Το Forum των φιλάθλων
Θέλετε να αντιδράσετε στο μήνυμα; Φτιάξτε έναν λογαριασμό και συνδεθείτε για να συνεχίσετε.

Michael Jordan

Πήγαινε κάτω

17072011

Δημοσίευση 

Michael Jordan Empty Michael Jordan




Ο Michael Jordan γεννήθηκε στις 17 Φεβρουαρίου του 1963 στο Brooklyn της Νέας Υόρκης και ήταν κατά σειρά το τέταρτο από τα πέντε παιδιά της επταμελούς οικογένειας. Σε ηλικία μόλις δώδεκα ετών, το 1975, κατέκτησε τον πρώτο τίτλο της καριέρας του και αναδείχθηκε πολυτιμότερος παίκτης της διοργάνωσης. Όχι όμως στο μπάσκετ, αλλά στο μπέιζμπολ (εξ ου και τα κατάλοιπα που εξελίχθησαν σε απωθημένο και τον έκαναν να αποσυρθεί για πρώτη φορά από τους Bulls, το 1993), όπου πρωταγωνίστησε ως ο κορυφαίος batter μιας παιδικής ομάδας που κατέκτησε τον τίτλο της πολιτείας! Τις ικανότητες, όμως, του Jordan στο μπάσκετ ουδείς τις γνώριζε. Τουλάχιστον όχι ακόμη…

Ο ψηλόλιγνος πιτσιρικάς με τα πεταχτά αυτιά, το σπινθηροβόλο βλέμμα και την αλύγιστη επιμονή ήταν κατά βάθος ένα πράο και αγαθό παιδί, το οποίο η μητέρα του, Ντελόρις Τζόρνταν, μπορούσε να ξεγελάσει με ένα γλυκό, ένα κομμάτι από την αγαπημένη του σπανακόπιτα ή φυσικά μια μπάλα του μπάσκετ. Ήταν όμως εξίσου τεμπέλης και ανασφαλής!

«Ο Michael είναι το πιο τεμπέλικο από τα παιδιά μου. Βαριέται να κάνει οτιδήποτε δεν έχει σχέση με τον αθλητισμό», συνήθιζε να λέει ο James Jordan, πατέρας τού μετέπειτα «Air». Μάλιστα, προτιμούσε να δίνει το χαρτζιλίκι στα αδέρφια του ή στους κολλητούς του για να του κάνουν τις δουλειές, με αποτέλεσμα να κυκλοφορεί μονίμως αδέκαρος! Όσο για το θέμα της ανασφάλειας, ο Michael ανησυχούσε τόσο πολύ για τα πεταχτά αυτιά του -τα οποία αποτελούσαν αντικείμενο χλευασμού και ειρωνείας από τους συμμαθητές του- και την πλακουτσή μύτη του, ώστε σε μικρή ηλικία παρακολούθησε μαθήματα μαγειρικής για να αναπτύξει διαφορετικές πτυχές του χαρακτήρα του, που θα άρεσαν στις γυναίκες.



Από μπάσκετ... γιοκ

Τα χρόνια περνούσαν, ο Jordan ήταν ένας μικρός ήρωας του μπέιζμπολ για την ηλικία του, αλλά από μπάσκετ… γιοκ! Τα παιχνίδια στην αυλή του σπιτιού του με τον αδερφό του Larry ήταν «μαθήματα ζωής για μένα, επειδή όποτε έχανα με πλάκωνε στο ξύλο κι έτσι έμαθα ότι ο μοναδικός τρόπος για να φτάσεις ψηλά είναι να είσαι εγωιστής», όμως δεν ήταν αρκετά για να του εξασφαλίσουν μια θέση στην ομάδα μπάσκετ του γυμνασίου Laney, για την οποία αποφάσιζε ο «κακός» (ή μήπως άσχετοςWink προπονητής Pop Herring.

Κι όμως, η καταγραφείσα ως μεγαλύτερη γκάφα στην ιστορία του μπάσκετ είχε την εξήγησή της: ο Jordan στα 16 χρόνια του δεν ήταν ιδιαίτερα ψηλός (1,91), σε σχέση με τους άλλους εφήβους της ομάδας, αν και το ταλέντο του είχε αναγνωριστεί από τον «γκουρού» των σκάουτερ σε επίπεδο γυμνασίων την εποχή εκείνη, Bob Gibbons, ο οποίος έμεινε με ανοιχτό το στόμα παρακολουθώντας τον μετέπειτα σούπερ σταρ των Σικάγο Chicago Bulls στο άσημο καμπ της πόλης Boone στη Νότια Καρολίνα.

Με μοναδικό (και συνάμα άδικο) κριτήριο το ύψος, ο Jordan κόπηκε από την ομάδα του Γυμνασίου Laney ύστερα από απόφαση του Herring, αλλά, αθεράπευτα ερωτευμένος με το μπάσκετ, υπέκυψε στην υπέρτατη ταπείνωση για τον εαυτό του να μείνει κοντά στην ομάδα στους τελικούς της περιφέρειας ως φροντιστής!

Ο απόλυτος σούπερ σταρ του μπάσκετ, ο άνθρωπος που άλλαξε την ιστορία του αθλήματος, καταδέχτηκε να κουβαλά τις τσάντες των συμμαθητών του, μόνο και μόνο για να είναι μέλος της αποστολής: «Ήταν αυτό που με έκανε να πεισμώσω ακόμα περισσότερο και να αρχίσω ατομικές προπονήσεις κάθε πρωί στις 6.00, με σκοπό να γίνω ο καλύτερος παίκτης του κόσμου», διηγούνταν ύστερα από πολλά χρόνια ο «Air».


Ο "έρωτας" του Dean Smith

Η διαφορά φάνηκε την επόμενη περίοδο. Ο Jordan μπήκε επιτέλους στην ομάδα του Γυμνασίου και σκόραρε κατά μέσο όρο κάτι περισσότερο από 20 πόντους. Η ασυγκράτητη ορμή του, η άρνησή του να παρατά έναν αγώνα ακόμα κι όταν αυτός είχε κριθεί, η φλόγα του για το παιχνίδι, του έδωσαν το διαβατήριο για το φημισμένο καμπ Five Star, το οποίο έσφυζε πάντοτε από προπονητές του NCAA και ανιχνευτές ταλέντων. Εκεί τον «ερωτεύτηκε» ο Dean Smith και τον πήρε το κατόπι, αποφασισμένος να τον πείσει να συνεχίσει την καριέρα του στο Πανεπιστήμιο της Βόρειας Καρολίνας.

Με δεδομένο το ενδιαφέρον του Smith, και έχοντας σχεδόν πειστεί να συνεχίσει την καριέρα του στο συγκεκριμένο κολέγιο, ο Jordan απελευθερώθηκε ακόμα περισσότερο, απέβαλε το άγχος και τις όποιες ανασφάλειές του και εκτόξευσε τους μέσους όρους του στους 23 πόντους, οδηγώντας το Layne σε 19 νίκες. Όμως δεν γεύτηκε τη χαρά κάποιου γυμνασιακού τίτλου, αφού οι Buccaneers ηττήθηκαν στα πλέι οφ από την ομάδα του Νew Hanover, στην οποία πρωταγωνιστούσε ο μετέπειτα πάουερ φόργουορντ των Charlotte Hornets Kenny Gattison, και αποκλείστηκαν.

Παρ’ όλα αυτά, και ενώ οι περισσότεροι αναλυτές εξυμνούσαν τον Τζαμαϊκανό σέντερ Patrick Ewing ως τον επόμενο μεγάλο αστέρα του ΝΒΑ, το κοφτερό μάτι του Gibbons είχε βγάλει το σωστό πόρισμα: «Έχω δει πολλούς παίκτες, όμως αυτός είναι κάτι το ξεχωριστό· έχει την καρδιά του πρωταθλητή».

Μια μυθική καριέρα μόλις άρχιζε…

Το καλοκαίρι του 1981, ο Michael Jordan κατέφθασε στο Chapel Hill, όπου τον περίμενε ο Dean Smith. Η πρώτη συνάντησή του με το διάσημο προπονητή του NCAA ξεκαθάρισε τους ρόλους των δύο ανδρών μέσα στην ομάδα της Νορθ Καρολάινα: «Εδώ εγώ διατάζω κι εσύ εκτελείς», τόνισε ο Smith, θέλοντας να κόψει αμέσως τον αέρα του 18άχρονου Michael, ο οποίος έσκυψε το κεφάλι, δείχνοντας ότι καταλαβαίνει και ότι συμφωνεί, προφανώς επειδή δεν ήταν αλαζόνας και εγωιστής – τουλάχιστον όχι εκείνη την εποχή.



Όταν ύστερα από αρκετά χρόνια τέθηκε το ερώτημα «ποιος έπαιξε την καλύτερη άμυνα απέναντι στον Jordan;», ουδείς ασχολήθηκε με τα… κατά συρροή θύματα του «Air» στο ΝΒΑ (Γκρεγκ Ίλο, Μπράιαν Ράσελ, Τζον Σταρκς, Ντέρικ Χάρπερ, Νταν Μάρλι κ.ά.).


Ο καλύτερος αμυντικός που αντιμετώπισε ποτέ ο Jordan ήταν ο Ντιν Σμιθ, ο μοναδικός άνθρωπος που μπορούσε να τον κρατήσει στους 20 πόντους κάθε βράδυ! Η απόδειξη; Την τελευταία χρονιά του με τους Tarheels, ο Jordan είχε μόλις 19,6 πόντους μ.ό., ενώ την πρώτη σεζόν του στο ΝΒΑ με τους Chicago Bulls εκτοξεύτηκε στους 28,2 πόντους μ.ό.! Προφανώς απελευθερώθηκε ο ταύρος μέσα του, μετά τη μακρά φυλάκισή του στην κολεγιακή πειθαρχία του North Carolina...



Το πρώτο "the shot"



Η πρώτη χρονιά στο ΝCAA επιφύλασσε το καλύτερο για το τέλος: ο Jordan σεβόταν υπερβολικά τους αρχαιότερους και περισσότερο έμπειρους James Worthy και Sam Perkins, αρκούμενος σε έναν τρίτο ρόλο μέσα στην ομάδα. Όμως το σταρ σίστεμ τον είχε ξεχωρίσει από τότε και περίμενε καρτερικά την κατάλληλη στιγμή για να του δώσει μια θέση στο πάνθεον των αστέρων.



Δεν υπήρχε καλύτερη ευκαιρία από τον τελικό του NCAA το 1982, μπροστά σε 60.000 ανθρώπους, οι οποίοι κατέκλυσαν το Louisiana Superdome της Νέας Ορλεάνης για να παρακολουθήσουν τον αγώνα Georgetown– North Carolina.



Απέμεναν 31 δευτερόλεπτα για το τέλος του τελικού και οι Tarheels βρίσκονταν πίσω στο σκορ με 62-61. Ο Smith κάλεσε τάιμ άουτ και στη διάρκειά του σχεδίασε ένα σύστημα με αποδέκτες είτε τον Perkins είτε τον Worthy. Όμως, μόλις οι μπασκετμπολίστες των δύο ομάδων επέστρεψαν στο παρκέ, ο τεχνικός του North Carolina λειτούργησε ως άλλος Κύρος Γρανάζης.



Ο Smith τράβηξε τον Jordan κοντά του, του είπε «κάνε εσύ το σουτ, Michael, πάρε την μπάλα και βάλ’ τη στο καλάθι» και γέλασε πονηρά. Η άμυνα του Georgetown προσαρμόστηκε πάνω στους Worthy και Perkins και η μπάλα κατέληξε στον αμαρκάριστο Jordan, ο οποίος από τα 4,5 μέτρα το… μπουμπούνισε, χαρίζοντας τον τίτλο στους Tarheels!



Ήταν 29 Μαρτίου του 1982, η βραδιά που το ελπιδοφόρο αγόρι από το Λέινι έγινε ο σούπερ ήρωας του Νορθ Καρολάινα.



Όταν συνάντησε τον... Γκάλη



Η φήμη του Jordan εξαπλώθηκε με τη μορφή αστραπής σε κάθε άκρη της Γης, και μάλιστα σε μια εποχή χωρίς την αμεσότητα και την ταχύτητα μετάδοσης των ειδήσεων που προσφέρει στις ημέρες μας το Internet. Ήρθε και στην Ελλάδα, τον Οκτώβριο του 1983, για να μετάσχει με το κολέγιό του στο τουρνουά «Δημήτρια», στη Θεσσαλονίκη.



Η συνεύρεσή του με τον Νίκο Γκάλη ήταν ένα γεγονός που δεν θα σβηστεί ποτέ από τη μνήμη των (τυχερών) παρευρισκομένων, όπως διαχρονική και αμίμητη παραμένει η ατάκα του Σωτήρη Σακελλαρίου, ο οποίος αντιμετώπισε τον Jordan στο κλειστό γήπεδο του Σπόρτιγκ, σε έναν αγώνα της Εθνικής Ελλάδος με το North Carolina: «Δεν ξέρω για εσάς, όμως εγώ ορκίζομαι ότι είδα στη σόλα του παπουτσιού του τι νούμερο φοράει», αναφώνησε ο Έλληνας διεθνής ύστερα από ένα κάρφωμα του «Air», ο οποίος περπάτησε στον αέρα, απογειωμένος από τη γραμμή του φάουλ!



Οι Έλληνες είχαν την τύχη να δουν το περίφημο Air Jordan Dunk προτού ο αέρινος Μάικλ το… προσφέρει στους συμπατριώτες του σε διαγωνισμό καρφωμάτων του ΝΒΑ.



Η μεγαλύτερη γκάφα της ιστορίας



Το καλοκαίρι του 1984, ο Jordan προετοιμαζόταν για τους πρώτους Ολυμπιακούς Αγώνες της καριέρας του και ονειρευόταν το δικό του πάρτι μέσα στο Φόρουμ του Λος Άντζελες! Η ψυχοφθόρα διαδικασία του ντραφτ είχε ολοκληρωθεί και ο Jordan είχε επιλεγεί από τους Chicago Bulls, οι οποίοι δεν πίστευαν στην τύχη τους, αφού βρίσκονταν στο νούμερο 3 της επιλογής!


Συγκεκριμένα, η σειρά επιλογής ήταν: 1. Houston, 2. Portland, 3. Chicago. Όμως οι Blazers προτίμησαν τον Sam Bowie επειδή είχαν τον -μετέπειτα αποκαλούμενο Jordan της Δύσης- Clyde Drexler και ήθελαν έναν ψηλό, όμως την πάτησαν. Τα πήλινα πόδια του Bowie δεν ήταν δυνατόν να σηκώσουν το βάρος μιας φανέλας στο ΝΒΑ και οι Blazers βρέθηκαν σύντομα με βασικό σέντερ το χοντρό και όχι ιδιαίτερα ταλαντούχο Kevin Duckworth. Οι Rockets πάντως δικαιώθηκαν, τουλάχιστον εν μέρει, καθώς η επιλογή τους στο Νο1 ήταν ο Hackeem Olajuwon, ο οποίος οδήγησε το Χιούστον στην κατάκτηση δύο τίτλων (1994, 1995).



Χωρίς άγχος και έχοντας -παρά τις αντίθετες προβλέψεις- άψογη συνεργασία με τον αυταρχικό και οξύθυμο προπονητή της τότε εθνικής ομάδας των ΗΠΑ Μπόμπι Νάιτ, ο Jordan απόλαυσε την κατάκτηση του χρυσού Ολυμπιακού μεταλλίου, ήταν μάλιστα και ο πρώτος σκόρερ των Αγώνων (στους οποίους, όμως, δεν έλαβαν μέρος οι Ανατολικές χώρες λόγω του σοβιετικού μποϊκοτάζ) με 16,7 πόντους μ.ό. Δεν είχε καν πατήσει το πόδι του σε γήπεδο του ΝΒΑ κι όμως είχε ήδη κατακτήσει δύο σπάνιους τίτλους. Ο Jordan δεν ήταν πλέον ένα κολεγιόπαιδο, αλλά ένας εκ των κορυφαίων παικτών στον κόσμο.

Τις πρώτες επτά σεζόν, το ΝΒΑ δεν ανήκε στον Michael Jordan. Πολλοί λένε ότι είναι υπερβολικό, όμως εκείνα τα χρόνια ο Jordan έκανε το… αγροτικό του στο ΝΒΑ, όπως άλλωστε γίνεται με όλους τους νεοσύλλεκτους της λίγκας. Δεν κατέκτησε τον τίτλο την πρώτη του χρονιά, όπως ο Magic Johnson. Δεν ήταν πλαισιωμένος από ταλαντούχους παίκτες, όπως ο Larry Bird. Και ήταν σίγουρα ο Νο1 στόχος των αμυντικών συστημάτων όλων των ομάδων με τις οποίες έπαιζαν οι Bulls. Μάλιστα, το Ντιτρόιτ είχε καταφύγει σε ένα πακέτο αμυντικών συστημάτων με την ονομασία Jordan Rules, με το οποίο είχε σκοπό να τον εκνευρίσει και να τον ελέγξει. Παρά το ότι ο Jordan απολάμβανε ουκ ολίγες ατομικές διακρίσεις στο πρώτο μέρος της καριέρας του, η δίψα του για τίτλο δεν ικανοποιήθηκε.





Τη δεύτερη σεζόν μάλιστα δεν είχε καν την ευκαιρία να τον διεκδικήσει. Μόλις στο τρίτο παιχνίδι της σεζόν, κόντρα στο Γκόλντεν Στέιτ, ο Jordan έσπασε ένα κόκαλο στο αριστερό του πόδι. Κατά τη διάρκεια της απραξίας των 64 αγώνων, ο Jordan έμοιαζε με θηρίο στο κλουβί, ενώ οι Bulls έχασαν περίπου 1.500.000 δολάρια από την πτώση των πωλήσεων στα εισιτήρια. Όμως ο Jordan έχασε κάτι σπουδαιότερο – και φυσικά αυτό δεν ήταν μόνο η δυνατότητά του να δουλεύει. Ήταν εκείνο για το οποίο ενδιαφερόταν περισσότερο απ’ όλα: το μπάσκετ! Έτσι, όταν μπήκε ο Μάρτιος και το πόδι του άρχισε να είναι καλύτερα, αποφάσισε πως είχε φτάσει η ώρα να επιστρέψει στο παρκέ. Κατά τη διάρκεια ενός φιλικού στο Τσάπελ Χιλ, ο Jordan απογειώθηκε από τη γραμμή των βολών και κάρφωσε με δύναμη. «Δεν ξέρετε πόσο καλά αισθάνθηκα τότε», δήλωσε αργότερα.





Όμως τον ιδιοκτήτη των Bulls, Jerry Reinsdorf, ποσώς τον ενδιέφερε. Εκνευρισμένος από το ότι ο Jordan θα ρίσκαρε μια υποτροπή παίζοντας στα τελευταία 15 παιχνίδια της κανονικής περιόδου, προσπάθησε να πείσει το νεαρό αστέρα να μείνει εκτός. «Αυτό που κάνει ο Michael δεν έχει νόημα», ήταν τα λόγια του ιδιοκτήτη των Bulls. Αν και μερικοί υποστήριζαν –άστοχα– ότι ο Jordan επέστρεφε για να τονώσει τις πωλήσεις των παπουτσιών του, ο ίδιος διαβεβαίωσε τους πάντες ότι δεν ήταν αυτός ο λόγος.



Το καθισιό τον τρέλαινε και επιπλέον το πόδι του ήταν μια χαρά. Το μπάσκετ ήταν κάτι παραπάνω από δουλειά γι’ αυτόν. Ήταν το πάθος του. «Δεν έχουν νιώσει το μπάσκετ μέσα τους, όπως εγώ. Το αγαπάω σαν γυναίκα μου», έλεγε.



Στη σύντομη παρουσία των Bulls στα πλέι οφ με τη Βοστώνη διαπίστωσαν πόσο τέλειος ήταν αυτός ο γάμος. Ο Jordan στη σειρά των τριών αγώνων είχε μ.ό. 43,7 πόντους κόντρα στους Celtics, αλλά η έκρηξη ήρθε στο δεύτερο ματς, όπου σημείωσε 63 πόντους στην ήττα των Bulls ύστερα από δύο παρατάσεις, ένα ρεκόρ που κρατάει μέχρι σήμερα. Τότε ο Larry Bird είχε εκστομίσει την εκπληκτική ατάκα: «Νομίζω ότι είναι ο Θεός, μεταμφιεσμένος σε Michael Jordan!».





Σε μια φάση που έχει μείνει στα highlights του ΝΒΑ, ο Jordan πέρασε τον Bird, τον Dennis Johnson, τον Kevin McHale και τον Robert Parish, για να αφήσει την μπάλα στο καλάθι, γνωρίζοντας την αποθέωση στο θρυλικό Boston Garden.



«Καθόμουν στον πάγκο κι έλεγα, “ουάουουου! Τι σπουδαία παράσταση ήταν αυτή!”», ομολόγησε αργότερα ο προπονητής των Celtics, KC Jones.





Χάνοντας το MVP



Ο Jordan συνέχισε με τον ίδιο ζήλο την τρίτη χρονιά, με ρεκόρ καριέρας σε μ.ό. πόντων τους 37,1, ξεκινώντας ένα σερί 7 συνεχόμενων πρωτιών στο σκοράρισμα. Άνοιξε την περίοδο ’86-’87 με 50 πόντους και το ξεπέρασε εκείνη τη σεζόν με παιχνίδια όπου πέτυχε από 50, 53, 53, 56, 58, 61 και 61 πόντους! Ακόμα πιο εξωπραγματικό ήταν το σερί του με 9 συνεχόμενα ματς, όπου πέτυχε τουλάχιστον 40 πόντους. Ο μεγάλος άσσος Rick Barry έλεγε τότε με θαυμασμό: «Σε όλες μου τις μπασκετικές φαντασιώσεις, όλα αυτά τα χρόνια, ποτέ μου δεν ονειρεύτηκα τα πράγματα που κάνει ο Michael Jordan!» Όμως ο Jordan δεν αναδείχτηκε πολυτιμότερος παίκτης εκείνη τη χρονιά. Ίσως να έφταιγε η έλλειψη ταλέντου στην ομάδα του. Αν οι Bulls είχαν κερδίσει περισσότερα από 40 ματς, ενδεχομένως να λάμβανε την ύψιστη ατομική διάκριση. Αντιθέτως, το τρόπαιο του MVP πήγε στον Magic Johnson, που ήταν και το πρώτο της καριέρας του. Μετά οι Bulls «ανταμείφθηκαν» με άλλη μια πρόωρη έξοδο από τα πλέι οφ από τα χέρια των Celtics.





Πάντως, και χωρίς το βραβείο του MVP, ο Jordan ήταν ανεπανάληπτος. Τα γήπεδα γέμιζαν αυτομάτως κάθε φορά που οι Bulls ήταν οι φιλοξενούμενοι και οι αντίπαλοι προπονητές και παίκτες βασάνιζαν το μυαλό και τη φαντασία τους για να βρουν τρόπους να περιγράψουν την κατάργηση των νόμων της βαρύτητας. Όπως ο σέντερ του Σαν Αντόνιο, Artis Gilmore: «Η ουσία του παιχνιδιού είναι να αναγκάσεις έναν παίκτη να κάνει ένα πράγμα, κάτι που δεν μπορεί να πράξει καλά. Όμως εγώ νομίζω πως ο Jordan δεν το έχει αυτό το ένα πράγμα». Αυτό που έκανε τον Jordan απρόβλεπτο και θεαματικό είναι ότι πολλές φορές απογειωνόταν χωρίς να έχει κι ο ίδιος την παραμικρή ιδέα για το πώς θα φτάσει στο καλάθι. Η τέχνη του συνδύαζε τον Julius Erving με τον Elgin Baylor, όμως ήταν κάτι που δεν είχε ξαναδεί κανείς στα γήπεδα του μπάσκετ.



Ο Jordan είχε πει τότε, έπειτα από μια προπόνηση την περίοδο ’86-’87: «Μακάρι να σας έδειχνα το βίντεο από ένα κάρφωμα που έκανα στο Μιλγουόκι. Είναι σε αργή κίνηση και μοιάζω να απογειώνομαι! Σαν να μου έχει βάλει κάποιος φτερά… Ανατριχιάζω κάθε φορά που το βλέπω! Αναρωτιέμαι, πότε το άλμα γίνεται πέταγμα; Δεν έχω ακόμα την απάντηση».



Ίσως να την έλαβε μια μέρα πριν από το All Star Game του 1988, όταν μονομάχησε με τον Dominique Wilkins στο συναρπαστικότερο διαγωνισμό καρφωμάτων όλων των εποχών. Ο Wilkins, που είχε κερδίσει τον Jordan στο διαγωνισμό το 1985, και ο Jordan, που υπερασπιζόταν τον τίτλο του, δεν είχαν αναμετρηθεί από τότε. Ο Wilkins ήρθε με τα καλύτερα καρφώματα του, όμως ο Jordan είχε φυλάξει το κορυφαίο. Απογειώθηκε από τη γραμμή των βολών, «έσπασε» το χέρι του στον αέρα και κάρφωσε την μπάλα. Ήταν ο βασιλιάς.



Όμως εξακολουθούσε να παίζει σε μια ομάδα αδύναμη για τα πλέι οφ. Το Σικάγο έφτασε τις 50 νίκες εκείνη τη σεζόν και, επιτέλους, ο Jordan πήρε το βραβείο του πολυτιμότερου παίκτη. Έγινε ο πρώτος (και τελευταίος) παίκτης που ήταν ταυτόχρονα πρώτος σκόρερ (μ.ό. 35 π.) και καλύτερος αμυντικός της χρονιάς. Ο Jordan είχε μ.ό. 3,2 κλεψίματα και περισσότερες τάπες (131) από 16 σέντερ του ΝΒΑ! Όμως η αληθινή μαγεία του δεν είχε φτάσει ακόμη…



Στον α’ γύρο των πλέι οφ, οι Bulls μονομάχησαν με το Cleveland σε μια σειρά που κρίθηκε στα 5 ματς. Ο Jordan άναψε τους Cavs (και τον Craig Ehlo) με 50 πόντους στο πρώτο ματς και μόλις άκουσε ότι ο γκαρντ του Cleveland, Ron Harper, υποσχέθηκε ότι κάτι τέτοιο δεν θα επαναλαμβανόταν, ο «Air» πέτυχε 55 πόντους στο δεύτερο ματς. Όταν οι Cavaliers ισοφάρισαν τη σειρά σε 2-2, ο Jordan καθάρισε με 39 πόντους στο Σικάγο. Στο β’ γύρο, οι Bulls ήταν τα θύματα των Pistons με 4-1, αλλά τα βήματα προόδου ήταν φανερά.





Οι Jordan Rules



Η σειρά με το Ντιτρόιτ και τα όσα ακολούθησαν έφεραν στο φως της δημοσιότητας τους περίφημους Jordan Rules, ένα αμυντικό πακέτο εμπνευσμένο από τους βοηθούς του Chuck Daly, Ντικ Βερσέις και Ρον Ρόθσταϊν, στο οποίο κάθε παίκτης των Pistons είχε από μια αμυντική υποχρέωση για τον περιορισμό του Jordan. Το μήνυμα ήταν ξεκάθαρο. Οι Pistons αισθάνονταν ότι μπορούσαν να αφήσουν ελεύθερους τους υπόλοιπους Bulls, να συγκεντρωθούν στον Jordan και να νικήσουν. Είχαν δίκιο. Μετά την ήττα τους με 112-110, τον Απρίλιο του ’88 σε εθνικό δίκτυο, με τον Jordan να τους φορτώνει με 59 πόντους, οι Pistons κατάφεραν να τον ελέγξουν, περιορίζοντάς τον στα επόμενα 17 παιχνίδια (κανονική περίοδο και πλέι οφ) σε μ.ό. 28,3 (!) πόντων, 7,6 πόντους λιγότερους σε σχέση με το μ.ό. που είχε στα 19 προηγούμενα παιχνίδια.



Ο ίδιος ήταν έξω φρενών με τους συμπαίκτες του. Γι’ αυτό είχε δηλώσει: «Πολλές φορές εύχομαι να είμαι ένας από τους συμπαίκτες μου και να κοιτάω αυτή την άμυνα. Πρέπει να είναι ωραία. Όμως δεν είναι ωραία για μένα».



Το Ντιτρόιτ έγινε ο κακός δαίμονας των Bulls τις επόμενες δύο σεζόν, αποκλείοντάς τους στους τελικούς της Ανατολής. Αν και το Σικάγο νίκησε τη δραματική σειρά των 5 αγώνων κόντρα στο Cleveland, το 1989, όταν ο Jordan σημείωσε το περίφημο νικητήριο καλάθι στην εκπνοή απέναντι στον ανήμπορο Ehlo, και στη συνέχεια τους Knicks με 4-2, στους τελικούς της Ανατολής, έπεσαν με 4-2 στους Pistons, που στέφθηκαν πρωταθλητές στο ΝΒΑ.



Την επόμενη χρονιά το Σικάγο πίεσε τους Pistons και τα πάντα κρίθηκαν στο έβδομο ματς της σειράς των τελικών της περιφέρειας, όπου το Ντιτρόιτ επικράτησε εύκολα με 93-74, μια και οι Bulls δεν βρήκαν το φάρμακο για τα «κακά παιδιά» των Pistons. Αν και οι περίφημοι Jordan Rules επικράτησαν, ακόμα και οι Pistons γνώριζαν ότι έφτανε το τέλος τους κι ερχόταν η σειρά των Bulls.



Άλλωστε, ο άσσος των Pistons Joe Dumars είχε παραδεχθεί: «Όσο οι συμπαίκτες του Jordan γίνονται καλύτεροι, τόσο δυσκολότερο θα είναι να παίξουμε άμυνα. Ο Jordan είναι το σίγουρο. Ξέρουμε τι μπορεί να κάνει. Το τι κάνουν οι συμπαίκτες του είναι αυτό που έχει σημασία».



Πολύ σύντομα αυτό θα ήταν αρκετό για να οδηγήσει το Σικάγο στον τίτλο.


πηγή; sports24.gr


Έχει επεξεργασθεί από τον/την sellos στις Δευ 25 Ιουλ 2011 - 13:59, 2 φορές συνολικά
sellos
sellos
Respected
Respected

Αριθμός μηνυμάτων : 25978
Ηλικία : 15
Τόπος : ΑΘΗΝΑ
Ομάδα : ΠΑΣ
Registration date : 01/11/2008

Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω

Μοιραστείτε αυτή τη δημοσίευση στο: reddit

Michael Jordan :: Σχόλια

sellos

Δημοσίευση Κυρ 24 Ιουλ 2011 - 16:16 από sellos

Όσο προχωρούσε η περίοδος ’90-’91, φαινόταν ξεκάθαρα ότι είχε σημάνει η ώρα της αλλαγής. Οι δις πρωταθλητές Detroit Pistons δεν ήταν πια τα «κακά παιδιά». Έμοιαζαν με γεροπαράξενους, που ήθελαν ακόμη να ρίχνουν αγκωνιές, αλλά δεν ήταν αρκετά γρήγοροι για να μπορέσουν να ανταγωνιστούν τις «γαζέλες» του ΝΒΑ. Το Detroit έμοιαζε με ώριμο σύκο έτοιμο να πέσει και οι Bulls μετά χαράς προσφέρθηκαν να το κόψουν πριν από την ώρα του.

Ο Jordan εξακολουθούσε να είναι ο απίστευτος εαυτός του. Κέρδισε άλλον ένα τίτλο σκοραρίσματος (μ.ό. 31,5 πόντοι), έγραψε το καλύτερο ποσοστό της καριέρας του στα σουτ (53,9%) και ήταν παγκοσμίως αναγνωρισμένος ως ο καλύτερος. Όλα αυτά ήταν τα σταθερά και τα απαράλλακτα. Όμως και η υπόλοιπη ομάδα που τον περιέβαλε, για πρώτη φορά δεν ήταν καθόλου αμελητέα. Χάρη σε μερικές σπουδαίες κινήσεις του τζένεραλ μάνατζερ της ομάδας, Jerry Krauze, οι Bulls έγιναν ένα γεροδεμένο σύνολο, με αποτέλεσμα ο Jordan να μη χρειάζεται να κερδίζει όλα τα ματς μόνος του, φορώντας την μπέρτα του Superman. Κανείς άλλωστε δεν μπορεί να το κάνει στο ΝΒΑ και να περιμένει να μαζεύει συνεχώς νίκες. Τελικά ο Jordan δεν χρειάστηκε καν να το δοκιμάσει. Οι φόργουορντ Scottie Pippen και Horace Grant ήταν οι εκκολαπτόμενοι αστέρες, ενώ ο πλέι μέικερ John Paxson και ο σέντερ Bill Cartwright απαιτούσαν προσοχή από τους αμυντικούς. Ειδικά με τον Phil Jackson, στη δεύτερη σεζόν του ως πρώτου προπονητή, να ασπάζεται την τριγωνική επίθεση του βοηθού του Tex Winter – η οποία ήταν πολύπλοκη και καθόλου του στυλ, «δώστε την μπάλα στον Jordan και απομακρυνθείτε» –, οι Bulls έγιναν ένα υπέροχο σύνολο και όχι απλώς μια ομάδα με έναν σούπερ σταρ στη σύνθεσή τους.

Ο Phil Jackson δικαιολόγησε την αλλαγή του επιθετικού συστήματος, λέγοντας: «Ο Michael δεν χρειάζεται την τριγωνική επίθεση. Τον περιορίζει, χωρίς καμιά συζήτηση. Όταν όμως αφήσαμε τον Michael να καθαρίσει μόνος του τα παιχνίδια και τις σειρές, δεν τα καταφέραμε. Τώρα ας δούμε αν θα ανακατευτούν κι άλλοι παίκτες για να τους δώσουμε τις ευκαιρίες να σουτάρουν».

Ήταν η ιδανική κατάσταση. Ο Jordan αναδείχτηκε και πάλι πρώτος σκόρερ, όμως ο Pippen έκανε ρεκόρ καριέρας έχοντας μ.ό. 17,8 πόντους και ο Grant πλησίασε τη δική του καλύτερη σεζόν με 12,8 πόντους. Το Chicago πήρε τη Central Division με 61 νίκες, 11 περισσότερες απ’ ό,τι οι μισητοί αντίπαλοι, Pistons. Το μοναδικό ερώτημα μέχρι να συναντηθούν οι δυο ομάδες ήταν πόσα ματς θα χρειαζόταν το Chicago για να πετάξει έξω το Detroit. Παρά την προσπάθεια των Pistons να μετατρέψουν τη σειρά σε… μπαροκαβγά, ο Jordan και οι Bulls τους «σφουγγάρισαν» σε τέσσερα ματς. Δεν έχει σημασία το ότι οι Pistons δεν έδωσαν τα χέρια τους αμέσως μετά το τέλος του τελευταίου ματς της σειράς. Πολύ απλά, είχαν τελειώσει. Όπως έγινε πέντε ματς αργότερα με τους Lakers. Σε μια από τις πιο ολοκληρωμένες παρουσίες σε τελικούς όλων των εποχών, ο Jordan έκανε ρεκόρ ασίστ (57) και κλεψιμάτων (14), ενώ είχε ταυτόχρονα μ.ό. 31,2 πόντους και 6,6 ριμπάουντ.



Οι Bulls, κυρίαρχη ομάδα του ΝΒΑ

Δεν ήταν απλώς ο πολυτιμότερος παίκτης των τελικών. Ο Jordan κατάφερε επιτέλους να κατακτήσει το πρωτάθλημα, που τόσο πολύ του έλειπε, για να ικανοποιήσει την πείνα του και να καθιερωθεί στις συνειδήσεις όλων ως ένας από τους κορυφαίους όλων των εποχών. Δεν ήταν πια το ιπτάμενο αγόρι, η ομάδα του οποίου «λύγιζε» κάθε φορά που έρχονταν στο παρκέ οι μεγάλοι σταρ. Αυτός και οι Bulls ήταν οι πρωταθλητές του ΝΒΑ. Όπως καθόταν στα αποδυτήρια του ιστορικού Great Western Forum του Los Angeles κλαίγοντας με λυγμούς, άφησε ελεύθερα τα συναισθήματά του, για να δει όλος ο κόσμος πως τελικά έκανε το μεγάλο του όνειρο πραγματικότητα. Δεν θα τον άφηνε κανείς έξω από το κλαμπ των μεγάλων, που είχαν δημιουργήσει αστέρες όπως ο Larry Bird και ο Magic Johnson.

Μάλιστα τότε είχε πει: «Προσωπικά, πάντοτε πίστευα πως, σε ό,τι αφορά την ένταση και τον αλτρουισμό, έπαιζα σαν αυτούς τους παίκτες. Αρκετός κόσμος το έβλεπε και πολύς όχι. Όμως το πρωτάθλημα, στο μυαλό πολλών, είναι δείγμα σπουδαιότητας. Νομίζω ότι τώρα μπορούν να πουν το ίδιο και για μένα».

Το έλεγαν μάλιστα όλο και πιο δυνατά τα επόμενα δύο χρόνια. Ο Jordan και οι Bulls πρόσθεσαν άλλα δύο πρωταθλήματα στο παλμαρέ τους και έγιναν η κυρίαρχη ομάδα του ΝΒΑ. Με τις δυνάμεις της δεκαετίας του ’80, όπως τη Βοστώνη, το Λος Άντζελες και το Ντιτρόιτ, να ξεθωριάζουν, το Σικάγο ήταν όλο δύναμη. Αν και οι Bulls δεν ήταν ποτέ κορυφαία ομάδα κατά τη διάρκεια της κανονικής περιόδου – είχαν το καλύτερο ρεκόρ του ΝΒΑ μόνο μία φορά κατά τη διάρκεια της κατάκτησης των τριών πρωταθλημάτων– ήταν ο φόβος και ο τρόμος στα πλέι οφ, κυρίως χάρη στη θέληση του Jordan. Ο κόσμος ήξερε πλέον πως δεν ήταν ο Πίτερ Παν με μία μπάλα του μπάσκετ. Ήταν ξεκάθαρο πως ο Jordan κουβαλούσε μέσα του την καρδιά του πρωταθλητή. Διάφορες ιστορίες άρχισαν να βλέπουν το φως της δημοσιότητας, που είχαν να κάνουν με το άκρως ανταγωνιστικό πνεύμα του, με τον τρόπο με τον οποίο έσπρωχνε τους συμπαίκτες του στις προπονήσεις και με το πόσο μισούσε την ήττα.

Ο τότε γκαρντ των Κλίπερς, Doc Rivers, είχε πει: «Σε κάθε παιχνίδι ο Jordan παίζει σαν να είναι το τελευταίο του».


Η πρώτη Dream Team

Στους τελικούς του ’92, το Σικάγο αντιμετώπισε το Πόρτλαντ, μια ομάδα που είχε χάσει στους τελικούς του ’90 από το Ντιτρόιτ και είχε στις τάξεις της έναν δαιμόνιο γκαρντ, τον Clyde Drexler. Παρά το ότι πολλοί νόμιζαν πως οι Blazers ήταν έτοιμοι για τον τίτλο, οι Bulls επικράτησαν με 4-2. Ο Jordan επέβαλε το νόμο του στη σειρά, στο α’ μέρος του πρώτου τελικού, όπου σημείωσε 35 πόντους με 6 τρίποντα! Στο τελευταίο του, μια… βόμβα από την κορυφή της ρακέτας γύρισε προς τη μεριά της εξέδρας των σχολιαστών της τηλεόρασης και, κοιτώντας ο ίδιος το φίλο του, τον Magic Johnson, σήκωσε τα χέρια, δείχνοντας να αναρωτιέται και ο ίδιος το πώς έγινε κάτι τέτοιο.

Τότε λοιπόν ο Magic παρέδωσε επισήμως τα σκήπτρα στο νέο βασιλιά του ΝΒΑ, μιλώντας με θαυμασμό για εκείνη τη βραδιά του Jordan, κόντρα στο Πόρτλαντ: «Ήταν πανέμορφο. Δεν νομίζω ότι ο κόσμος καταλαβαίνει πώς γίνεται, όταν μιλάμε για κάποιον σαν τον Larry Bird ή τον Michael Jordan, να μην τους έχει πια για να τους θαυμάζει. Είναι πολύ δύσκολο να βρεις παίκτες σαν τον Michael. Οι φίλαθλοι θα πρέπει να το καταλάβουν. Αυτό είναι. Πρέπει να “ρουφήξετε” όλο του το μεγαλείο, γιατί όταν θα φύγει, δεν θα υπάρξουν άλλοι σαν κι αυτόν!».

Για ένα καλοκαίρι υπήρξε μια ομάδα που συμπεριλάμβανε τον Bird, τον Magic και τον Jordan. Η αμερικανική ομοσπονδία μπάσκετ, βλέποντας απηυδισμένη τα κολεγιόπαιδα που έστελνε στις διεθνείς διοργανώσεις να γίνονται αλοιφή από τις έμπειρες ευρωπαϊκές ομάδες, αποφάσισε να δημιουργήσει την πρώτη Dream Team, αποτελούμενη από αστέρες του ΝΒΑ. Για πρώτη φορά στην ιστορία του παγκόσμιου μπάσκετ συγκεντρώθηκε τόσο πολύ ταλέντο σε μία ομάδα, η οποία θύμιζε ανεμοστρόβιλο, φτάνοντας στις νίκες με τεράστιες διαφορές και, εν τέλει, στο χρυσό Ολυμπιακό μετάλλιο στη Βαρκελώνη, το καλοκαίρι του 1992.

Η κατάκτηση του τρίτου τίτλου ήταν λίγο πιο δραματική σε σχέση με τις δύο προηγούμενες, αφού οι Bulls αντιμετώπισαν το Φοίνιξ, μια ομάδα όπου έπαιζε ο σούπερ σταρ και πολυτιμότερος παίκτης του ΝΒΑ (εκείνη τη σεζόν) Charles Barkley. Όμως το Σικάγο για άλλη μια φορά τακτοποίησε το ζήτημα σε 6 παιχνίδια, νικώντας στο τελευταίο ματς χάρη στο τρίποντο, στα τελευταία δευτερόλεπτα, του John Paxson. Στη σειρά αυτή είχαμε μια βιρτουόζικη εμφάνιση του Jordan στο τέταρτο ματς. Πέτυχε 55 πόντους, συμπεριλαμβανομένου ενός ακροβατικού λέι απ, αλλά και ενός φάουλ, που έδωσε τη νίκη στους Bulls με 111-105. Οι Bulls ήταν επισήμως δυναστεία και ο Jordan ο κορυφαίος παίκτης του πλανήτη.

Ο τότε προπονητής των Spurs, Larry Brown, μίλησε με θαυμασμό για τον Jordan: «Ο Michael! Είναι ο καλύτερος.Μεγάλωσα με τονConnie Hawkins. Είδα τον Julius (Erving) στα καλύτερά του. Κανείς δεν κυριάρχησε στο κολέγιο όπως ο David Thompson. Λατρεύω τον Magic και τον Bird. Όμως τον Michael, σε σχέση με όλα όσα έχω δει, θα πλήρωνα για να τον παρακολουθήσω. Θα πλήρωνα για να τον παρακολουθήσω στην προπόνηση».


Ένα σύντομο πέρασμα απ’ το μπέιζμπολ

Όμως το Νοέμβρη που ακολούθησε ο κόσμος θα πλήρωνε για να τον δει να παίζει μπέιζμπολ! Με μια κίνηση που άφησε άφωνο όλο τον κόσμο, ο Jordan αποχώρησε από την ενεργό δράση, επικαλούμενος τον κορεσμό και την έντονη επιθυμία του να παίξει επαγγελματικό μπέιζμπολ. Πολλοί το είδαν σαν έναν τρόπο για να τιμήσει τον αποθανόντα πατέρα του, Τζέιμς, ο οποίος δολοφονήθηκε το καλοκαίρι του 1993. Ο James Jordan πήγαινε συνέχεια το γιο του στα πάρκα για να παίξει μπέιζμπολ. Άλλοι σκέφτηκαν πως ο Jordan ήταν καμένος από τα 120 παιχνίδια που έπαιξε από τον Ιούλιο του ’92 μέχρι τον Ιούνιο του ’93, ενώ πολλοί είπαν πως ο κομισάριος του ΝΒΑ, David Stern, τον τιμώρησε σιωπηρά για την ανάμειξή του σε σκάνδαλο με παράνομα στοιχήματα. Όπως και να ’χε, ο Jordan υπέγραψε συμβόλαιο για να παίξει μπέιζμπολ με τους Chiacago White Sox, με την ελπίδα ότι θα έκανε καριέρα στο μπέιζμπολ: «Η πιο αγαπημένη μου ανάμνηση από τα παιδικά μου χρόνια, η μεγαλύτερη επιτυχία μου, ήταν όταν κατέκτησα το βραβείο του πολυτιμότερου παίκτη, τότε που η ομάδα μου στη λίγκα Μπέιμπ Ρουθ στέφθηκε πρωταθλήτρια πολιτείας. Αυτό ήταν το πρώτο μεγάλο κατόρθωμα της ζωής μου και πάντα θα το θυμάμαι».

Δεν θα θυμάται όμως και πολλά από την περιπέτειά του στο μπέιζμπολ, που τον βρήκε να παίζει σε μια ομάδα μικρής κατηγορίας, τους Birmingham Barons. Εκεί ήταν απλώς ένας παίκτης κατώτερος του μετρίου που, παρά τις εξαντλητικές προπονήσεις, δεν κατάφερε να φτάσει στο επιθυμητό επίπεδο για να σταθεί στην επαγγελματική λίγκα.

Ο Jordan δεν το έβαλε κάτω, αλλά η απεργία που κήρυξαν οι επαγγελματίες παίκτες του μπέιζμπολ έβαλε τέλος στα όνειρά του και σήμανε χαράς ευαγγέλια για τους θαυμαστές του ανά τον πλανήτη. Έτσι, ξεκίνησε για πλάκα τις προπονήσεις με τους Bulls και στις 18 Μαρτίου του 1995 απλώς εξέδωσε μια ανακοίνωση που έλεγε: «I’m back». Τόσο απλά, ο βασιλιάς επέστρεψε στο θρόνο του και η δυναστεία ήταν έτοιμη για περισσότερους τίτλους.

Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω

sellos

Δημοσίευση Κυρ 24 Ιουλ 2011 - 16:21 από sellos

Παρά τα όσα πίστευαν ή επιθυμούσαν οι θαυμαστές του Μάικλ Τζόρνταν, η επιστροφή του δεν σήμανε την άμεση επιστροφή των Μπουλς στους τελικούς του ΝΒΑ και στους τίτλους. Αν και το Σικάγο, αλλά και το ΝΒΑ, δεν θα μπορούσαν να είναι πιο ευτυχισμένοι από την επιστροφή του, ήταν αδύνατον για κάποιον που απουσίαζε 20 ολόκληρους μήνες να γυρίσει και να κυριαρχήσει αμέσως. Ακόμα κι αν αυτός άκουγε στο όνομα Μάικλ Τζόρνταν.

Αυτό όμως που έκανε αμέσως ήταν να δώσει στη λίγκα την τονωτική ένεση που χρειαζόταν επειγόντως. Αν και η πορεία των Ρόκετς προς τον τίτλο, το 1994, ήταν ενθουσιώδης και ενδιαφέρουσα, με τον Χακίμ Ολάζουον να χορεύει τους αντιπάλους του, το ΝΒΑ είχε γεμίσει από «ξυλοκόπους» που κυριαρχούσαν, με πρώτους και καλύτερους αυτούς της Νέας Υόρκης του Πατ Ράιλι. Οι νεότεροι αστέρες του ΝΒΑ θεωρούνταν κακομαθημένα πλουσιόπαιδα, τα οποία ποσώς ενδιέφεραν τα βασικά του μπάσκετ. Η μέγιστη προτεραιότητά τους ήταν τα χρήματα – και δη αυτά που έβγαζαν από τις διαφημίσεις. Οι φίλοι του ΝΒΑ είχαν αρχίσει να κουράζονται απ’ όλο αυτό το σκηνικό. Το ΝΒΑ χρειαζόταν οξυγόνο. Ποιος άλλος θα ήταν καλύτερος για να το προσφέρει;

«Στην τελική, ήθελα να επαναφέρω κάποια θετικά πράγματα στο παιχνίδι. Υπάρχουν πολλά αρνητικά που συμβαίνουν και η επιστροφή μου έχει να κάνει με τις αρχές που άφησαν πίσω τους άσοι όπως ο Λάρι Μπερντ, ο Μάτζικ Τζόνσον και ο Ντόκτορ Τζέι, όλοι αυτοί οι παίκτες που άνοιξαν το δρόμο για τους νεότερους. Δυστυχώς, οι νεότεροι δεν φροντίζουν να συνεχιστεί να υπάρχει αγάπη για το παιχνίδι. Νομίζω ότι θα πρέπει να το σέβονται περισσότερο».

Ο Τζόρνταν πάντοτε σεβόταν το μπάσκετ, αλλά ταυτόχρονα υπήρχαν σημάδια που πρόδιδαν τη σκουριά του. Επιστρέφοντας στην ενεργό δράση, και ενώ απέμεναν μόλις 17 παιχνίδια στην κανονική περίοδο, ο Τζόρνταν δεν είχε πάρα πολύ χρόνο στη διάθεσή του για να συντονιστεί.

Παρά το ότι είχε κάποιες μεμονωμένες εκρήξεις, όπως τους 55 πόντους στο Μάντισον Σκουέρ Γκάρντεν εναντίον των Νικς, δύο εβδομάδες μετά την επιστροφή του έδειχνε πως ήταν ένα βήμα πιο αργός και πολλές φορές η σκιά του ανεπανάληπτου εαυτού του. Και αφού το Νο 23 είχε αποσυρθεί από τους Μπουλς, ο Τζόρνταν αναγκάστηκε να φορέσει το 45. Ακόμα και με αυτό έδειχνε διαφορετικός.

Αν και οι Μπουλς απέκλεισαν σε 4 ματς τη Σάρλοτ στον α’ γύρο των πλέι οφ, το ’95, ήταν το αουτσάιντερ όταν αντιμετώπισαν τη νεαρή ομάδα των Ορλάντο Μάτζικ, η οποία θεωρείτο από πολλούς η επόμενη υπερομάδα, λόγω της παρουσίας του Σακίλ Ο’Νιλ και του Πένι Χάρνταγουεϊ. Τα δύο πρώτα ματς στη Φλόριντα μοιράστηκαν και το Σικάγο έδειχνε να έχει την ευκαιρία να κάνει την έκπληξη απέναντι στους νεαρούς Ο’Νιλ και Χάρνταγουεϊ. Όμως τότε έγινε το αναπάντεχο. Παρά το ότι ο Τζόρνταν άλλαξε νούμερο στη φανέλα του, φορώντας το γνώριμο 23, ύστερα από ένα κακό δ’ δωδεκάλεπτο που είχε στο πρώτο ματς, το Ορλάντο πήρε τα απόμενα δύο από τα τρία ματς στο Σικάγο κι έστειλε τους Μπουλς πολύ νωρίς για διακοπές. Η μαγική επιστροφή του Τζόρνταν δεν ήταν αρκετή για να οδηγήσει την ομάδα του πέρα από το Ορλάντο, στους ημιτελικούς της Ανατολής και σε έναν τέταρτο τίτλο. Δεν ήταν λίγοι αυτοί που αναρωτήθηκαν αν θα κατάφερνε να επιστρέψει στα υπεράνθρωπα επίπεδα της καριέρας του, σε αυτά δηλαδή πριν από το μπέιζμπολ. Ακόμα και ο Τζόρνταν γνώριζε ότι δεν είχε όλες του τις δυνάμεις: «Πνευματικά ήξερα τι ήθελα να κάνω την περασμένη σεζόν, όμως σωματικά δεν μπορούσα. Θεώρησα πολλά πράγματα δεδομένα την περασμένη σεζόν. Ερχόμενος από το μπέιζμπολ, ξαφνικά βρέθηκα στο μπάσκετ. Το σώμα μου δεν είχε την ευκαιρία να προσαρμοστεί κι έτσι δεν ήμουν στο ίδιο επίπεδο πνευματικά και σωματικά. Έβλεπα το καλάθι, αλλά δεν μπορούσα να φτάσω σ’ αυτό, γιατί μου έπαιρνε πάρα πολλή ώρα για να φτάσει το μήνυμα από τον εγκέφαλο στο σώμα».


Η επιστροφή στους τίτλους

Ο Τζόρνταν δεν είχε τέτοια προβλήματα την περίοδο ’95-’96. Ούτε και οι Μπουλς.

Κόντρα στις αντίθετες προβλέψεις και στις σκέψεις για το αν η ομάδα θα μπορούσε να φτάσει στα ύψη των προηγούμενων ετών και το αστέρι να είναι ο παλιός του εαυτός, το Σικάγο πραγματοποίησε την καλύτερη σεζόν στην ιστορία του ΝΒΑ, σημειώνοντας 72 νίκες και μόλις 10 ήττες στην κανονική περίοδο και δημιουργώντας νέα στάνταρντ τελειότητας στο ΝΒΑ. Αυτό όμως που ήταν πιο συγκλονιστικό ήταν το ότι το περιβάλλον γύρω από τους Μπουλς ταίριαζε περισσότερο σε αστέρες του ροκ παρά σε αθλητές.

Η προσθήκη του ιδιόρρυθμου φόργουρντ Ντένις Ρόντμαν στους υπάρχοντες χαρακτήρες του Μάικλ Τζόρνταν, του Σκότι Πίπεν αλλά και του προπονητή Φιλ Τζάκσον έσπασε τα στεγανά των ηρώων του μπάσκετ και έγιναν όλοι τους κοινωνικά σύμβολα.

Όπου κι αν πήγαιναν οι Μπουλς, συγκεντρώνονταν τεράστια πλήθη θαυμαστών για να δουν έστω και για μερικά δευτερόλεπτα τα ινδάλματά τους. Ήταν οι Μπιτλς του μπάσκετ. Δεν μιλάμε απλώς για κυνηγητό για αυτόγραφα, αλλά για πολιορκίες! Ακόμα και αναπληρωματικοί, όπως ο Μπιλ Ουένινγκτον, έβλεπαν κόσμο να τους περιμένει για ένα αυτόγραφο. Όλοι στις ΗΠΑ και στον υπόλοιπο κόσμο ήθελαν να είναι κοντά στους Μπουλς.

Ο τότε γυμναστής των Μπουλς, Έρικ Χέλαντ, είχε πει για όλα αυτά: «Ήταν σαν φωτογραφίες από την κηδεία του Τζον Κένεντι, σαν την πομπή των μοτοσικλετών, ας πούμε. Βλέπεις όλες αυτές τις αντιδράσεις από ενήλικες, που συνήθως δεν τις περιμένεις. Κόσμο να κοιτά με το στόμα ανοιχτό».

Πιστέψτε το ή όχι, όλες αυτές οι αντιδράσεις κάθε άλλο παρά αποσπούσαν την προσοχή των παικτών των Μπουλς. Ίσα ίσα, το ενδιαφέρον του κόσμου τους έκανε ακόμα πιο δυνατούς. Οι παίκτες του Σικάγο γνώριζαν πολύ καλά πως αν έμεναν συγκεντρωμένοι δεν υπήρχε καμία απολύτως ομάδα που θα μπορούσε να τους κλονίσει. Οι Μπουλς έφτασαν με ταχύτητα φωτός στις 72 νίκες και τίποτε δεν υπήρχε στο διάβα τους που θα μπορούσε να τους ανακόψει. Ο Ρόντμαν έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του για να τραβήξει την προσοχή, αλλά η αλλόκοτη συμπεριφορά του δεν επηρέασε τους Μπουλς.

Παρά τα πανηγύρια, ο Τζόρνταν έσπευσε πολύ γρήγορα να τους κόψει τη χαρά με μαχαίρι και να πει ότι οι νίκες δεν σημαίνουν τίποτε αν δεν κατακτήσουν το πρωτάθλημα: «Είναι το πρώτο βήμα στο μεγάλο μας ταξίδι. Αυτή η σεζόν είναι απολαυστική για πολλούς από εμάς, ειδικά για όσους δεν έχουν γευτεί κάτι τέτοιο. Το να φτάσουμε τις 70 νίκες ήταν κάτι που λειτούργησε ως κίνητρο, αλλά δεν θέλουμε να συγκεντρωθούμε τόσο πολύ στις 70 νίκες και να ξεχάσουμε ποιος είναι ο μοναδικός μας στόχος, που είναι το πρωτάθλημα».

Στους πρώτους δύο γύρους των πλέι οφ, η μέση του Τζόρνταν φαίνεται πως δεν καταλάβαινε την αποστολή των Μπουλς. Την τραυμάτισε στον α’ γύρο εναντίον του Μαϊάμι (στα τρία ματς ο Τζόρνταν είχε μ.ό. 30 πόντους) και πολλοί σκέφτηκαν ότι μπορεί να τον ταλαιπωρούσε κόντρα στους Νικς, στο β’ γύρο. Κάτι τέτοιο όμως δεν έγινε.

Με πόνους στο πρώτο ματς, ο Μάικλ Τζόρνταν σημείωσε 44 πόντους, πράγμα θετικό μια και οι συμπαίκτες του παρουσιάστηκαν κατώτεροι των περιστάσεων: «Δεν ήθελα να βγω στο παρκέ και να δείχνω χτυπημένος. Αν σε δουν να αιμορραγείς, θα έρθουν για να σε χτυπήσουν ακριβώς σ’ εκείνο το σημείο».

Ο Τζόρνταν είχε 28 πόντους στο θρίαμβο με 91-80 στο δεύτερο ματς, όμως η κορυφαία στιγμή του ήρθε στο τρίτο ματς – τη μοναδική ήττα των Μπουλς– όταν σημείωσε 46 πόντους, συμπεριλαμβανομένων ενός ζευγαριού τρίποντων, που έστειλε το ματς στην παράταση. Έπειτα από αυτή την ήττα, οι Μπουλς ήταν υπέροχοι, σημειώνοντας 9 σερί νίκες και σφουγγαρίζοντας το Ορλάντο στον τελικό της Ανατολής, ενώ πήραν προβάδισμα με 3-0 στους τελικούς κόντρα στο Σιάτλ. Παρά το ότι οι Σόνικς εκμεταλλεύτηκαν τους τραυματισμούς των Ρον Χάρπερ και Σκότι Πίπεν, οι Μπουλς νίκησαν με 87-75 στο έκτο ματς στο Σικάγο, για να κατακτήσουν τον τέταρτο τίτλο τους. Ο Τζόρνταν – και πάλι ο πολυτιμότερος παίκτης των τελικών– έπεσε στο παρκέ του Γιουνάιτεντ Σέντερ και ξέσπασε σε λυγμούς. Αγκάλιασε την μπάλα κι έκλαιγε σαν μικρό παιδί. Ήταν η Ημέρα του Πατέρα και τα συναισθήματά του ήταν πιο δυνατά από κάθε άμυνα που προσπάθησε να τον σταματήσει: «Δεν μπορώ να το περιγράψω με λέξεις. Είναι πολύ ξεχωριστό, γιατί είναι αφιερωμένο στον μπαμπά μου και μάλιστα την Ημέρα του Πατέρα. Σημαίνει πάρα πολλά για μένα».


Τζόρνταν VS Μαλόουν

Λίγο πριν από το ξεκίνημα της σεζόν ’96-’97, ο Μάικλ Τζόρνταν έσπασε όλα τα κοντέρ και για πρώτη φορά εισέπραξε από τους Μπουλς μισθό που πλησίαζε την οικονομική του προσφορά στην ομάδα. Τον αντάμειψαν με το μεγαλύτερο συμβόλαιο όλων των εποχών, καθώς για ένα χρόνο εισέπραξε 30.000.000 δολάρια.

Αυτά που κέρδισε το Σικάγο ήταν άλλος ένας τίτλος της Σέντραλ Ντιβίζιον, άλλη μια πρωτιά στους σκόρερ για τον ίδιο (8η) και ένα πεντακάθαρο μονοπάτι προς τους τελικούς του ΝΒΑ.

Μόνο που ο Τζόρνταν αυτή τη φορά δεν κράτησε το βραβείο του πολυτιμότερου παίκτη της κανονικής περιόδου. Η διάκριση πήγε στον Καρλ Μαλόουν της Γιούτα, γεγονός που λειτούργησε ως κίνητρο για τον Τζόρνταν και τους Μπουλς, που πέρασαν τα εμπόδια της Ουάσινγκτον, της Ατλάντα και του Μαϊάμι, για να κλείσουν ραντεβού στους τελικούς του ΝΒΑ με τους Τζαζ.

Αν και ο Τζόρνταν δεν μίλησε πολύ για την κατάσταση, όσοι ήξεραν το περίφημο πνεύμα ανταγωνισμού που τον διέκρινε, περίμεναν πως οι τελικοί με τη Γιούτα θα εξελίσσονταν σε μονομαχία ανάμεσα σε αυτόν και τον Μαλόουν. Δεν αποτελεί λοιπόν έκπληξη το ότι ο Τζόρνταν μας επεφύλασσε δύο από τις κορυφαίες εμφανίσεις του σε εκείνη τη σειρά των τελικών.

Η πρώτη ήρθε στην πρεμιέρα των τελικών, στο Σικάγο. Στο τέλος του αγώνα, ο Μαλόουν αστόχησε σε δύο βολές, με το σκορ ισόπαλο 82-82. Ο Τζόρνταν πήρε την μπάλα και βρέθηκε στην κορυφή της ρακέτας με αντίπαλο τον Μπράιον Ράσελ. Ο τελευταίος προσπάθησε να τον εμποδίσει, αλλά ο Τζόρνταν με μια σταυρωτή ντρίμπλα τον έστειλε αδιάβαστο και η μπάλα πέρασε στο διχτάκι, χαρίζοντας τη νίκη στους Μπουλς: «Ήταν ένα σύστημα με πολλές επιλογές. Όμως ο Φιλ (Τζάκσον) γνώριζε πως, μόλις θα έπαιρνα την μπάλα, οι επιλογές αυτές θα περιορίζονταν. Ήμουν η μοναδική επιλογή».

Ακόμα συγκλονιστικότερη ήταν η εμφάνισή του στο πέμπτο ματς της σειράς των τελικών και ενώ η Γιούτα είχε ισοφαρίσει σε 2-2. Το κοινό του Ντέλτα Σέντερ πίστευε ότι ο Καρλ Μαλόουν και η παρέα του ήταν ικανοί για το θαύμα, μια και ο Τζόρνταν είχε υποστεί δηλητηρίαση και έμοιαζε με ζωντανό νεκρό. Όμως ο «Air», παρά την εξάντλησή του και τον υψηλό πυρετό από τη χαλασμένη πίτσα που έφαγε το προηγούμενο βράδυ, σημείωσε 38 πόντους, 15 εκ των οποίων στο τέταρτο δωδεκάλεπτο, για να δώσει στους Μπουλς τη νίκη με 90-88. Απέμεναν 25 δευτερόλεπτα και ο Τζόρνταν με τρίποντο σφράγισε το θρίαμβο των Μπουλς για να αποχωρήσει από το παρκέ εξαντλημένος, υποβασταζόμενος από το συμπολεμιστή και φίλο του Σκότι Πίπεν. Ένα παιχνίδι αργότερα, οι Μπουλς κατακτούσαν το δεύτερο σερί – και πέμπτο συνολικά– πρωτάθλημα σε επτά χρόνια. Φυσικά ο Μάικλ Τζόρνταν ήταν ο πολυτιμότερος παίκτης της σειράς. Μετά το συγκλονιστικό πέμπτο ματς, ο Τζόρνταν είχε πει: «Είναι θέμα επιθυμίας. Θέλαμε τη νίκη σαν τρελοί. Ήμουν πολύ κουρασμένος και αδύναμος στο ημίχρονο και είπα στον Φιλ να με χρησιμοποιεί κατά διαστήματα. Όμως κατά κάποιον τρόπο βρήκα την ενέργειά μου».


Αποχαιρετώντας τους Μπουλς


Η ενέργεια αυτή παρέμεινε μέσα του και την περίοδο ’97-’98, στον τελευταίο χορό των Μπουλς, που τον βρήκε πριν από το ξεκίνημα της σεζόν να υπογράφει άλλο ένα μυθικό συμβόλαιο της τάξης των 32.000.000 δολαρίων. Οι Μπουλς ήταν κατά πολλούς κουρασμένοι και κορεσμένοι. Η Γιούτα ήταν αυτή που είχε το καλύτερο ρεκόρ στην κανονική περίοδο και τους περίμενε ξεκούραστη στους τελικούς του ΝΒΑ, ενώ αυτοί τα έδιναν όλα για να κάμψουν την αντίσταση της Ιντιάνα στο έβδομο ματς της σειράς.

Όμως ο Μάικλ Τζόρνταν, γνωρίζοντας πολύ καλά πως αυτή θα ήταν η τελευταία του σεζόν με τη φανέλα του Σικάγο, δεν ήθελε να απογοητεύσει τους κατοίκους της πόλης που τον λάτρευαν σαν Θεό, και προσκυνούσαν το άγαλμά του που βρισκόταν έξω από το στάδιο που ο ίδιος «έχτισε».

Άλλος ένας τίτλος πολυτιμότερου παίκτη για την κανονική περίοδο πήγε στα χέρια του, όπως και ο τίτλος του πρώτου σκόρερ. Όμως την τελευταία του χρονιά με τη φανέλα των Μπουλς θα τη θυμόμαστε για εκείνο το έργο τέχνης που άφησε πίσω του στις 14 Ιουνίου του 1998.

Εκείνο το όμορφο απόγευμα, στο Ντέλτα Σέντερ του Σολτ Λέικ Σίτι, ο Τζόρνταν έβαλε κινηματογραφικό τέλος στην καριέρα του με τους Μπουλς. Η Γιούτα ήταν πίσω στη σειρά με 3-2 και μπροστά στο σκορ με 86-83, χάρη στο τρίποντο του Τζον Στόκτον, ενώ απέμεναν 41.9 δευτερόλεπτα. Όμως ο Τζόρνταν μέσα σε 4.8 δευτερόλεπτα έφτασε στο καλάθι των Τζαζ για να μειώσει σε 86-85.

Και πάλι ο Τζόρνταν, αυτή τη φορά στην άμυνα, διάβασε τις προθέσεις του Καρλ Μαλόουν, που προσπαθούσε να πλησιάσει στο καλάθι των Μπουλς με αντίπαλο τον Ρόντμαν. Άφησε το μαρκάρισμα του Χόρνασεκ, τρύπωσε πίσω από τον Μαλόουν και με ένα χαστούκι στην μπάλα, κατάφερε να την κλέψει, με το ρολόι να δείχνει ότι απέμεναν 18.9 δευτερόλεπτα.

Ακόμα στριφογυρίζει στο μυαλό μου η βοή των 18.000 φίλων της Γιούτα μέσα στο γήπεδο, την ώρα που ο μαύρος πάνθηρας κατέβαζε την μπάλα προς το καλάθι των Τζαζ. Όλοι, συμπεριλαμβανομένων και των παικτών της Γιούτα, ήξεραν την κατάληξη. Ο Τζόρνταν, με αντίπαλο πάλι τον Μπράιον Ράσελ, έκανε μια προσποίηση, τον χάιδεψε απαλά στο δεξί του γοφό και εξαπέλυσε ένα ασύλληπτης ομορφιάς σουτ, που βρήκε το στόχο 5.2 δευτερόλεπτα πριν από τη λήξη του ματς.

Για κλάσματα του δευτερολέπτου ο Τζόρνταν κράτησε τεντωμένο το δεξί του χέρι και «σπασμένο» τον καρπό του, σαν τον ζωγράφο που βάζει την τελευταία πινελιά στο αριστούργημά του. Αυτός ήταν ο 45ος πόντος στο ματς και ο τελευταίος του με τη φανέλα των Μπουλς. Αρκετός για να χαρίσει στην ομάδα τον τρίτο συνεχόμενο τίτλο και τον έκτο σε 8 χρόνια και στον ίδιο το έκτο βραβείο πολυτιμότερου παίκτη των τελικών. Ήταν το τέλειο τέλος της καριέρας του, άσχετα αν ο ίδιος δεν ήθελε να σταματήσει. Αναγκάστηκε όμως, μια και ο ιδιοκτήτης των Μπουλς, Τζέρι Ρέινσντορφ, και ο τζένεραλ μάνατζερ, Τζέρι Κράουζ, είχαν αποφασίσει να απομακρύνουν τον Φιλ Τζάκσον. Ο Τζόρνταν ήθελε να μείνει με τους δικούς του όρους και επειδή αυτό δεν ήταν εφικτό αποχώρησε, αφήνοντας πίσω το σπουδαιότερο έργο του. Τη δική του «Τζοκόντα». Την αιώνια μνήμη, για την οποία ο ίδιος είπε τότε: «Ελπίζω να άφησα αρκετές αναμνήσεις εκεί έξω για όλους, έτσι, για να ξέρουν πολύ καλά τι έκανε ο Μάικλ Τζόρνταν στα 13 ή 14 χρόνια που έπαιξε μπάσκετ και να μπορούν να γίνονται συγκρίσεις, ώστε τα νεότερα παιδιά να έχουν κάποιο στόχο για να φτάσουν. Εγώ έχω κι άλλη ζωή, στην οποία θα πρέπει να μετακινηθώ κάποια στιγμή».

Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω

stavroilats

Δημοσίευση Κυρ 24 Ιουλ 2011 - 17:31 από stavroilats

https://www.youtube.com/watch?v=gWDmau1Vbxs

ο ηρωας( 'η μαλλον ενας απο αυτους) των παιδικων μας χρονων.
χωρις πλακα αυτο το βιντεο μου φερνει δακρυα.
enjoy!

Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω

Επιστροφή στην κορυφή


 
Δικαιώματα σας στην κατηγορία αυτή
Δεν μπορείτε να απαντήσετε στα Θέματα αυτής της Δ.Συζήτησης