει όμως ότι ο αγώνας για ανεξαρτησία είναι αγώνας ιδεών». Οι ιδέες άραγε αρκούν για να γεννήσουν το όραμα μιας επανάστασης και να σπρώξουν τόσες χιλιάδες ανθρώπους στα πεδία των μαχών και στο θάνατο; Ως προς το υπόβαθρο της Επανάστασης, η σειρά του Σκάι καταδεικνύει μόνο τη φτώχεια και τη σχετική εξαθλίωση του αγροτικού πληθυσμού κατά τα χρόνια της ύστερης τουρκοκρατίας. Φυσικά και αυτοί οι παράγοντες είναι πολύ ουσιαστικοί, όμως και πάλι, λείπει η γενεσιουργός αιτία.
Αυτή δεν άλλη από την «ενηλικίωση» της μέσης κοινωνικής τάξης, που στις αρχές του 19ου αιώνα βρίσκεται στο μεταίχμιο να μεταφράσει την οικονομική της ισχύ σε πολιτική. Ο Νίκος Σβορώνος στην Επισκόπηση της Νεοελληνικής Ιστορίας εξηγεί ότι «η αμεσότερη συνέπεια της οικονομικής ανόδου των Ελλήνων στο 18ο αιώνα υπήρξε ο σχηματισμός κάποιας αστικής τάξης». Όπως αναλύει ο Λεωνίδας Στρίγκος στο βιβλίο Η επανάσταση του Εικοσιένα (πρακτικά συνεδρίου, Κέντρο Μαρξιστικών Ερευνών), «στο εξωτερικό οι έμποροι των παροικιών άρχισαν να εκτοπίζονται από το ντόπιο κεφάλαιο, ρωσικό, γαλλικό, αγγλικό κ.λπ. Εκτοπίζονταν και ήθελαν να τοποθετήσουν τα κεφάλαιά τους. Επενδύσεις γίνονται όταν υπάρχει αγορά. Επαρκής αγορά δεν υπήρχε. Ο Αλή Πασάς άρπαζε τις ιδιοκτησίες, έπνιγε τις βιοτεχνίες. Δηλαδή πνίγονταν τα φύτρα του καπιταλισμού που αναπτύσσονταν». Για το λόγο αυτό λοιπόν η συγκεκριμένη τάξη έθεσε ως στόχο των επιδιώξεών της τη δημιουργία ενός φιλελεύθερου κράτους. Όπως το θέτει ο Καρλ Μαρξ στον 3ο τόμο του Κεφαλαίου: «Το εμπόριο επιδρά παντού περισσότερο ή λιγότερο διαλυτικά στις υπάρχουσες οργανώσεις της παραγωγής». Φυσικά, η ελληνική αστική τάξη έχει ακόμη πολύ χαμηλό επίπεδο οργάνωσης και συνείδησης, κάτι που άλλωστε αντανακλάται και στο γεγονός ότι παρά την ηγεμονική της θέση στις παραμονές της Επανάστασης, την χάνει αργότερα.
Βέβαια, στο ντοκιμαντέρ του Σκάι η μόνη αναφορά στους αστούς ως τάξη γίνεται στο 2ο επεισόδιο, μιλώντας μάλιστα για τη Γαλλία. Όπως ξεκαθαρίζουν άλλωστε οι Θάνος Βερέμης και Γιάννης Κολιόπουλος, στον β’ τόμο της έντυπης σειράς («Η συγκρότηση εξουσίας στην επαναστατημένη Ελλάδα») είναι «λάθος η προβολή των εμπόρων ως διακριτής κοινωνικής ομάδας και μοχλού της εθνικής κίνησης των Ελλήνων». Η διαίρεση του ελληνικού στρατοπέδου, η οποία όπως είναι γνωστό, οδήγησε και σε δύο εμφύλιες συρράξεις κατά τη διάρκεια της επανάστασης, ερμηνεύεται με διαφορετικά κριτήρια. Στο 4ο επεισόδιο, όπου περιγράφεται η Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου, υιοθετείται το σχήμα αντίθεσης μεταξύ του κόμματος των πολιτικών (Φαναριώτες και προεστοί) και του κόμματος των στρατιωτικών (οπλαρχηγοί). Μια άλλη ματιά, περισσότερο διεισδυτική, αυτή του Γιώργου Δεληγιάννη (στο Η επανάσταση του Εικοσιένα) αναλύει την ταξική σύνθεση της Εθνοσυνέλευσης και αποκαλύπτει ότι από τους 55 αντιπροσώπους, οι 20 ήταν γαιοκτήμονες, οι 13 πλοιοκτήτες, οι 12 διανοούμενοι, οι 4 στρατιωτικοί αρχηγοί, οι 3 αρχιερείς και οι 3 μεγαλέμποροι. Το γεγονός αυτό και μόνο, αν δεν αποδεικνύει την εσωτερική κοινωνική διαπάλη που σοβούσε, σίγουρα πάντως δείχνει ότι δεν είχαν οι φτωχοί αγρότες, δηλαδή η μεγάλη μάζα του πληθυσμού, πρόσβαση στις αποφάσεις.
Από το ντοκιμαντέρ λείπουν εντελώς τα επεισόδια εκείνα κατά τη διάρκεια της επανάστασης που δείχνουν τις κοινωνικές και ταξικές συγκρούσεις της εποχής. Στο 1ο επεισόδιο ναι μεν γίνεται αναφορά στη «νέα ελληνική ελίτ των κοτζαμπάσηδων» που με την ενδυνάμωση των τσιφλικιών τους «οδηγούν σε δραματική επιδείνωση την κατάσταση των κατοίκων», ωστόσο δεν αποκαλύπτεται η ασυμφιλίωτη αυτή σύγκρουση ως έκφραση αντίθετων υλικών συμφερόντων που παίρνουν πολιτική υπόσταση. Αντιθέτως, οι Θ. Βερέμης και Γ. Κολιόπουλος σημειώνουν χαρακτηριστικά στο βιβλίο τους: «Θα ήταν λάθος αν ο μελετητής της ιστορίας της Επανάστασης αγνοούσε τον προσωπικό και φατριαστικό χαρακτήρα του εσωτερικού αγώνα ο οποίος σοβούσε». Άποψη που γίνεται ακόμα πιο σαφής στο 5ο επεισόδιο, όταν περιγράφονται οι αντιθέσεις στην Εθνοσυνέλευση του Άστρους: «Δεν ήταν θέμα ταξικό, ήταν η οικογενειοκρατία, ο τοπικισμός, οι πυραμίδες των πελατειακών δικτύων, οι ημέτεροι, η κατακερματισμένη κοινωνία», αναλύει ο Θάνος Βερέμης για τις αντιθέσεις.
Στον αντίποδα αυτών των αταξικών εκτιμήσεων βρίσκεται το μνημειώδες για την εποχή του έργο του Γιάνη Κορδάτου, Η κοινωνική σημασία της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821 (που επανακυκλοφορεί από τις εκδόσεις Συλλογή). Όπως μας εξιστορεί ο Κορδάτος, το 1808-1809 στη Σάμο επιβλήθηκε λαοκρατικό καθεστώς. Δημεύτηκε η κινητή και ακίνητη περιουσία των προυχόντων, οι οποίοι απευθύνθηκαν στον Τούρκο τοπάρχη της Μικράς Ασίας. Αργότερα, στην Πάτρα ο τσαγκάρης Παναγιώτης Καρατζάς «δεν περίμενε το γενικόν σύνθημα της εθνεγερσίας, εσήκωσε τον λαόν των Πατρών εις τας 21 του Μαρτίου και εκτύπησε τους Τούρκους μέσα εις την πόλιν». Ο λαϊκός αυτός ηγέτης σκοτώθηκε τον Αύγουστο του ’21 από όργανα των κοτζαμπάσηδων. Και στα νησιά όμως ξεσπούν λαοκρατικές αγροτικές εξεγέρσεις. Στην Ύδρα, ο Αντώνης Οικονόμου πρωταγωνιστεί στον ξεσηκωμό των αγροτών που διεκδικούν την εξουσία. Με προκήρυξή του στις 31 Μαρτίου αναγνωρίζεται το λαοκρατικό καθεστώς στο νησί. Αργότερα βέβαια, οι καραβοκυραίοι ανατρέπουν αυτή την εξουσία. Αγροτική εξέγερση σημειώθηκε και στην Άνδρο, όπου οι άρχοντες διαπομπεύτηκαν. Κατά τη λαϊκή συνέλευση της Μεσαριάς αποφασίστηκε να καταργηθεί η φεουδαρχική ιδιοκτησία.
Άλλο σημείο που φανερώνει την αταξική εμμονή των συντελεστών του ντοκιμαντέρ είναι η στάση τους απέναντι στο φιλελληνικό κίνημα. Στο 2ο επεισόδιο αναφέρεται ότι το κίνημα του φιλελληνισμού έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην έκβαση της ελληνικής υπόθεσης. Ολόκληρο το 5ο επεισόδιο αφιερώνεται σχεδόν στην παρουσία του λόρδου Βύρωνα. Το 1821 του Σκάι εστιάζει αποκλειστικά στην τάση εκείνη του φιλελληνικού κινήματος που εμπνέεται από το ρομαντισμό της εποχής. Δεν ήταν όμως αποκλειστικά νέοι φλογισμένοι από ρομαντικά ιδεώδη, οι φιλέλληνες που ήρθαν και πολέμησαν. Υπήρξε και η τάση στην Ευρώπη που ταυτίστηκε με το φιλελευθερισμό και περιέκλειε όλα τα προοδευτικά στοιχεία που βρίσκονταν σε σύγκρουση με τις αντιδραστικές δυνάμεις και την Ιερή Συμμαχία. Όπως άλλωστε αναλύει διεξοδικά στον πρώτο τόμο του πολύτιμου έργο του Πώς είδαν οι ξένοι την Ελλάδα του ’21 ο Κυριάκος Σιμόπουλος, ανάμεσα στους φιλέλληνες ήταν τα θύματα των ναυαγισμένων επαναστάσεων, οι «περιπλανώμενοι πολιτικοί πρόσφυγες» και οι πλάνητες φιλελεύθεροι που αναζητούσαν μια ευκαιρία για πλουτισμό ή απλώς επιβίωση.
Μια θετική συμβολή του ντοκιμαντέρ είναι το γεγονός ότι συμβάλλει αποφασιστικά στην ανασκευή μυθευμάτων γύρω από το ’21, όπως η εκκίνηση της Επανάστασης από την Αγία Λαύρα, στο 3ο επεισόδιο. Θέση άλλωστε της παραγωγής, όπως εκφράζεται συνολικά στο 8ο και τελευταίο επεισόδιο που τιτλοφορείται «Ο εθνικός μύθος», είναι πως η συνοχή της νέας χώρας μπόρεσε να καλλιεργηθεί μόνο μέσα από την ανάπλαση της ιστορίας. Έτσι, η αφήγηση υιοθετεί μια εικονοκλαστική στάση απέναντι σε εθνικά «εικονίσματα», υποβάλλοντάς τα σε κριτική. Σε αυτό το σημείο είναι φυσικά που προκαλούνται και οι αντιδράσεις των συντηρητικών κύκλων. Η μορφή του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, αποκαθηλώνεται από τη θέση του απόλυτου λαϊκού ήρωα και «προσγειώνεται» στη μορφή ενός ικανού αλλά φιλάργυρου οπλαρχηγού, που πρωταγωνίστησε σε παροιμιώδεις σφαγές αμάχων, κατά την άλωση της Τριπολιτσάς.
Η αιρετική αυτή ματιά της παραγωγής είναι όμως μονομερής. Στην περίπτωση του Ιωάννη Καποδίστρια, ο οποίος κατάργησε πραξικοπηματικά το τελευταίο Σύνταγμα του 1827, το πλέον δημοκρατικό, η παραγωγή είναι πολύ επιεικής, στο βαθμό που να υιοθετεί όλο το σκεπτικό του δολοφονηθέντος κυβερνήτη. Άλλωστε, παρά την κριτική στο κύριο ιστοριογραφικό ρεύμα, το ντοκιμαντέρ εμμένει στην άποψη ότι η ιστορία έχει πρωταγωνιστές σημαίνοντα πρόσωπα και όχι τους λαούς. Όλη η αφήγηση αφορά τις κινήσεις και τις πρωτοβουλίες του Κολοκοτρώνη, του Μαυροκορδάτου, του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη και του Κουντουριώτη, την ίδια στιγμή που υποβαθμίζεται ο ρόλος των ίδιων των αγωνιστών, των ανώνυμων κολίγων της εποχής που έδωσαν το αίμα τους γι’ αυτή την υπόθεση. Ο Θάνος Βερέμης μιλώντας για τους κλέφτες κάνει λόγο για «καθεστώς ελεγχόμενης παρανομίας». Λέει στο 1ο επεισόδιο: «Οι κλέφτες ήταν φυγόδικοι εγκληματίες. Συγκυριακή ήταν η διαφορά τους με τους αρματολούς. Η κλεφτουργιά ήταν θύματα της φτώχειας, όχι Ρομπέν, εκμεταλλεύονται τους φτωχούς και προχωρούν σε αδιάκριτες λεηλασίες». Σύμφωνα αντιθέτως με το Γιάνη Κορδάτο, «η κλεφτουργιά είναι μια ιδιότυπη μορφή της πάλης των τάξεων κατά την προ του ’21 εποχή». Διασώζει μάλιστα ένα δημοτικό τραγούδι: «Εγώ ραγιάς δεν γένομαι, Τούρκους δεν προσκυνάω, δεν προσκυνώ τους άρχοντες και τους κοτζαμπασήδες».
Η εκκλησία και η διαπάλη για το 1821
"η ευόδωση της Εθνεγερσίας του 1821 είναι πραγματικό θαύμα" διατείνεται με πρόσφατο φυλλάδιό της η Εκκλησία της Ελλάδος
Σφοδρή ήταν η αντίδραση της Εκκλησίας της Ελλάδος μετά τη μετάδοση των πρώτων επεισοδίων του ντοκιμαντέρ. Στο τεύχος 46 του φυλλαδίου που εκδίδει η Διαρκής Ιερά Σύνοδος «Προς το λαό» διαπιστώνει ότι το ποίμνιο «παραπληροφορείται» και «πέφτει θύμα ιδεολογικών προπαγανδών και μονομερών θεωρήσεων της Ιστορίας μας, στην οποία η προσφορά της Εκκλησίας υπήρξε σημαντική». Χωρίς να κατονομάζει τη σειρά, εντοπίζει μια «προσπάθεια διαστρεβλώσεως της νεοελληνικής ιστορίας με διαφόρους τρόπους», ρίχνοντας την ευθύνη σε ένα «κίνημα μοντέρνου αθεϊσμού» που προσπαθεί να καταγράψει μια «άλλη ιστορία σχετικά με την Επανάσταση του 1821».
Αυτό που έκανε …λάβρα την ηγεσία της Εκκλησίας είναι φυσικά η αναφορά του ντοκιμαντέρ για το μύθευμα της Αγίας Λαύρας, ως δήθεν τόπου εκκίνησης της Επανάστασης από τον Παλαιών Πατρών Γερμανό. Στο β’ τόμο μάλιστα της πεντάτομης σειράς για το 1821, οι Θάνος Βερέμης και Γιάννης Κολιόπουλος μεταφέρουν ένα πολύ χαρακτηριστικό απόσπασμα από το φυλλάδιο «Διδασκαλία Πατρική», που δημοσίευσε ο Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης το 1821 και μετέπειτα «μάρτυρας», Γρηγόριος Ε’: «Το περί ελευθερίας νέον σύστημα δεν είναι άλλο παρά μία σύγχυσις και ανατροπή των καλών διοικήσεων, μία οδός φέρουσα εις την απώλειαν και απλώς ειπείν μία νεοφανέστατη ενέδρα του πονηρού διαβόλου, διά να εκτραχηλίσει τους εγκαταληφθέντας ορθοδόξους χριστιανούς». Η Ιερά Σύνοδος αντιτείνει ότι ο Γρηγόριος «ήταν εκείνος που στήριξε το έργο της Φιλικής Εταιρείας και την περιέσωσε από τη διάλυση», επικαλούμενη μαρτυρία του Μακρυγιάννη.
Παρά τη φαινομενική σύγκρουση των δύο απόψεων, στην πραγματικότητα διαπνέονται από την ίδια τυπική λογική. Αναφέρει για παράδειγμα το φυλλάδιο της Ιεράς Συνόδου: «Την επομένη κιόλας της Άλωσης, η αντίσταση των Ελλήνων έγινε πνευματική, για να εξελιχθεί και πάλι σε ένοπλη και να λάβει το Εικοσιένα τη μορφή του μεγάλου Σηκωμού. Ως τότε σημειώθηκαν πολλά μικροκινήματα». Οι διατυπώσεις αυτές συγκαλύπτουν και αποσιωπούν τις ταξικές εσωτερικές αντιθέσεις που διαχώριζαν τα ελληνικά στοιχεία, ορθώνοντας «κοινωνικά τείχη» μεταξύ των τάξεων που εκπροσωπούσαν διαφορετικά υλικά συμφέροντα. Το ίδιο όμως κάνει και το ντοκιμαντέρ του Σκάι, όταν παρουσιάζει τις ελληνικές δυνάμεις ενωμένες κάτω από την ίδια ιδέα, την ίδια ώρα που ερμηνεύει τις όποιες αντιθέσεις στη βάση των προσωπικών φιλοδοξιών ή του τοπικισμού.
Σε ένα άλλο σημείο του συγκεκριμένου φυλλαδίου υπογραμμίζεται ότι «ο Αγώνας δεν έγινε μόνο για την πατρίδα, αλλά και για τη θρησκεία». Φυσικά, οι έννοιες που χρησιμοποιεί η σειρά του Σκάι διαφέρουν, όμως οι δύο φαινομενικά ασυμβίβαστες απόψεις βασίζονται πάνω στο ίδιο ιδεολογικό υπόβαθρο: Ότι πυροκροτητής της Επανάστασης ήταν ιδέες, θεωρίες και «πιστεύω» που κατάφεραν με κάποιο μεταφυσικό τρόπο να μετουσιωθούν σε πολεμικές επιχειρήσεις και να προκαλέσουν σφοδρές πολιτικές συγκρούσεις. Στη θέση της θρησκείας, η άποψη του ντοκιμαντέρ τοποθετεί τις ευρωπαϊκές ιδέες, την απελευθερωτική φλόγα που εισήχθη από τη Γαλλία της επανάστασης του 1789, αποκομμένη όμως από τις κοινωνικές της ρίζες. Στον αντίποδα της ιδεαλιστικής αυτής αντίληψης, η υλιστική θεωρία ερμηνεύει τις πράξεις των ανθρώπων στη βάση των ταξικών συμφερόντων που εκπροσωπούν. Οι ιδεολογίες και τα ιδανικά που παρακινούν τους φορείς της σε δράση, βρίσκονται στο εποικοδόμημα και δεν είναι άλλο παρά έκφραση των υλικών συμφερόντων ορισμένων τάξεων και στρωμάτων. Με τη θέση αυτή διαφωνούν τόσο η εθνική όσο και η μεταμοντέρνα ιστοριογραφία.
Βέβαια η θέση για τον αντιδραστικό ρόλο της εκκλησίας και κυρίως του Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης απέναντι στην Επανάσταση δεν είναι νέα. Στο κλασικό πια έργο του Η μεγάλη εκκλησία εν αιχμαλωσία ** (που εκδόθηκε το 1968 και κυκλοφόρησε πρόσφατα στα Ελληνικά από τις εκδόσεις Γκοβόστη), ο διαπρεπής βυζαντινολόγος σερ Στίβεν Ράνσιμαν καταδεικνύει τις διαχρονικές σχέσεις εξάρτησης και δουλοπρέπειας που είχε το ορθόδοξο ιερατείο με την οθωμανική εξουσία. Στο ίδιο βιβλίο περιγράφεται διεξοδικά πώς από το 1669 οι Φαναριώτες άρχισαν να καταλαμβάνουν καίριες θέσεις στην οθωμανική διοίκηση, με πρώτο τον Παναγιώτη Νικούσιο Μαμωνά, για τον οποίο δημιουργήθηκε η θέση του Μεγάλου Δραγουμάνου της Υψηλής Πύλης, μόνιμου δηλαδή αναπληρωτή υπουργού Εξωτερικών. Έκτοτε, η τάξη των Φαναριωτών τόσο στην Κωνσταντινούπολη όσο και στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, ανέλαβε ηγετικά πόστα δίπλα στο σουλτάνο. Όπως περιγράφει ο Νίκος Σβορώνος (Επισκόπηση της Νεοελληνικής Ιστορίας), «η ύπαρξη μιας προνομιούχας ομάδας, καλά συγκροτημένης, αναγνωρισμένης de facto και de jure απ’ τον κατακτητή που την είχε ενσωματώσει στη διοίκησή του, διασπούσε το 18ο αιώνα την εθνική αλληλεγγύη των προηγούμενων αιώνων».
Οι αντιθέσεις όμως αυτές που αντανακλώνται στο αρχικό ξέσπασμα της Επανάστασης και κορυφώνονται μετά την εδραίωσή της, δεν ερμηνεύονται ούτε από την Εκκλησία που διατείνεται ότι «η ευόδωση της Εθνεγερσίας του 1821 είναι πραγματικό θαύμα», ούτε από το μεταμοντέρνο ιστοριογραφικό ρεύμα που κάνει λόγο για «συγκρούσεις φιλοδοξιών και οραμάτων για το μέλλον της χώρας».
Γιώργος Λαουτάρης
laoutaris.wordpress.com
Έχει επεξεργασθεί από τον/την sellos στις Τετ 23 Μαρ 2011 - 13:18, 1 φορά
sellos- Respected
- Αριθμός μηνυμάτων : 25978
Ηλικία : 15
Τόπος : ΑΘΗΝΑ
Ομάδα :
Registration date : 01/11/2008
«1821»: Πώς Σκά(ε)ι μια Επανάσταση… :: Σχόλια
Απ: «1821»: Πώς Σκά(ε)ι μια Επανάσταση…
** Ο ρόλος του Πατριαρχείου Κωνσταντινούπολης 1453-1821
Οι πιο σκεπτόμενοι ιεράρχες δεν μπορούσαν ελαφρά τη καρδία να υποστηρίξουν τον επαναστατικό εθνικισμό, υποστηρίζει ο Στίβεν Ράνσιμαν
Δεν είναι μόνο η σκόνη του χρόνου που καθιστά την ιστορία του Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης μια ασχολία προσφιλή μόνο στους σχολαστικούς μελετητές του ελληνικού Μεσαίωνα. Είναι και ένα παχύ πέπλο ιστορικής διαστρέβλωσης που έριξε η κεφαλή της ανατολικής εκκλησίας τα χρόνια μετά την Απελευθέρωση, το οποίο έκλεισε τη σχετική συζήτηση αφήνοντας μόνο κοινοτοπίες και μύθους. Κάτω από το στρώμα αυτό όμως, υπάρχει μια αφώτιστη ακόμη ιστορία, που δείχνει το διαχρονικό ρόλο των θρησκειών στην ιστορία των λαών.
Ο σερ Στίβεν Ράνσιμαν, που στο μακρό βίο του (πέθανε το 2000, σε ηλικία 97 ετών) απέσπασε τον τίτλο του επίτιμου διδάκτορα από τα μεγαλύτερα πανεπιστήμια του κόσμου, όπως της Οξφόρδης και του Κέμπριτζ, είναι ένας από τους κορυφαίους βυζαντινολόγους της εποχής μας. Και σίγουρα δεν μπορεί να κατηγορηθεί για ιδεολογικές προκαταλήψεις ή πολιτικές σκοπιμότητες. Για το λόγο αυτό, η εργασία του για το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης κατά τα χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας, από την εποχή δηλαδή της Άλωσης μέχρι την Επανάσταση του 1821, που εκδόθηκε πρώτη φορά το 1968 και κυκλοφόρησε πρόσφατα και στα Ελληνικά από τις εκδόσεις Γκοβόστη με τίτλο Η Μεγάλη Εκκλησία Εν Αιχμαλωσία, συνιστά έργο αναφοράς που θα συζητηθεί.
Το κύρος του συγγραφέα ανάμεσα στους εκκλησιαστικούς κύκλους είναι αδιαμφισβήτητο. Η μελέτη που καθιέρωσε τον Ράνσιμαν στους κλασικούς μελετητές του μεσαίωνα και του χάρισε τις πρώτες θέσεις στις βιβλιογραφίες των συγγραφέων με αναφορά στην ορθοδοξία και όχι μόνο, είναι η τρίτομη Ιστορία των Σταυροφοριών (που επίσης κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Γκοβόστη). Εκεί βέβαια ο λόγος γινόταν για τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, το μεγάλο και διαχρονικό ανταγωνιστή των πατριαρχείων της Ανατολής από το 1054, όταν ο Πάπας Λέων Θ΄ και ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Μιχαήλ Α΄ Κηρουλάριος αντάλλαξαν αμοιβαία αναθέματα ξεκινώντας το Σχίσμα. Η διεισδυτική ματιά του Ράνσιμαν στις σταυροφορίες έγινε αυτόματα ευπρόσδεκτη από εκείνους που χαρακτήριζαν και ακόμη ονομάζουν τον Πάπα «αιρεσιάρχη». Τι γίνεται όμως όταν ο ερευνητικός φακός του μεγάλου βυζαντινολόγου εστιάζει στα «καθ’ ημάς»;
Στις 511 σελίδες του βιβλίου δεν υπάρχει η παραμικρή αναφορά στο Κρυφό Σχολειό
Το βιβλίο για τη Μεγάλη Εκκλησία, όπως αποκαλούταν τότε το πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης, ανατρέπει εκ βάθρων τα στερεότυπα για την υποτιθέμενη θετική συμβολή του πατριαρχείου και της εκκλησίας γενικότερα κατά την περίοδο της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ειδικά στους τομείς που η εγχώρια εκκλησιαστική γραμματεία και ρητορική υπογραμμίζει την προσφορά του Πατριαρχείου, δηλαδή τη συμβολή στην απελευθέρωση και στην εκπαίδευση του γένους, η νηφάλια και μεθοδική γραφίδα του Ράνσιμαν αποκαλύπτει το μέγεθος της ιστορικής απάτης.
Η διοίκηση στα χρόνια των Οθωμανών δεν ήταν συγκεντρωτική. Αντίθετα, οι λαοί της Βίβλου, όπως οι χριστιανοί, χωρίζονταν σε θρησκευτικές ομάδες, τα λεγόμενα milet, καθένα από τα οποία «τύγχανε μεταχείρισης ως αυτόνομη διοικητική μονάδα και αυτοδιοικούνταν με δικούς του νόμους για όλα τα ζητήματα τα οποία δεν αφορούσαν στο ισλαμικό κράτος» (σελ. 102). Άλλωστε, στο οθωμανικό κράτος υπήρχε πλήρης θρησκευτική ελευθερία, ενώ τα εκκλησιαστικά οικοδομήματα και η εκκλησιαστική οργάνωση παρέμεναν άθικτα (σελ. 105). Η κατάληψη της Κωνσταντινούπολης την Τρίτη 29 Μαΐου 1453 υπήρξε μια καταλυτική στιγμή στο ρου της ιστορίας για όλους τους λαούς της εποχής και της ευρύτερης περιοχής, ωστόσο το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως βγήκε ενδυναμωμένο. «Από τη στενή έννοια του εκκλησιαστικού ελέγχου και της πειθαρχίας, το Πατριαρχείο κέρδισε από την άλωση της Κωνσταντινούπολης, επειδή το μέγιστο μέρος της επικράτειάς του επανενώθηκε υπό μία κρατική εξουσία» (σελ. 198) κι ας ήταν οθωμανική, γράφει ο Ράνσιμαν.
Για την οργάνωση του ελληνικού milet εργάστηκε με ζήλο ο Σουλτάνος Μωάμεθ Β΄ γνωστός και ως Πορθητής (της Πόλης και της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας). Πρώτη του προτεραιότητα ήταν ο ορισμός ηγέτη του ελληνικού milet, που δεν ήταν άλλος από τον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Ο πρώτος λοιπόν πατριάρχης στη μετά την Άλωση εποχή, ο Γεώργιος Σχολάριος, που έμεινε στην ιστορία με το μοναστικό του όνομα, Γεννάδιος, στέφθηκε από το σουλτάνο τον Ιανουάριο του 1454. Έχει μάλιστα παραδοθεί και η ευχή του σουλτάνου Μωάμεθ: «Είσαι ο πατριάρχης, να έχεις καλή τύχη και να είσαι βέβαιος για τη φιλία μας και τη διατήρηση όλων των προνομίων που απόλαυσαν οι προηγούμενοι πατριάρχες» (σελ. 202). Έκτοτε, οι πατριάρχες χρειάζονταν την έγκριση του σουλτάνου για να ανέβουν στο θρόνο τους. Η υπαγωγή του πατριαρχείου στην Υψηλή Πύλη σηματοδότησε παράλληλα και τη γενναία αναβάθμιση των αρμοδιοτήτων και εξουσιών του: «Ήταν ο Εθνάρχης, ο αρχηγός του milet. Τα πατριαρχικά δικαστήρια είχαν πλήρη δικαιοδοσία για όλες τις υποθέσεις που αφορούσαν ορθόδοξους και είχαν θρησκευτική σημασία [...] Είχαν το δικαίωμα να εκδικάσουν οποιαδήποτε εμπορική υπόθεση υπό την προϋπόθεση ότι και οι δύο αντίδικοι ήταν ορθόδοξοι». Οι κληρικοί ήταν (από τότε) απαλλαγμένοι από τη φορολογία. «Σαν ανταπόδοση για όλα αυτά, ο πατριάρχης ήταν υπεύθυνος για τη νομιμοφροσύνη του ποιμνίου του απέναντι στις κυβερνώσες Αρχές και για την εξασφάλιση της καταβολής των φόρων» (σελ 204). Δεν είναι αστήρικτη λοιπόν η εκτίμηση του Στίβεν Ράνσιμαν ότι ο πατριάρχης σε κάποιο βαθμό ήταν ο διάδοχος του Αυτοκράτορα.
Τα αυξημένα δικαιώματα αυτοδιοίκησης που από την αρχή του Οθωμανικού Κράτους παραχωρούσαν οι σουλτάνοι στους υπόδουλους λαούς, για να κανονίζουν ανεξάρτητα τις εσωτερικές τους υποθέσεις, φανερώνουν μια φιλελεύθερη φιλοσοφία διοίκησης, με ιδιοτελείς φυσικά στόχους. Το πλέγμα εξουσίας που δημιουργήθηκε μεταξύ των Οθωμανών και των πατριαρχών που εκπροσωπούσαν πλέον πολιτικά τους υπόδουλους απογόνους των Βυζαντινών, κατέστησε το Φανάρι «κράτος εν κράτει», με υπερεξουσίες και προνόμια τέτοια, ώστε να αποτελεί παράγοντα διατήρησης της τάξης πραγμάτων. Και δεν ήταν οι πατριάρχες οι μόνοι ορθόδοξοι που γεύτηκαν από το γλυκό ποτήρι της εξουσίας. Ο μεγάλος βεζίρης Κιοπρουλού δημιούργησε για το Χιώτη γιατρό Παναγιώτη Νικούσιο Μαμωνά τη θέση Μεγάλου Δραγουμάνου της Υψηλής Πύλης, με καθήκοντα αναπληρωτή υπουργού Εξωτερικών. Στη θέση αυτή τον διαδέχτηκε ο πλούσιος Φαναριώτης Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, που το 1698 έφτασε ακόμη ψηλότερα, όντας εξ απορρήτων του Σουλτάνου και φέροντας πλέον τον τίτλο του πρίγκιπα και του εκλαμπρότατου (σελ. 425). Λίγο αργότερα, η διακυβέρνηση των παραδουνάβιων ηγεμονιών πέρασε ολοκληρωτικά στα χέρια των Φαναριωτών πριγκίπων. Η μέθεξη της εξουσίας οδήγησε φυσιολογικά στη συντηρητικοποίηση του πατριαρχικού θεσμού. Όπως το θέτει ο Ράνσιμαν, όταν οι φωνές που ζητούσαν εθνική ανεξαρτησία αυξήθηκαν, το Πατριαρχείο βρισκόταν σε ηθικό δίλημμα: «Μπορούσε ένας Πατριάρχης δικαιολογημένα να αγνοήσει τη συμφωνία η οποία είχε συναφθεί ανάμεσα στο Σουλτάνο και τον προκάτοχό του Γεννάδιο; Μπορούσε να παραβεί τον όρκο το οποίον είχε δώσει ενώπιον του Σουλτάνου όταν είχε επικυρωθεί η εκλογή του; [...] Οι πιο σκεπτόμενοι ιεράρχες δεν μπορούσαν ελαφρά τη καρδία να υποστηρίξουν τον επαναστατικό εθνικισμό» (σελ. 440).
Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα για το βαθιά αντιδραστικό και συντηρητικό χαρακτήρα του Πατριαρχείου είναι το έργο που δημοσιεύτηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1798 με τίτλο Διδασκαλία Πατρική, με συγγραφέα πιθανότατα τον πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄. Το βιβλίο αρχίζει με ευχαριστίες στο θεό για την ίδρυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που έσωσε το Βυζάντιο από την αίρεση και διαφύλαξε την ορθοδοξία. Και κλείνει τονίζοντας ότι η πολιτική ελευθερία αποτελεί «μια πλάνη του διαβόλου και ένα θανατηφόρο δηλητήριο που πρόκειται να σπρώξει το λαό στην αναταραχή και την καταστροφή» (σελ. 456). Οι θέσεις αυτές άλλωστε οδήγησαν τον Πατριάρχη, την περίοδο που οι κλέφτες είχαν ήδη γίνει λαϊκός θρύλος, να εκδώσει αυστηρή εγκύκλιο με την οποία απειλούταν με αφορισμό κάθε ιερέας που δεν βοηθούσε στην καταστολή του κινήματος των κλεφτών.
Ανάλογα σκοταδιστικός υπήρξε ο ρόλος του Πατριαρχείου και στην εκπαίδευση των υπόδουλων ορθοδόξων. Φυσικά, στις 511 σελίδες του βιβλίου, δεν υπάρχει η παραμικρή αναφορά στο «κρυφό σχολειό», καθιστώντας τον Ράνσιμαν άλλη μια πηγή που διαψεύδει το σχετικό μύθο. Περαιτέρω, το βιβλίο αποκαλύπτει την απέχθεια που ένιωθαν οι εκκλησιαστικοί κύκλοι της εποχής για την κοσμική εκπαίδευση. Το γεγονός ότι το κράτος είχε οργανώσει το μεγάλο πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης και ότι οι κυριότεροι λόγιοι ήταν λαϊκοί «αναπόφευκτα οδηγούσε τους κληρικούς στην καχυποψία για την κοσμική μόρφωση και τη φιλοσοφία, στο φόβο ότι αυτοί οι λαϊκοί φιλόσοφοι θα μπορούσαν να δελεαστούν από το θαυμασμό τους για την αρχαία σκέψη και να ξεπεράσουν τα όρια της ορθοδοξίας» (σελ. 140). Επιπρόσθετα, ο Ράνσιμαν καταρρίπτει την εικόνα του παπά που πασχίζει να μάθει γράμματα τα υπόδουλα Ελληνόπουλα: «Δυτικοευρωπαίοι ταξιδιώτες κατά τον 18ο και 19ο αιώνα φρικιούσαν με το χαμηλό επίπεδο του ελληνικού κλήρου. Δεν πρέπει κανείς να υπερβάλλει όσον αφορά στην παρακμή» (σελ. 260). Και δεν είναι μόνο η αμορφωσιά. Η δυτική φιλοσοφία σκανδάλιζε τους ορθοδόξους σε βαθμό που δεν απείχε πολύ από τους αξιωματούχους της Δυτικής Εκκλησίας που έκαιγαν βιβλία: «Ανάμεσα στους ευσεβείς των επαρχιών υπήρξε μια αντίδραση ενάντια σ’ αυτή τη μοντέρνα και άχρηστη παιδεία, η οποία οδήγησε σε καχυποψία για κάθε είδος παιδείας και σε προκλητικό σκοταδισμό. Εάν η ανάγνωση βιβλίων οδηγούσε σε τέτοιον άθεο ρασιοναλισμό, τότε ασφαλώς ήταν καλύτερο να μη διαβάζει κανείς καθόλου βιβλία» (σελ. 449).
Τι απαντά όμως η «επίσημη» άποψη; Στο «σύντομο ιστορικό σημείωμα» της ιστοσελίδας του Οικουμενικού Πατριαρχείου διαβάζουμε για την περίοδο της αιχμαλωσίας: «Εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία οι λαοί της Βαλκανικής διετήρησαν αλώβητα τα εθνικά και φυλετικά των γνωρίσματα, ώστε να δυνηθούν κατά τον 19ο αιώνα να διεκδικήσουν την εθνικήν των αυτοτέλειαν και ανεξαρτησίαν». Εκτός από αυτές τις ουδέτερες και αντικειμενικές αυτές φράσεις, καμία αναφορά δεν κάνει το Πατριαρχείο σε κάποιο ευρύτερο ρόλο του εκείνη την εποχή, από σεμνότητα ή από επίγνωση. Το κενό αυτό καλύπτουν συγγραφείς από την Ελλάδα. Ο Κωνσταντίνος Χολέβας στο περιοδικό Τόλμη της Αρχιεπισκοπής Αθηνών (τεύχος Ιουλίου 2002) επικαλείται το ίδιο το βιβλίο του Στίβεν Ράνσιμαν (σε παλιότερη έκδοσή του) για να αποδείξει τα αντίθετα από όσα συμπεραίνει ο βρετανός ερευνητής: «Στη δεύτερη μορφή αντιστάσεως (σ.σ. στον κατακτητή), την πνευματική και ηθική, η Εκκλησία υπήρξε ο αδιαμφισβήτητος ηγέτης και καθοδηγητής», γράφει με στόμφο. Και παραχαράσσοντας το κείμενο που επικαλείται για πηγή, ο συντάκτης υπογραμμίζει: «Για τους δύο πρώτους και σκοτεινούς αιώνες της Τουρκοκρατίας χρειάσθηκε να λειτουργήσουν και τα Κρυφά Σχολειά». Ας ελπίσουμε ότι η νέα έκδοση του Γκοβόστη θα ρίξει φως τόσο στις αποσιωπήσεις όσο και στις διαστρεβλώσεις της ιστορικής αλήθειας.
Γιώργος Λαουτάρης
laoutaris.wordpress.com
Οι πιο σκεπτόμενοι ιεράρχες δεν μπορούσαν ελαφρά τη καρδία να υποστηρίξουν τον επαναστατικό εθνικισμό, υποστηρίζει ο Στίβεν Ράνσιμαν
Δεν είναι μόνο η σκόνη του χρόνου που καθιστά την ιστορία του Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης μια ασχολία προσφιλή μόνο στους σχολαστικούς μελετητές του ελληνικού Μεσαίωνα. Είναι και ένα παχύ πέπλο ιστορικής διαστρέβλωσης που έριξε η κεφαλή της ανατολικής εκκλησίας τα χρόνια μετά την Απελευθέρωση, το οποίο έκλεισε τη σχετική συζήτηση αφήνοντας μόνο κοινοτοπίες και μύθους. Κάτω από το στρώμα αυτό όμως, υπάρχει μια αφώτιστη ακόμη ιστορία, που δείχνει το διαχρονικό ρόλο των θρησκειών στην ιστορία των λαών.
Ο σερ Στίβεν Ράνσιμαν, που στο μακρό βίο του (πέθανε το 2000, σε ηλικία 97 ετών) απέσπασε τον τίτλο του επίτιμου διδάκτορα από τα μεγαλύτερα πανεπιστήμια του κόσμου, όπως της Οξφόρδης και του Κέμπριτζ, είναι ένας από τους κορυφαίους βυζαντινολόγους της εποχής μας. Και σίγουρα δεν μπορεί να κατηγορηθεί για ιδεολογικές προκαταλήψεις ή πολιτικές σκοπιμότητες. Για το λόγο αυτό, η εργασία του για το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης κατά τα χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας, από την εποχή δηλαδή της Άλωσης μέχρι την Επανάσταση του 1821, που εκδόθηκε πρώτη φορά το 1968 και κυκλοφόρησε πρόσφατα και στα Ελληνικά από τις εκδόσεις Γκοβόστη με τίτλο Η Μεγάλη Εκκλησία Εν Αιχμαλωσία, συνιστά έργο αναφοράς που θα συζητηθεί.
Το κύρος του συγγραφέα ανάμεσα στους εκκλησιαστικούς κύκλους είναι αδιαμφισβήτητο. Η μελέτη που καθιέρωσε τον Ράνσιμαν στους κλασικούς μελετητές του μεσαίωνα και του χάρισε τις πρώτες θέσεις στις βιβλιογραφίες των συγγραφέων με αναφορά στην ορθοδοξία και όχι μόνο, είναι η τρίτομη Ιστορία των Σταυροφοριών (που επίσης κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Γκοβόστη). Εκεί βέβαια ο λόγος γινόταν για τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, το μεγάλο και διαχρονικό ανταγωνιστή των πατριαρχείων της Ανατολής από το 1054, όταν ο Πάπας Λέων Θ΄ και ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Μιχαήλ Α΄ Κηρουλάριος αντάλλαξαν αμοιβαία αναθέματα ξεκινώντας το Σχίσμα. Η διεισδυτική ματιά του Ράνσιμαν στις σταυροφορίες έγινε αυτόματα ευπρόσδεκτη από εκείνους που χαρακτήριζαν και ακόμη ονομάζουν τον Πάπα «αιρεσιάρχη». Τι γίνεται όμως όταν ο ερευνητικός φακός του μεγάλου βυζαντινολόγου εστιάζει στα «καθ’ ημάς»;
Στις 511 σελίδες του βιβλίου δεν υπάρχει η παραμικρή αναφορά στο Κρυφό Σχολειό
Το βιβλίο για τη Μεγάλη Εκκλησία, όπως αποκαλούταν τότε το πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης, ανατρέπει εκ βάθρων τα στερεότυπα για την υποτιθέμενη θετική συμβολή του πατριαρχείου και της εκκλησίας γενικότερα κατά την περίοδο της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ειδικά στους τομείς που η εγχώρια εκκλησιαστική γραμματεία και ρητορική υπογραμμίζει την προσφορά του Πατριαρχείου, δηλαδή τη συμβολή στην απελευθέρωση και στην εκπαίδευση του γένους, η νηφάλια και μεθοδική γραφίδα του Ράνσιμαν αποκαλύπτει το μέγεθος της ιστορικής απάτης.
Η διοίκηση στα χρόνια των Οθωμανών δεν ήταν συγκεντρωτική. Αντίθετα, οι λαοί της Βίβλου, όπως οι χριστιανοί, χωρίζονταν σε θρησκευτικές ομάδες, τα λεγόμενα milet, καθένα από τα οποία «τύγχανε μεταχείρισης ως αυτόνομη διοικητική μονάδα και αυτοδιοικούνταν με δικούς του νόμους για όλα τα ζητήματα τα οποία δεν αφορούσαν στο ισλαμικό κράτος» (σελ. 102). Άλλωστε, στο οθωμανικό κράτος υπήρχε πλήρης θρησκευτική ελευθερία, ενώ τα εκκλησιαστικά οικοδομήματα και η εκκλησιαστική οργάνωση παρέμεναν άθικτα (σελ. 105). Η κατάληψη της Κωνσταντινούπολης την Τρίτη 29 Μαΐου 1453 υπήρξε μια καταλυτική στιγμή στο ρου της ιστορίας για όλους τους λαούς της εποχής και της ευρύτερης περιοχής, ωστόσο το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως βγήκε ενδυναμωμένο. «Από τη στενή έννοια του εκκλησιαστικού ελέγχου και της πειθαρχίας, το Πατριαρχείο κέρδισε από την άλωση της Κωνσταντινούπολης, επειδή το μέγιστο μέρος της επικράτειάς του επανενώθηκε υπό μία κρατική εξουσία» (σελ. 198) κι ας ήταν οθωμανική, γράφει ο Ράνσιμαν.
Για την οργάνωση του ελληνικού milet εργάστηκε με ζήλο ο Σουλτάνος Μωάμεθ Β΄ γνωστός και ως Πορθητής (της Πόλης και της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας). Πρώτη του προτεραιότητα ήταν ο ορισμός ηγέτη του ελληνικού milet, που δεν ήταν άλλος από τον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Ο πρώτος λοιπόν πατριάρχης στη μετά την Άλωση εποχή, ο Γεώργιος Σχολάριος, που έμεινε στην ιστορία με το μοναστικό του όνομα, Γεννάδιος, στέφθηκε από το σουλτάνο τον Ιανουάριο του 1454. Έχει μάλιστα παραδοθεί και η ευχή του σουλτάνου Μωάμεθ: «Είσαι ο πατριάρχης, να έχεις καλή τύχη και να είσαι βέβαιος για τη φιλία μας και τη διατήρηση όλων των προνομίων που απόλαυσαν οι προηγούμενοι πατριάρχες» (σελ. 202). Έκτοτε, οι πατριάρχες χρειάζονταν την έγκριση του σουλτάνου για να ανέβουν στο θρόνο τους. Η υπαγωγή του πατριαρχείου στην Υψηλή Πύλη σηματοδότησε παράλληλα και τη γενναία αναβάθμιση των αρμοδιοτήτων και εξουσιών του: «Ήταν ο Εθνάρχης, ο αρχηγός του milet. Τα πατριαρχικά δικαστήρια είχαν πλήρη δικαιοδοσία για όλες τις υποθέσεις που αφορούσαν ορθόδοξους και είχαν θρησκευτική σημασία [...] Είχαν το δικαίωμα να εκδικάσουν οποιαδήποτε εμπορική υπόθεση υπό την προϋπόθεση ότι και οι δύο αντίδικοι ήταν ορθόδοξοι». Οι κληρικοί ήταν (από τότε) απαλλαγμένοι από τη φορολογία. «Σαν ανταπόδοση για όλα αυτά, ο πατριάρχης ήταν υπεύθυνος για τη νομιμοφροσύνη του ποιμνίου του απέναντι στις κυβερνώσες Αρχές και για την εξασφάλιση της καταβολής των φόρων» (σελ 204). Δεν είναι αστήρικτη λοιπόν η εκτίμηση του Στίβεν Ράνσιμαν ότι ο πατριάρχης σε κάποιο βαθμό ήταν ο διάδοχος του Αυτοκράτορα.
Τα αυξημένα δικαιώματα αυτοδιοίκησης που από την αρχή του Οθωμανικού Κράτους παραχωρούσαν οι σουλτάνοι στους υπόδουλους λαούς, για να κανονίζουν ανεξάρτητα τις εσωτερικές τους υποθέσεις, φανερώνουν μια φιλελεύθερη φιλοσοφία διοίκησης, με ιδιοτελείς φυσικά στόχους. Το πλέγμα εξουσίας που δημιουργήθηκε μεταξύ των Οθωμανών και των πατριαρχών που εκπροσωπούσαν πλέον πολιτικά τους υπόδουλους απογόνους των Βυζαντινών, κατέστησε το Φανάρι «κράτος εν κράτει», με υπερεξουσίες και προνόμια τέτοια, ώστε να αποτελεί παράγοντα διατήρησης της τάξης πραγμάτων. Και δεν ήταν οι πατριάρχες οι μόνοι ορθόδοξοι που γεύτηκαν από το γλυκό ποτήρι της εξουσίας. Ο μεγάλος βεζίρης Κιοπρουλού δημιούργησε για το Χιώτη γιατρό Παναγιώτη Νικούσιο Μαμωνά τη θέση Μεγάλου Δραγουμάνου της Υψηλής Πύλης, με καθήκοντα αναπληρωτή υπουργού Εξωτερικών. Στη θέση αυτή τον διαδέχτηκε ο πλούσιος Φαναριώτης Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, που το 1698 έφτασε ακόμη ψηλότερα, όντας εξ απορρήτων του Σουλτάνου και φέροντας πλέον τον τίτλο του πρίγκιπα και του εκλαμπρότατου (σελ. 425). Λίγο αργότερα, η διακυβέρνηση των παραδουνάβιων ηγεμονιών πέρασε ολοκληρωτικά στα χέρια των Φαναριωτών πριγκίπων. Η μέθεξη της εξουσίας οδήγησε φυσιολογικά στη συντηρητικοποίηση του πατριαρχικού θεσμού. Όπως το θέτει ο Ράνσιμαν, όταν οι φωνές που ζητούσαν εθνική ανεξαρτησία αυξήθηκαν, το Πατριαρχείο βρισκόταν σε ηθικό δίλημμα: «Μπορούσε ένας Πατριάρχης δικαιολογημένα να αγνοήσει τη συμφωνία η οποία είχε συναφθεί ανάμεσα στο Σουλτάνο και τον προκάτοχό του Γεννάδιο; Μπορούσε να παραβεί τον όρκο το οποίον είχε δώσει ενώπιον του Σουλτάνου όταν είχε επικυρωθεί η εκλογή του; [...] Οι πιο σκεπτόμενοι ιεράρχες δεν μπορούσαν ελαφρά τη καρδία να υποστηρίξουν τον επαναστατικό εθνικισμό» (σελ. 440).
Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα για το βαθιά αντιδραστικό και συντηρητικό χαρακτήρα του Πατριαρχείου είναι το έργο που δημοσιεύτηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1798 με τίτλο Διδασκαλία Πατρική, με συγγραφέα πιθανότατα τον πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄. Το βιβλίο αρχίζει με ευχαριστίες στο θεό για την ίδρυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που έσωσε το Βυζάντιο από την αίρεση και διαφύλαξε την ορθοδοξία. Και κλείνει τονίζοντας ότι η πολιτική ελευθερία αποτελεί «μια πλάνη του διαβόλου και ένα θανατηφόρο δηλητήριο που πρόκειται να σπρώξει το λαό στην αναταραχή και την καταστροφή» (σελ. 456). Οι θέσεις αυτές άλλωστε οδήγησαν τον Πατριάρχη, την περίοδο που οι κλέφτες είχαν ήδη γίνει λαϊκός θρύλος, να εκδώσει αυστηρή εγκύκλιο με την οποία απειλούταν με αφορισμό κάθε ιερέας που δεν βοηθούσε στην καταστολή του κινήματος των κλεφτών.
Ανάλογα σκοταδιστικός υπήρξε ο ρόλος του Πατριαρχείου και στην εκπαίδευση των υπόδουλων ορθοδόξων. Φυσικά, στις 511 σελίδες του βιβλίου, δεν υπάρχει η παραμικρή αναφορά στο «κρυφό σχολειό», καθιστώντας τον Ράνσιμαν άλλη μια πηγή που διαψεύδει το σχετικό μύθο. Περαιτέρω, το βιβλίο αποκαλύπτει την απέχθεια που ένιωθαν οι εκκλησιαστικοί κύκλοι της εποχής για την κοσμική εκπαίδευση. Το γεγονός ότι το κράτος είχε οργανώσει το μεγάλο πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης και ότι οι κυριότεροι λόγιοι ήταν λαϊκοί «αναπόφευκτα οδηγούσε τους κληρικούς στην καχυποψία για την κοσμική μόρφωση και τη φιλοσοφία, στο φόβο ότι αυτοί οι λαϊκοί φιλόσοφοι θα μπορούσαν να δελεαστούν από το θαυμασμό τους για την αρχαία σκέψη και να ξεπεράσουν τα όρια της ορθοδοξίας» (σελ. 140). Επιπρόσθετα, ο Ράνσιμαν καταρρίπτει την εικόνα του παπά που πασχίζει να μάθει γράμματα τα υπόδουλα Ελληνόπουλα: «Δυτικοευρωπαίοι ταξιδιώτες κατά τον 18ο και 19ο αιώνα φρικιούσαν με το χαμηλό επίπεδο του ελληνικού κλήρου. Δεν πρέπει κανείς να υπερβάλλει όσον αφορά στην παρακμή» (σελ. 260). Και δεν είναι μόνο η αμορφωσιά. Η δυτική φιλοσοφία σκανδάλιζε τους ορθοδόξους σε βαθμό που δεν απείχε πολύ από τους αξιωματούχους της Δυτικής Εκκλησίας που έκαιγαν βιβλία: «Ανάμεσα στους ευσεβείς των επαρχιών υπήρξε μια αντίδραση ενάντια σ’ αυτή τη μοντέρνα και άχρηστη παιδεία, η οποία οδήγησε σε καχυποψία για κάθε είδος παιδείας και σε προκλητικό σκοταδισμό. Εάν η ανάγνωση βιβλίων οδηγούσε σε τέτοιον άθεο ρασιοναλισμό, τότε ασφαλώς ήταν καλύτερο να μη διαβάζει κανείς καθόλου βιβλία» (σελ. 449).
Τι απαντά όμως η «επίσημη» άποψη; Στο «σύντομο ιστορικό σημείωμα» της ιστοσελίδας του Οικουμενικού Πατριαρχείου διαβάζουμε για την περίοδο της αιχμαλωσίας: «Εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία οι λαοί της Βαλκανικής διετήρησαν αλώβητα τα εθνικά και φυλετικά των γνωρίσματα, ώστε να δυνηθούν κατά τον 19ο αιώνα να διεκδικήσουν την εθνικήν των αυτοτέλειαν και ανεξαρτησίαν». Εκτός από αυτές τις ουδέτερες και αντικειμενικές αυτές φράσεις, καμία αναφορά δεν κάνει το Πατριαρχείο σε κάποιο ευρύτερο ρόλο του εκείνη την εποχή, από σεμνότητα ή από επίγνωση. Το κενό αυτό καλύπτουν συγγραφείς από την Ελλάδα. Ο Κωνσταντίνος Χολέβας στο περιοδικό Τόλμη της Αρχιεπισκοπής Αθηνών (τεύχος Ιουλίου 2002) επικαλείται το ίδιο το βιβλίο του Στίβεν Ράνσιμαν (σε παλιότερη έκδοσή του) για να αποδείξει τα αντίθετα από όσα συμπεραίνει ο βρετανός ερευνητής: «Στη δεύτερη μορφή αντιστάσεως (σ.σ. στον κατακτητή), την πνευματική και ηθική, η Εκκλησία υπήρξε ο αδιαμφισβήτητος ηγέτης και καθοδηγητής», γράφει με στόμφο. Και παραχαράσσοντας το κείμενο που επικαλείται για πηγή, ο συντάκτης υπογραμμίζει: «Για τους δύο πρώτους και σκοτεινούς αιώνες της Τουρκοκρατίας χρειάσθηκε να λειτουργήσουν και τα Κρυφά Σχολειά». Ας ελπίσουμε ότι η νέα έκδοση του Γκοβόστη θα ρίξει φως τόσο στις αποσιωπήσεις όσο και στις διαστρεβλώσεις της ιστορικής αλήθειας.
Γιώργος Λαουτάρης
laoutaris.wordpress.com
μήπως Θ να το έβαζες στο κανονικό φόρουμ? είναι ενδιαφέρον άρθρο.
έχω παρατηρήσει ότι στο μπλογκ δεν συμμετέχει κιανείς!!
έχω παρατηρήσει ότι στο μπλογκ δεν συμμετέχει κιανείς!!
Είναι δύσχρηστο το Blog, εμένα μου σπάει τα τέτοια μέχρι να βρω τι διάβασα και τι όχι.
Τέλος πάντων, ενδιαφέρον φαίνεται.
Δεν ξέρω αν είναι.......
Τέλος πάντων, ενδιαφέρον φαίνεται.
Δεν ξέρω αν είναι.......
το ενδιαφέρον είναι ότι οι έντιμοι πλην χριστιανοί επιστήμονες
αναγνωρίζουν ότι πρόκειται για παραμύθια της εκκλησίας
αλλά τα θεωρούν ως "κατά συνθήκην ψεύδη" ενώ οι "επιστήμονες"
των ναμάτων του "ελληνοχριστιανικού πολιτισμού"
χρησιμοποιούν το φανατισμό στη θέση των επιχειρημάτων που τους λείπουν.
Εξάλλου το να κάνουν το άσπρο μαύρο είναι μια τέχνη που την
κατέχουν καλά όσοι έχουν ασχοληθεί με την κατηχητική.
αναγνωρίζουν ότι πρόκειται για παραμύθια της εκκλησίας
αλλά τα θεωρούν ως "κατά συνθήκην ψεύδη" ενώ οι "επιστήμονες"
των ναμάτων του "ελληνοχριστιανικού πολιτισμού"
χρησιμοποιούν το φανατισμό στη θέση των επιχειρημάτων που τους λείπουν.
Εξάλλου το να κάνουν το άσπρο μαύρο είναι μια τέχνη που την
κατέχουν καλά όσοι έχουν ασχοληθεί με την κατηχητική.
Ναι ρε συ Μάριε, εγώ ενδιαφέρον το βρήκα.
Αλλά γενικά μιλώντας, σε ποδοσφαιρικό φόρουμ, είναι δύσκολο να το βρουν πολλοί ενδιαφέρον ώστε να το τελειώσουν.
Είναι μακροσκελές και λιγάκι εκτός κλίματος από μια ανάλαφρη κατάσταση όπως είναι η μπαλίτσα....
Τέλος πάντων, μέσα σε όλα αυτά, περί εκκλησίας και επανάστασης, φανατισμού και επιχειρημάτων, ολοκληρώθηκε και το πείραμα του Stanley Miller που κράταγε μισό αιώνα, και χάσαμε την μπάλα διαβάζοντας......
Και εγένετο φως....
Μου αρέσει η θεματολογία αυτή, κυρίως όμως οι αλληλεπιδράσεις ιστορίας, επιστήμης, θρησκείας, κοινωνίας.
Τελικά πιστεύω πως υπάρχει πολύ κακό για το τίποτα......
Ιστορία, επιστήμη, κοινωνία αλλάζουν, και διαμορφώνονται σύμφωνα με τις ανάγκες.
Η θρησκεία είναι πιο δύσκαμπτη....
Αλλά όλα γίνονται....
Μαγαζάκια είναι όλα, εξυπηρετούν και εξυπηρετούνται.
Τέλος πάντων.....
1.καταρχάς είναι σχεδόν αδύνατον να βρεθεί το ### νήμα αυτό στον ελευθερο τοίχο - πως το λένε.
2.έπειτα πολύ θα ήθελα την άποψη (οπινιον) αυτού που δεν συμφωνεί μαζί μου, κ βάζει (-)
τα νύχια μου θα μυρίσω? (χαχα)
Αν και 2011, φαίνεται να υπάρχουν ακόμα πολλοί που δε λένε να καταλάβουν ότι αρκετές φορές η ιστορία είναι διαφορετική από αυτή που θα θέλανε να είναι. Η εμμονή τους να βαφτίζουν διάφορα παραμύθια ως «ιστορικά γεγονότα» δικαιολογείται μόνο μέχρι τη στιγμή που θα έρθει κάποιος να τους αποδείξει με στοιχεία την πλάνη. Από κει και πέρα, η εμμονή αυτή παύει να αποτελεί αντικείμενο των ιστορικών και περνάει στη σφαίρα της ψυχιατρικής.
Εγώ πάντως θα τους πρότεινα να διαδηλώσουν κάτω από τα αγάλματα του Π.Π. Γερμανού και του Κολοκοτρώνη, οι οποίοι -ποιος ξέρει τι σκοτεινά συμφέροντα εξυπηρετούσαν!- στα απομνημονεύματά τους όχι μόνο δεν κάνουν την παραμικρή νύξη στο «γεγονός», αλλά φροντίζουν οι ίδιοι να μας ενημερώσουν ότι τη συγκεκριμένη μέρα βρίσκονταν αλλού.
Το μύθο αυτόν δε θα μπορούσε μεταξύ άλλων να μην τον διαδίδει κι ο Γιώργος ο Καρατζαφέρης, που’ναι και σχολικά μορφωμένος. Στις 25 Μαρτίου 2007, μιλώντας σε ακροατήριο της ελληνικής ομογένειας στη Γερμανία, ο πρόεδρος του Λά.Ο.Σ. μεταξύ άλλων είπε:
Η επανάσταση είναι ταυτισμένη, όσο και αν κάποιοι προσπαθούν να το αναιρέσουν, με την Εκκλησία μας. Οι αγωνιστές παίρνουν το μήνυμα του ξεκινήματος από τον Παλαιών Πατρών Γερμανό, εκεί στην Αγία Λαύρα. Αμέσως πήρε φωτιά όλος ο Μωριάς, όλη η Ρούμελη και τα νησιά […]
Ο μύθος λοιπόν, θέλει τον Π.Π.Γ. να υψώνει στις 25 Μαρτίου 1821 το λάβαρο της Επαναστάσεως στη Μονή της Αγίας Λαύρας, μπροστά σε αγωνιστές μεταξύ των οποίων και ο Κολοκοτρώνης, κι από κείνη τη στιγμή να ξεσηκώνονται οι Έλληνες για την απελευθέρωσή τους. Όπως κάθε μύθος, έτσι κι αυτός έχει κάποια ψήγματα αλήθειας, από τα οποία δημιουργείται. Ας δούμε ποια:
• Πράγματι, το Μάρτιο του 1821, ο Π.Π.Γ. βρέθηκε στην Αγία Λαύρα.
• Πράγματι, επιθυμία του Κολοκοτρώνη ήταν η Επανάσταση να ξεκινήσει στις 25 Μαρτίου, ακριβώς για να συνδεθεί με την ημέρα του Ευαγγελισμού.
• Πράγματι, στους αγωνιστές που ενώνονταν υπό την αρχηγία του Κολοκοτρώνη έγιναν δεήσεις και ασπασμοί, για την ευόδωση του Αγώνα.
• Πράγματι ο Π.Π.Γ. όρκισε αγωνιστές στο σταυρό.
Εδώ όμως οι ομοιότητες των γεγονότων με το μύθο σταματούν. Οι μαρτυρίες των ίδιων των πρωταγωνιστών δείχνουν την απόσταση που χωρίζει το μύθο από την ιστορία. Συνοπτικά:
• Ο Π.Π.Γ. βρέθηκε με άλλους προύχοντες στην Αγία Λαύρα στις 10 Μαρτίου και για μία μέρα, για να υποστηρίξει την αναβολή του αγώνα και την παθητική στάση, έως ότου βρεθούν προ τετελεσμένων γεγονότων. Από εκεί φεύγει για το χωριό Νεζερά.
• Στις 21 Μαρτίου ο Π.Π.Γ. βρίσκεται ακόμα στο χωρίο Νεζερά. Εκεί πληροφορείται τα γεγονότα της Πάτρας, και αποφασίζει να πάει κατευθείαν στην Πάτρα. Στις 25 Μαρτίου βρίσκεται εκεί.
• Ο Κολοκοτρώνης τοποθετεί την έναρξη της Επανάστασης στις 22 Μαρτίου, στην Καλαμάτα. Δέηση έγινε την επόμενη ημέρα στον ποταμό της Καλαμάτας. Καμία ύψωση λαβάρου δεν αναφέρεται, ούτε φυσικά η παρουσία του Π.Π.Γ. Οι εχθροπραξίες ωστόσο είχαν ξεκινήσει από τα μέσα Μαρτίου.
• Η 25η Μαρτίου βρίσκει τον Κολοκοτρώνη καθοδόν από το χωριό Σκάλα της Μεσσηνίας προς το Δερβένι του Λεονταριού, κι από κει Καρύταινα. Το βράδυ διανυκτερεύει στο χωριό Τετέμπεη.
• Ούτε ο Π.Π.Γ., ούτε ο Κολοκοτρώνης αναφέρουν το παραμικρό για τα υποτιθέμενα γεγονότα της Αγίας Λαύρας, ή κάτι αντίστοιχο.
• Ορκωμοσία αγωνιστών από τον Π.Π.Γ. έγινε στην Πάτρα, στην πλατεία του Αγίου Γεωργίου (βλ. Ιστ. Του Ελλ. Έθνους, εκδοτική Αθηνών, τ. ΙΒ, σελ. 86-7) . Ο Δ. Κόκκινος τοποθετεί το γεγονός στις 24 Μαρτίου, και το περιγράφει ως εξής:
Οι εισελθόντες κατηυθύνθησαν προς την πλατείαν του Αγίου Γεωργίου όπου ο Γερμανός έστησε μεγάλον ξύλινον απλούν σταυρόν, και κατ’ άλλους φέροντα την σημαίαν το σώματος του Λόντου. Εκεί έσπευδαν όλοι, εντόπιοι και ξένοι. Ετελέσθη δοξολογία και τρισάγιον και μετά τούτου εδόθη ο όρκος της Επαναστάσεως.
(Πηγή: Δ. Κοκκίνου, Η Ελληνική Επανάστασις, εκδόσεις Μέλισσα, 1956, τ. 1, σελ. 273)
Ας πάμε όμως τώρα να δούμε αναλυτικά τι γράφουν οι ίδιοι στα απομνημονεύματά τους. Διατηρώ και στα δύο κείμενα την ορθογραφία πιστή, χωρίς όμως το πολυτονικό. Οι αγκύλες και οι υπογραμμίσεις δικές μου.
Ξεκινάμε με τον Κολοκοτρώνη. Πηγή: Θ. Κολοκοτρώνη, Άπαντα, εκδόσεις Μέρμυγκας.
22 Μαρτίου:
Το κίνημά μας έγινε εις τας 22 Μαρτίου, εις την Καλαμάταν. Από τας 6 Ιανουαρίου, έως τας 22 Μαρτίου, επροσπάθησα, ενέργησα εις την Μάνην να ενώσωμεν διάφορα πίτια μανιάτικα χωρισμένα κατά την συνήθειάν τους, και τους ενώσαμεν, τους αδελφώσαμεν. […] τους έλεγα ότι την ημέρα του Ευαγγελισμού να είναι έτοιμοι, και κάθε επαρχία να κινηθή εναντίων των Τούρκων των τοπικών». [σελ. 277]
23-4 Μαρτίου:
[σελ. 279] Κινώντας εγώ, είχαν μίαν προθυμίαν οι Έλληνες, οπού όλοι με τας ικόνας έκαναν δέησι και ευχαριστήσεις. Μου ήρχετο τότε να κλαύσω … από την προθυμίαν οπού έβλεπα. Ιερείς έκαναν δέησι. Εις τον ποταμόν της Καλαμάτας ανασπασθήκαμε και εκινήσαμε.Τας 24 τον Μάρτη 1821 εφθάσαμε εις ένα χωριό της Μεσσηνίας, Σκάλα λεγόμενον, που είναι καμιά πενηνταριά οικογένειες.
25 Μαρτίου:
Εκίνησα να έβγω εις το Δερβένι του Λεονταριού δια την παλαιά Αρκαδία. […] [σελ. 280]: Εγώ εις τας 25 οπού εκίνησα από την Σκάλα, βγαίνοντας το Δερβένι του Λεονταριού, απάντησα ένα πεζοδρόμο σταλμένον από τον Βασίλη Μπούτουνα Καριώτη, και μου έγραφε ότι: […][σελ. 281] «… Ο κάμπος της Καρύταινας δεν ηθέλησε να πιάση τα άρματα». Έτσι μ’ έγραφε αυτός. Εγώ δεν έλειψα να κάμω μια προσταγή, και επάτησα τη βούλα μου: «Όποιο χωριό δεν ήθελε να ακολουθήση την φωνήν της Πατρίδος τσεκούρι και φωτιά». Μανθάνοντας ότι εβγήκα εις το Δερβένι, οι εβδομήντα καβαλλαραίοι ευθύς αναχώρησαν διατην Τριπολιτσά. Εγώ επήγα εις ένα χωριό Τετέμπεη, ανάμεσα Λεοντάρι και Καρύταινα.
[Δεν μπορώ εδώ να αποφύγω το συνειρμό με τους εθνικιστές να πιπιλίζουν διαρκώς το «φωτιά και τσεκούρι», ταυτίζοντας τη «φωνή της Πατρίδας» με τις ιδεοληψίες του εκάστοτε φυρερίσκου τους. Κατά παράξενο τρόπο, η «φωνή της Πατρίδας» τους σήμερα ζητάει συνήθως πίστη και υποταγή στους σύγχρονους εκμεταλλευτές των Ελλήνων, οι οποίοι πολλές φορές είναι ξένοι. Αυτό για να καταλάβουμε τι εστί πατριδοκαπηλία.]
Συνεχίζουμε με τα απομνημονεύματα του Π.Π. Γερμανού. Υπόψη ότι η αφήγηση είναι σε τρίτο πρόσωπο, ακόμα και όταν μιλάει για τον εαυτό του. Πηγή: Παλαιών Πατρών Γερμανού, Απομνημονεύματα, εκδόσεις Δρομεύς.
Την θ΄ [9η] λοιπόν Μαρτίου εκίνησαν όλοι ομού εκ των Καλαβρύτων, αψάμενοι της διά Τριπολιτζάν οδού. […] Την δε επιούσαν ημέραν μετέβησαν εις το μοναστήριον της Αγίας Λαύρας. Εκεί συσκεφθέντες απεφάσισαν να μη δώσωσιν αιτίαν τινά, αλλά να μείνωσι παραμερισμένοι, έως ου να ιδώσι τα πράγματα. Και ει [= εάν] μεν η Διοίκησις θελήση να βιάση αυτούς ιδιαιτέρως, και να τους κατατρέξη με οποιονδήποτε τρόπον, να εξέλθωσι της Πελοποννήσου, και να παρατηρήσωσιν τον καιρόν και τας περιστάσεις, διά να μη βάλουν εις κίνδυνον τους λοιπούς Ομογενείς παρακαίρως. Ειδέ και καθολικεύσει το πράγμα η Διοίκησις, και μεταχειρισθή τα όπλα και την βίαν γενικώς εναντίον των ομογενών, τότε εξ ανάγκης να λάβωσι και αυτοί τα όπλα, και να κινήσωσι και τους λοιπούς ομογενείς εις υπεράσπισιν εαυτών. [σελ.27-8]
Όθεν μερισθέντες ανεχώρησαν εκ της Λαύρας, ο μεν Π.Π. [Γερμανός], ο Κερκίνης και Ανδρέας Ζαήμης διά τα Νεζερά. [σελ.28]
Ωσαύτως και οι εν Πάτραις Τούρκοι, μαθόντες τα τοιαύτα, έμβασαν ευθύς τας φαμιλίας των εις το Κάστρον. Είτα τη κα΄ (21η) Μαρτίου εξήλθον ένοπλοι εις την αγοράν της πόλεως […] ότε τινές των Ελλήνων οπλισθέντες εξήλθον εις τους δρόμους, οι δε Τούρκοι ευθύς εκλείσθησαν εις το Κάστρον.
Βλέποντες δε οι Πατραίοι Έλληνες, ότι πλέον δεν επιδέχεται θεραπείαν το πράγμα, τας μεν φαμιλίας των εύγαλον έξω της πόλεως, έγραψαν δε εις τα Νεζερά προς τον Π.Π., ο, τε Νικόλαος Λόντος, ο Ιωάννης Παπαδ. και άλλοι τινές, να προφθάση εις βοήθειαν, ότι κινδυνεύει όλη η πόλις. Όθεν αμέσως ο Π.Π. και ο Ανδρέας Ζαήμης έγραψαν προς τους Καπιταναίους Κουμανιώτας να τρέξουν, με όσους ανθρώπους έχουν. Την δε επιούσαν ημέραν εκίνησαν και αυτοί, έχοντας περίπου πεντακοσίους στρατιώτας, και εμβήκαν εις τας Πάτρας. […] Και, επειδή πλέον η σκηνή ηνεώχθη, έγραψαν ευθύς οι Αρχηγοί της των Πατρών πολιορκίας αποστείλαντες και ανθρώπους εις τον Πετρόμπεϊν, εις τους Δελιγιανναίους, εις την Γαστούνην και εις άλλα μέρη της Πελοποννήσου, δίδοντες την είδησιν των συμβεβηκότων, και παρακινούντες τους να μην αναβάλουν τον καιρόν, ότι πλέον άλλη θεραπείαν δεν είναι. Ότε πρώτοι οι Μανιάται μετά του Πετρόμπεη εμβήκαν εις την Καλαμάταν, και ηχμαλώτισαν τον εκεί Βοεβόδαν Αρναούτογλουν και άλλους τινάς Τούρκους ευρεθέντας εκεί. Εις δε τα Καλάβρυτα επολιόρκησαν εις τους πύργους τους εκεί Τούρκους, οίτινες μετά ολίγων ημερών ανθίστασιν παρεδόθησαν με συνθήκες. Εις δε την Καρύταιναν μετέβη ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης εκ της Μάνης, και ενωθείς μετά των Δελιγιανναίων έλαβον τα όπλα. Ομοίως και εις την Γαστούνην και εις άλλας επαρχίας διεδόθη το πνεύμα της Επαναστάσεως, και οπλίζοντο οι Έλληνες. [σελ. 29-31]
Τα αποσπάσματα αυτά είναι παραπάνω από αρκετά για να καταρρίψουν ολοκληρωτικά και αναντίρρητα το παραμύθι της Αγίας Λαύρας. Για τους υποστηρικτές του μύθου μένει πλέον να δούμε αν τελικά η ιστορική έρευνα αποτελεί επαρκές φάρμακο, ή εάν χρειάζεται άλλου είδους επιστημονική βοήθεια για να θεραπευτούν οι όποιες εμμονές.
Και κλείνω με ένα ρουφηχτό φιλί του Κολοκοτρώνη προς όλους αυτούς τους εθνικιστές που ισχυρίζονται ότι οι Έλληνες είχαν συναίσθηση του έθνους τους καθ’ όλη τη διάρκεια της τουρκοκρατίας, κι ότι δεν περίμεναν τους «κουτόφραγκους» της Γαλλικής Επανάστασης για να αποκτήσουν ελληνική εθνική συνείδηση:
Η γαλλική επανάστασις και ο Ναπολέων έκαμε, κατά την γνώμη μου, να ανοίξουν τα μάτια του κόσμου. Πρωτήτερα τα έθνη δεν εγνωρίζοντο, τους βασιλείς τους ενόμιζον ως θεούς της γης, και ό,τι κι αν έκαμναν, το έλεγαν καλά καμωμένο. […] Η κοινωνία των ανθρώπων ήτον μικρή, δεν είναι παρά η επανάστασίς μας που εσχέτισε όλους τους Έλληνας. Ευρίσκοντο άνθρωποι οπού δεν εγνώριζαν άλλο χωριό μακριά μίαν ώρα από το εδικό τους. Την Ζάκυνθον την ενόμιζαν ως νομίζομεν τώρα το μακρύτερο μέρος του κόσμου. [σελ. 275-6]
Τι να κάνουμε, η αλήθεια μερικές φορές πονάει. Περαστικά.
Από το Jungle Report
http://tvxs.gr/news/%CE%AD%CE%B3%CF%81%CE%B1%CF%88%CE%B1%CE%BD-%CE%B5%CE%AF%CF%80%CE%B1%CE%BD/%CF%84%CE%BF-%CF%80%CE%B1%CF%81%CE%B1%CE%BC%CF%8D%CE%B8%CE%B9-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%B1%CE%B3%CE%AF%CE%B1%CF%82-%CE%BB%CE%B1%CF%8D%CF%81%CE%B1%CF%82-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CE%BF%CE%B9-%CE%B1%CE%B3%CE%B1%CE%BD%CE%B1%CE%BA%CF%84%CE%B9%CF%83%CE%BC%CE%AD%CE%BD%CE%BF%CE%B9-%C2%AB%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%81%CE%B9%CE%BF%CE%B4%CE%AF%CF%86%CE%B5%CF%82%C2%BB-%CE%B1%CF%80%CF%8C-%CF%84%CE%BF-jungle-r
2.έπειτα πολύ θα ήθελα την άποψη (οπινιον) αυτού που δεν συμφωνεί μαζί μου, κ βάζει (-)
τα νύχια μου θα μυρίσω? (χαχα)
Αν και 2011, φαίνεται να υπάρχουν ακόμα πολλοί που δε λένε να καταλάβουν ότι αρκετές φορές η ιστορία είναι διαφορετική από αυτή που θα θέλανε να είναι. Η εμμονή τους να βαφτίζουν διάφορα παραμύθια ως «ιστορικά γεγονότα» δικαιολογείται μόνο μέχρι τη στιγμή που θα έρθει κάποιος να τους αποδείξει με στοιχεία την πλάνη. Από κει και πέρα, η εμμονή αυτή παύει να αποτελεί αντικείμενο των ιστορικών και περνάει στη σφαίρα της ψυχιατρικής.
Εγώ πάντως θα τους πρότεινα να διαδηλώσουν κάτω από τα αγάλματα του Π.Π. Γερμανού και του Κολοκοτρώνη, οι οποίοι -ποιος ξέρει τι σκοτεινά συμφέροντα εξυπηρετούσαν!- στα απομνημονεύματά τους όχι μόνο δεν κάνουν την παραμικρή νύξη στο «γεγονός», αλλά φροντίζουν οι ίδιοι να μας ενημερώσουν ότι τη συγκεκριμένη μέρα βρίσκονταν αλλού.
Το μύθο αυτόν δε θα μπορούσε μεταξύ άλλων να μην τον διαδίδει κι ο Γιώργος ο Καρατζαφέρης, που’ναι και σχολικά μορφωμένος. Στις 25 Μαρτίου 2007, μιλώντας σε ακροατήριο της ελληνικής ομογένειας στη Γερμανία, ο πρόεδρος του Λά.Ο.Σ. μεταξύ άλλων είπε:
Η επανάσταση είναι ταυτισμένη, όσο και αν κάποιοι προσπαθούν να το αναιρέσουν, με την Εκκλησία μας. Οι αγωνιστές παίρνουν το μήνυμα του ξεκινήματος από τον Παλαιών Πατρών Γερμανό, εκεί στην Αγία Λαύρα. Αμέσως πήρε φωτιά όλος ο Μωριάς, όλη η Ρούμελη και τα νησιά […]
Ο μύθος λοιπόν, θέλει τον Π.Π.Γ. να υψώνει στις 25 Μαρτίου 1821 το λάβαρο της Επαναστάσεως στη Μονή της Αγίας Λαύρας, μπροστά σε αγωνιστές μεταξύ των οποίων και ο Κολοκοτρώνης, κι από κείνη τη στιγμή να ξεσηκώνονται οι Έλληνες για την απελευθέρωσή τους. Όπως κάθε μύθος, έτσι κι αυτός έχει κάποια ψήγματα αλήθειας, από τα οποία δημιουργείται. Ας δούμε ποια:
• Πράγματι, το Μάρτιο του 1821, ο Π.Π.Γ. βρέθηκε στην Αγία Λαύρα.
• Πράγματι, επιθυμία του Κολοκοτρώνη ήταν η Επανάσταση να ξεκινήσει στις 25 Μαρτίου, ακριβώς για να συνδεθεί με την ημέρα του Ευαγγελισμού.
• Πράγματι, στους αγωνιστές που ενώνονταν υπό την αρχηγία του Κολοκοτρώνη έγιναν δεήσεις και ασπασμοί, για την ευόδωση του Αγώνα.
• Πράγματι ο Π.Π.Γ. όρκισε αγωνιστές στο σταυρό.
Εδώ όμως οι ομοιότητες των γεγονότων με το μύθο σταματούν. Οι μαρτυρίες των ίδιων των πρωταγωνιστών δείχνουν την απόσταση που χωρίζει το μύθο από την ιστορία. Συνοπτικά:
• Ο Π.Π.Γ. βρέθηκε με άλλους προύχοντες στην Αγία Λαύρα στις 10 Μαρτίου και για μία μέρα, για να υποστηρίξει την αναβολή του αγώνα και την παθητική στάση, έως ότου βρεθούν προ τετελεσμένων γεγονότων. Από εκεί φεύγει για το χωριό Νεζερά.
• Στις 21 Μαρτίου ο Π.Π.Γ. βρίσκεται ακόμα στο χωρίο Νεζερά. Εκεί πληροφορείται τα γεγονότα της Πάτρας, και αποφασίζει να πάει κατευθείαν στην Πάτρα. Στις 25 Μαρτίου βρίσκεται εκεί.
• Ο Κολοκοτρώνης τοποθετεί την έναρξη της Επανάστασης στις 22 Μαρτίου, στην Καλαμάτα. Δέηση έγινε την επόμενη ημέρα στον ποταμό της Καλαμάτας. Καμία ύψωση λαβάρου δεν αναφέρεται, ούτε φυσικά η παρουσία του Π.Π.Γ. Οι εχθροπραξίες ωστόσο είχαν ξεκινήσει από τα μέσα Μαρτίου.
• Η 25η Μαρτίου βρίσκει τον Κολοκοτρώνη καθοδόν από το χωριό Σκάλα της Μεσσηνίας προς το Δερβένι του Λεονταριού, κι από κει Καρύταινα. Το βράδυ διανυκτερεύει στο χωριό Τετέμπεη.
• Ούτε ο Π.Π.Γ., ούτε ο Κολοκοτρώνης αναφέρουν το παραμικρό για τα υποτιθέμενα γεγονότα της Αγίας Λαύρας, ή κάτι αντίστοιχο.
• Ορκωμοσία αγωνιστών από τον Π.Π.Γ. έγινε στην Πάτρα, στην πλατεία του Αγίου Γεωργίου (βλ. Ιστ. Του Ελλ. Έθνους, εκδοτική Αθηνών, τ. ΙΒ, σελ. 86-7) . Ο Δ. Κόκκινος τοποθετεί το γεγονός στις 24 Μαρτίου, και το περιγράφει ως εξής:
Οι εισελθόντες κατηυθύνθησαν προς την πλατείαν του Αγίου Γεωργίου όπου ο Γερμανός έστησε μεγάλον ξύλινον απλούν σταυρόν, και κατ’ άλλους φέροντα την σημαίαν το σώματος του Λόντου. Εκεί έσπευδαν όλοι, εντόπιοι και ξένοι. Ετελέσθη δοξολογία και τρισάγιον και μετά τούτου εδόθη ο όρκος της Επαναστάσεως.
(Πηγή: Δ. Κοκκίνου, Η Ελληνική Επανάστασις, εκδόσεις Μέλισσα, 1956, τ. 1, σελ. 273)
Ας πάμε όμως τώρα να δούμε αναλυτικά τι γράφουν οι ίδιοι στα απομνημονεύματά τους. Διατηρώ και στα δύο κείμενα την ορθογραφία πιστή, χωρίς όμως το πολυτονικό. Οι αγκύλες και οι υπογραμμίσεις δικές μου.
Ξεκινάμε με τον Κολοκοτρώνη. Πηγή: Θ. Κολοκοτρώνη, Άπαντα, εκδόσεις Μέρμυγκας.
22 Μαρτίου:
Το κίνημά μας έγινε εις τας 22 Μαρτίου, εις την Καλαμάταν. Από τας 6 Ιανουαρίου, έως τας 22 Μαρτίου, επροσπάθησα, ενέργησα εις την Μάνην να ενώσωμεν διάφορα πίτια μανιάτικα χωρισμένα κατά την συνήθειάν τους, και τους ενώσαμεν, τους αδελφώσαμεν. […] τους έλεγα ότι την ημέρα του Ευαγγελισμού να είναι έτοιμοι, και κάθε επαρχία να κινηθή εναντίων των Τούρκων των τοπικών». [σελ. 277]
23-4 Μαρτίου:
[σελ. 279] Κινώντας εγώ, είχαν μίαν προθυμίαν οι Έλληνες, οπού όλοι με τας ικόνας έκαναν δέησι και ευχαριστήσεις. Μου ήρχετο τότε να κλαύσω … από την προθυμίαν οπού έβλεπα. Ιερείς έκαναν δέησι. Εις τον ποταμόν της Καλαμάτας ανασπασθήκαμε και εκινήσαμε.Τας 24 τον Μάρτη 1821 εφθάσαμε εις ένα χωριό της Μεσσηνίας, Σκάλα λεγόμενον, που είναι καμιά πενηνταριά οικογένειες.
25 Μαρτίου:
Εκίνησα να έβγω εις το Δερβένι του Λεονταριού δια την παλαιά Αρκαδία. […] [σελ. 280]: Εγώ εις τας 25 οπού εκίνησα από την Σκάλα, βγαίνοντας το Δερβένι του Λεονταριού, απάντησα ένα πεζοδρόμο σταλμένον από τον Βασίλη Μπούτουνα Καριώτη, και μου έγραφε ότι: […][σελ. 281] «… Ο κάμπος της Καρύταινας δεν ηθέλησε να πιάση τα άρματα». Έτσι μ’ έγραφε αυτός. Εγώ δεν έλειψα να κάμω μια προσταγή, και επάτησα τη βούλα μου: «Όποιο χωριό δεν ήθελε να ακολουθήση την φωνήν της Πατρίδος τσεκούρι και φωτιά». Μανθάνοντας ότι εβγήκα εις το Δερβένι, οι εβδομήντα καβαλλαραίοι ευθύς αναχώρησαν διατην Τριπολιτσά. Εγώ επήγα εις ένα χωριό Τετέμπεη, ανάμεσα Λεοντάρι και Καρύταινα.
[Δεν μπορώ εδώ να αποφύγω το συνειρμό με τους εθνικιστές να πιπιλίζουν διαρκώς το «φωτιά και τσεκούρι», ταυτίζοντας τη «φωνή της Πατρίδας» με τις ιδεοληψίες του εκάστοτε φυρερίσκου τους. Κατά παράξενο τρόπο, η «φωνή της Πατρίδας» τους σήμερα ζητάει συνήθως πίστη και υποταγή στους σύγχρονους εκμεταλλευτές των Ελλήνων, οι οποίοι πολλές φορές είναι ξένοι. Αυτό για να καταλάβουμε τι εστί πατριδοκαπηλία.]
Συνεχίζουμε με τα απομνημονεύματα του Π.Π. Γερμανού. Υπόψη ότι η αφήγηση είναι σε τρίτο πρόσωπο, ακόμα και όταν μιλάει για τον εαυτό του. Πηγή: Παλαιών Πατρών Γερμανού, Απομνημονεύματα, εκδόσεις Δρομεύς.
Την θ΄ [9η] λοιπόν Μαρτίου εκίνησαν όλοι ομού εκ των Καλαβρύτων, αψάμενοι της διά Τριπολιτζάν οδού. […] Την δε επιούσαν ημέραν μετέβησαν εις το μοναστήριον της Αγίας Λαύρας. Εκεί συσκεφθέντες απεφάσισαν να μη δώσωσιν αιτίαν τινά, αλλά να μείνωσι παραμερισμένοι, έως ου να ιδώσι τα πράγματα. Και ει [= εάν] μεν η Διοίκησις θελήση να βιάση αυτούς ιδιαιτέρως, και να τους κατατρέξη με οποιονδήποτε τρόπον, να εξέλθωσι της Πελοποννήσου, και να παρατηρήσωσιν τον καιρόν και τας περιστάσεις, διά να μη βάλουν εις κίνδυνον τους λοιπούς Ομογενείς παρακαίρως. Ειδέ και καθολικεύσει το πράγμα η Διοίκησις, και μεταχειρισθή τα όπλα και την βίαν γενικώς εναντίον των ομογενών, τότε εξ ανάγκης να λάβωσι και αυτοί τα όπλα, και να κινήσωσι και τους λοιπούς ομογενείς εις υπεράσπισιν εαυτών. [σελ.27-8]
Όθεν μερισθέντες ανεχώρησαν εκ της Λαύρας, ο μεν Π.Π. [Γερμανός], ο Κερκίνης και Ανδρέας Ζαήμης διά τα Νεζερά. [σελ.28]
Ωσαύτως και οι εν Πάτραις Τούρκοι, μαθόντες τα τοιαύτα, έμβασαν ευθύς τας φαμιλίας των εις το Κάστρον. Είτα τη κα΄ (21η) Μαρτίου εξήλθον ένοπλοι εις την αγοράν της πόλεως […] ότε τινές των Ελλήνων οπλισθέντες εξήλθον εις τους δρόμους, οι δε Τούρκοι ευθύς εκλείσθησαν εις το Κάστρον.
Βλέποντες δε οι Πατραίοι Έλληνες, ότι πλέον δεν επιδέχεται θεραπείαν το πράγμα, τας μεν φαμιλίας των εύγαλον έξω της πόλεως, έγραψαν δε εις τα Νεζερά προς τον Π.Π., ο, τε Νικόλαος Λόντος, ο Ιωάννης Παπαδ. και άλλοι τινές, να προφθάση εις βοήθειαν, ότι κινδυνεύει όλη η πόλις. Όθεν αμέσως ο Π.Π. και ο Ανδρέας Ζαήμης έγραψαν προς τους Καπιταναίους Κουμανιώτας να τρέξουν, με όσους ανθρώπους έχουν. Την δε επιούσαν ημέραν εκίνησαν και αυτοί, έχοντας περίπου πεντακοσίους στρατιώτας, και εμβήκαν εις τας Πάτρας. […] Και, επειδή πλέον η σκηνή ηνεώχθη, έγραψαν ευθύς οι Αρχηγοί της των Πατρών πολιορκίας αποστείλαντες και ανθρώπους εις τον Πετρόμπεϊν, εις τους Δελιγιανναίους, εις την Γαστούνην και εις άλλα μέρη της Πελοποννήσου, δίδοντες την είδησιν των συμβεβηκότων, και παρακινούντες τους να μην αναβάλουν τον καιρόν, ότι πλέον άλλη θεραπείαν δεν είναι. Ότε πρώτοι οι Μανιάται μετά του Πετρόμπεη εμβήκαν εις την Καλαμάταν, και ηχμαλώτισαν τον εκεί Βοεβόδαν Αρναούτογλουν και άλλους τινάς Τούρκους ευρεθέντας εκεί. Εις δε τα Καλάβρυτα επολιόρκησαν εις τους πύργους τους εκεί Τούρκους, οίτινες μετά ολίγων ημερών ανθίστασιν παρεδόθησαν με συνθήκες. Εις δε την Καρύταιναν μετέβη ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης εκ της Μάνης, και ενωθείς μετά των Δελιγιανναίων έλαβον τα όπλα. Ομοίως και εις την Γαστούνην και εις άλλας επαρχίας διεδόθη το πνεύμα της Επαναστάσεως, και οπλίζοντο οι Έλληνες. [σελ. 29-31]
Τα αποσπάσματα αυτά είναι παραπάνω από αρκετά για να καταρρίψουν ολοκληρωτικά και αναντίρρητα το παραμύθι της Αγίας Λαύρας. Για τους υποστηρικτές του μύθου μένει πλέον να δούμε αν τελικά η ιστορική έρευνα αποτελεί επαρκές φάρμακο, ή εάν χρειάζεται άλλου είδους επιστημονική βοήθεια για να θεραπευτούν οι όποιες εμμονές.
Και κλείνω με ένα ρουφηχτό φιλί του Κολοκοτρώνη προς όλους αυτούς τους εθνικιστές που ισχυρίζονται ότι οι Έλληνες είχαν συναίσθηση του έθνους τους καθ’ όλη τη διάρκεια της τουρκοκρατίας, κι ότι δεν περίμεναν τους «κουτόφραγκους» της Γαλλικής Επανάστασης για να αποκτήσουν ελληνική εθνική συνείδηση:
Η γαλλική επανάστασις και ο Ναπολέων έκαμε, κατά την γνώμη μου, να ανοίξουν τα μάτια του κόσμου. Πρωτήτερα τα έθνη δεν εγνωρίζοντο, τους βασιλείς τους ενόμιζον ως θεούς της γης, και ό,τι κι αν έκαμναν, το έλεγαν καλά καμωμένο. […] Η κοινωνία των ανθρώπων ήτον μικρή, δεν είναι παρά η επανάστασίς μας που εσχέτισε όλους τους Έλληνας. Ευρίσκοντο άνθρωποι οπού δεν εγνώριζαν άλλο χωριό μακριά μίαν ώρα από το εδικό τους. Την Ζάκυνθον την ενόμιζαν ως νομίζομεν τώρα το μακρύτερο μέρος του κόσμου. [σελ. 275-6]
Τι να κάνουμε, η αλήθεια μερικές φορές πονάει. Περαστικά.
Από το Jungle Report
http://tvxs.gr/news/%CE%AD%CE%B3%CF%81%CE%B1%CF%88%CE%B1%CE%BD-%CE%B5%CE%AF%CF%80%CE%B1%CE%BD/%CF%84%CE%BF-%CF%80%CE%B1%CF%81%CE%B1%CE%BC%CF%8D%CE%B8%CE%B9-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%B1%CE%B3%CE%AF%CE%B1%CF%82-%CE%BB%CE%B1%CF%8D%CF%81%CE%B1%CF%82-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CE%BF%CE%B9-%CE%B1%CE%B3%CE%B1%CE%BD%CE%B1%CE%BA%CF%84%CE%B9%CF%83%CE%BC%CE%AD%CE%BD%CE%BF%CE%B9-%C2%AB%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%81%CE%B9%CE%BF%CE%B4%CE%AF%CF%86%CE%B5%CF%82%C2%BB-%CE%B1%CF%80%CF%8C-%CF%84%CE%BF-jungle-r
Παρόμοια θέματα
» Βραδυνο δελτίο ΜΕΓΚΑ - 25 Μαρτίου 1821
» Λέων Τρότσκι: Για μια Διαρκή Επανάσταση
» Οκτωβριανή επανάσταση και σύγχρονη Αριστερά
» Το ροκ συγκρότημα που έθεσε τις βάσεις για τη «Βελούδινη Επανάσταση»
» Η ουγγρική επανάσταση του 1956 και η σοβιετική εισβολή
» Λέων Τρότσκι: Για μια Διαρκή Επανάσταση
» Οκτωβριανή επανάσταση και σύγχρονη Αριστερά
» Το ροκ συγκρότημα που έθεσε τις βάσεις για τη «Βελούδινη Επανάσταση»
» Η ουγγρική επανάσταση του 1956 και η σοβιετική εισβολή
Δικαιώματα σας στην κατηγορία αυτή
Δεν μπορείτε να απαντήσετε στα Θέματα αυτής της Δ.Συζήτησης